ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ:
Το παρόν, το παρελθόν και μέλλον της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής μέσα από τις συνθήκες
Επιβλέποντες:
Αμίτσης Γαβριήλ
Κοντιάδης Ξενοφών
Σεμινάριο: Δίκαιο κοινωνικής πολιτικής
Σπουδαστής:
Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας
Αθήνα-Φεβρουάριος 2002
Ήδη από τις Συνθήκες ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ΕΚΑΧ και την ΕΟΚ, τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής της πολιτικής γίνονται εμφανή: η κοινωνική πολιτική είναι παρεπόμενο της οικονομικής ολοκλήρωσης και κατά κύριο λόγο πρέπει να υποβοηθά αυτή την ολοκλήρωση και να καθησυχάζει τους εργαζόμενους. Η κύρια φιλοσοφία της ΕΕ παραμένει αξιοσημείωτα σταθερή στον μισό περίπου αιώνα της ύπαρξής της και συνοψίζεται στο τρίπτυχο ανάπτυξη-ανταγωνιστικότητα-απασχόληση. Οι προσπάθειες για μια πιο ευρεία πολιτική στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής αναζωπυρώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980-αρχές δεκαετίας 1990 με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, τον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων και αργότερα με το Πρωτόκολλο Κοινωνικής Πολιτικής της Συνθήκης του Μάαστριχ. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ θέτει τις βάσεις για την πολιτική της Ένωσης στα τέλη του αιώνα και τις αρχές του επομένου, δίνοντας έμφαση στο προαναφερθέν τρίπτυχο ανάπτυξη-ανταγωνισμός-απασχόληση. Η τελευταία γίνεται ο κεντρικός στόχος της κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης, η οποία θεωρεί ότι η αύξηση των επιπέδων απασχόλησης θα δώσει λύση στα κοινωνικά προβλήματα που ταλανίζουν την ενωμένη Ευρώπη. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων επιζητεί να διευρύνει τα όρια της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής, η ανακήρυξή του ωστόσο σε μη δεσμευτικό κείμενο αναβάλει την υιοθέτηση της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη ως αρχή της ΕΕ. Η διεύρυνση της ΕΕ και η επιμονή σε μια κοινωνική πολιτική που στόχο της έχει την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας προοιωνίζουν ένα μάλλον προβληματικό μέλλον για την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική.
Ήδη από τις διατάξεις της συνθήκης με την οποία συστήθηκε η ΕΚΑΧ, έγιναν φανερά κάποια από τα επικρατέστερα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής. Έτσι, παρ’ όλο που η συνθήκη υπογράφτηκε σε μια περίοδο ραγδαίας ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας και επικράτειας των κεϋνσιανών οικονομικών, η ΕΚΑΧ χαρακτηρίζεται από τη νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία και την επικέντρωσή της στην «απάλειψη των εμποδίων για την δημιουργία μιας κοινής αγοράς». Συνεπώς, όλα τα μέτρα που αναφέρονται στην κοινωνική προστασία ως στόχο τους είχαν κυρίως να καθησυχάσουν τους εργαζόμενους για τις συνέπειες από τις αλλαγές που χαρακτήριζαν τους συγκεκριμένους κλάδους[1]. Παράλληλα, ωστόσο, διακρίνουμε και την βούληση των εμπνευστών της Συνθήκης των Παρισίων να προχωρήσουν σε μέτρα ρύθμισης της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς. Έτσι δηλώνεται ρητά η επιδίωξη της καλυτέρευσης των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων, η βελτίωση των εργασιακών συνθηκών και η δημιουργία θέσεων εργασίας (άρθρα 2 και 46). Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα το άρθρο 68 προέβλεπε ότι εάν ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών οδηγούσε σε χαμηλότερους μισθούς τότε η ΕΚΑΧ είχε την υποχρέωση να παρέμβει για να τους ανυψώσει[2].
Από παρόμοιες αντιλήψεις διαπνέονταν και οι εμπνευστές της Συνθήκης της Ρώμης. Γι’ αυτούς η «κοινωνική εναρμόνιση θεωρείται ως το τελικό αποτέλεσμα της οικονομικής ολοκλήρωσης μάλλον και όχι ένα προαπαιτούμενό της»[3]. Το κύριο μέλημά τους ήταν η δημιουργία της ελεύθερης αγοράς η οποία θα επέφερε αυτομάτως και την καλυτέρευση στον τομέα της κοινωνικής προστασίας (κοινωνική εναρμόνιση)[4].
Έτσι, στη Συνθήκη της Ρώμης το βάρος πέφτει στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την προώθηση της κινητικότητας της εργασίας, η οποία αποτελεί προαπαιτούμενο για την πλήρη λειτουργία της ενοποιημένης αγοράς. Στη συνθήκη «έχουμε δύο ομάδες άρθρων: αυτά που αναφέρονται στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (άρθρα 48 με 51) και από την άλλη άρθρα σχετικά με αυτό που ονομάζεται κοινωνική πολιτική (άρθρα 117 με 128)»[5]. Υπάρχουν επίσης άρθρα αφιερωμένα σε ίση αμοιβή για ίση εργασία μεταξύ των ανδρών και των γυναικών, αναφορά στην βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης και του εργασιακού περιβάλλοντος των εργαζομένων και την στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε εργασιακά ζητήματα[6]. Ωστόσο κύριο μέλημα της συνθήκης είναι η οικονομική ενοποίηση και η αντιμετώπιση των συνεπειών και όχι η ανάπτυξη της κοινωνικής πολιτικής. Όχι τυχαία λοιπόν ακόμα και το άρθρο 141 που υποτίθεται ότι κατοχυρώνει την ισότητα ανδρών-γυναικών αναφέρεται στην ισότητα των αμοιβών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έχουμε μια σειρά από εξελίξεις που συνεισφέρουν στην αναβίωση της δραστηριότητας της ΕΕ αναφορικά με τα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής. Καθοριστική για την προώθηση ζητημάτων κοινωνικής πολιτικής υπήρξε η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Μιτεράν[7] και η τοποθέτηση του Ντελόρ στη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1984. Επιπλέον, η αυξημένη κίνηση κεφαλαίων μέσα στην ΕΕ αύξησε τους φόβους για το κοινωνικό ντάμπινγκ[8].
Οι προσπάθειες αναθεώρησης της Συνθήκης της Ρώμης ξεκίνησαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1984[9]. Στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη που υπογράφεται τέλη του 1986 η κοινωνική πολιτική διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο. Τα άρθρα 118Α και 118Β εισάγουν την ειδική πλειοψηφία για την προώθηση της βελτίωσης της προστασίας της υγιεινής και της ασφάλειας των εργαζομένων. Επιδιώκεται η ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου και η μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών ταμείων. Επίσης, στο άρθρο 130Β γίνεται ρητή αναφορά στην ενίσχυση της οικονομικής και της κοινωνικής συνοχής ως έναν από τους στόχους της ΕΕ. Επισημαίνεται ωστόσο ότι τέτοιοι κανονισμοί δεν θα πρέπει να επιβάλλουν διοικητικούς, οικονομικούς και νομικούς περιορισμούς στην ανάπτυξη των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων.
Πάντως, στο σύνολό της η ΕΕΠ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαίτερα θετική εξέλιξη στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου. Η ΕΕΠ «δεν εισάγει γνήσια κοινωνικά δικαιώματα στην κοινοτική έννομη τάξη»[10]. Γι’ αυτό έπρεπε να περιμένουμε τον Κοινοτικό Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο, αξίζει να σημειώσουμε τους λόγους που η κοινωνική διάσταση της πολιτικής της ΕΕ διαδραμάτιζε έναν τόσο δευτερεύοντα ρόλο. Ο πρώτος λόγος είναι η κυριαρχία των οικονομικών της ελεύθερης αγοράς. Ο δεύτερος ήταν ότι λόγω της ανάγκης να διατηρηθεί η δυναμική της οικονομικής ολοκλήρωσης, τα κοινωνικά ζητήματα που προκαλούσαν και τις περισσότερες διαμάχες περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Επίσης, εκείνη την περίοδο οι δυνάμεις που ήταν υπέρ της επέκτασης του ρόλου της ΕΕ στην κοινωνική πολιτική ήταν ιδιαίτερα ασθενείς. Τέλος ο ίδιος ο Ντελόρ πίστευε ότι μετά την λειτουργία της κοινής αγοράς τα αιτήματα για την επέκταση της κοινωνικής πολιτικής θα αναπτύσσονταν από μόνα τους[11].
Η σταθεροποίηση της πορείας προς την ενιαία αγορά και οι καλύτερες επιδόσεις των κρατών μελών στον οικονομικό τομέα ενθάρρυναν και πάλι τις συζητήσεις για την διεύρυνση της κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ. Με την ισχυρή υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της ΟΚΕ, του Ντελόρ και των ευρωπαϊκών συνδικάτων, ο Κοινοτικός Χάρτης τέθηκε προς έγκριση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Στρασβούργου, για να γίνει δεκτός τελικά ως ένα μη δεσμευτικό κείμενο έπειτα από τη σθεναρή άρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Παρ’ όλα αυτά, ο Χάρτης έγινε δεκτός ως ένα «σημαντικό βήμα για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος»[12]. Αναγνωρίζει μια σειρά από θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα και προσδιόρισε τα πλαίσια στα οποία έμελλε να κινηθεί η φιλοσοφία αλλά και η πρακτική της ΕΕ αναφορικά με τον χώρο της κοινωνικής πολιτικής.
Εντούτοις, το εύρος εφαρμογής του Χάρτη χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία. Πρώτον, η αναφορά στο προσχέδιό του στα «δικαιώματα του ατόμου» αντικαταστάθηκε τελικά από την πιο περιοριστική έννοια των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Δεύτερον, επαναλαμβάνεται ρητά η ισχύ της αρχής της επικουρικότητας αναφορικά με την κοινωνική πολιτική της ΕΕ.
Έτσι παρά τις θριαμβευτικές διακηρύξεις περί του ρόλου του χάρτη ως «θεμελιώδους λίθου της κοινωνικής διάστασης στην οικοδόμηση της Ευρώπης»[13], ασκήθηκε ευρεία κριτική τόσο για αοριστία στον προσδιορισμό πολλών κοινωνικών δικαιωμάτων και την μη δεσμευτικότητά του όσο και για την απουσία κοινωνικών εγγυήσεων γενικής μορφής, όπως το δικαίωμα της προστασίας, της πρόνοιας και της ασφάλειας για όλους τους πολίτες[14]. Αυτά τα προβλήματα βέβαια δεν εμπόδισαν να αξιοποιηθούν σε σημαντικό βαθμό αρκετά στοιχεία του Χάρτη τόσο στην «εξέλιξη της κοινοτικής νομοθεσίας» όσο και «εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών»[15].
Είναι φανερό από τα προαναφερθέντα ότι η κοινωνική πολιτική της ΕΕ έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε μάλλον περιορισμένο εύρος εφαρμογής και, φυσικά, αντίστοιχα αποτελέσματα. Οι περιορισμοί για την εφαρμογή μιας πιο δυναμικής πολιτικής ήταν πολλοί. Πρώτον, όπως ήδη αναφέρθηκε, η κυρίαρχη ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς. Δεύτερον, η δομική αδυναμία της διαμόρφωσης μιας πολιτικής που ταυτοχρόνως να είναι πανευρωπαϊκή και να λαμβάνει υπ’ όψη τα διαφορετικά καθεστώτα κοινωνικής προστασίας των κρατών μελών. Τρίτον, η εγκατάλειψη της πολιτικής της εναρμόνισης και η νέα πολιτική της αμοιβαίας αναγνώρισης. Τέλος, οι περιορισμένες δυνατότητες λόγω του περιορισμένου προϋπολογισμού της ΕΕ[16].
Η Συνθήκη του Μάαστριχ χαιρετίστηκε από τα ευρωπαϊκά συνδικάτα ως «επιτυχία για το κοινωνικό»[17]. Ωστόσο πολλοί είναι οι συγγραφείς που εκφράζουν τον σκεπτικισμό τους για τη φύση της Συνθήκης καθώς και την σκιαγράφηση της κοινωνικής πολιτικής που αναδύεται τόσο απ’ αυτήν όσο και από το Πρωτόκολλο για την κοινωνική πολιτική[18]. Εντούτοις, όπως επισημαίνουν πολλοί συγγραφείς, η Συνθήκη του Μάαστριχτ έπαιξε και αυτή καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τις αδυναμίες της. Για μια ακόμα φορά το κέντρο της πολιτικής της ΕΕ είναι η οικονομική ολοκλήρωση, στην οποία άλλωστε αφιερώνεται και το μεγαλύτερο μέρος της Συνθήκης. Οι δυσκολίες στην επίτευξη συμφωνίας αναφορικά με τα κοινωνικά ζητήματα αναδύθηκαν και πάλι με την άρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να υπογράψει το Πρωτόκολλο για την Κοινωνική Πολιτική[19]. Απαλείφθηκαν οι αναφορές στην εναρμόνιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και αντιθέτως τονίστηκε η αρχή της επικουρικότητας και του συμπληρωματικού ρόλου της ΕΕ στις εθνικές πολιτικές. Πολλά από τα επίμαχα ζητήματα, όπως παραδείγματος χάριν η κοινωνική ασφάλιση, η αντιπροσώπευση των εργατών κ.ά., παρέμειναν υπό την αρχή της ομοφωνίας. Δεν γίνεται καμία αναφορά σε δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ο ρόλος της τελευταίας είναι να παρακολουθεί τις εξελίξεις στον κοινωνικό τομέα, να συμβουλεύει, να ενθαρρύνει, και διευκολύνει των συντονισμό των πολιτικών[20].
Ενώ δηλαδή από τη μία έχουμε, αναφορικά με την ΟΝΕ, την καθιέρωση ξεκάθαρων στόχων και οργάνων για την παρακολούθησή της αλλά και την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση που κάποιος δεν ανταποκριθεί στα κριτήρια που τέθηκαν στο Μάαστριχ, στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής δεν δημιουργήθηκαν ούτε αντίστοιχα όργανα, ούτε αντίστοιχες κυρώσεις.
Από την άλλη, οι στόχοι που προσδιόριζε το Πρωτόκολλο είναι ενδεικτικοί:
Ø Βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας
Ø Παροχή κατάλληλης κοινωνικής προστασίας
Ø Κοινωνικός διάλογος
Ø Ανάπτυξη ανθρωπίνων πόρων
Ø Υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού[21].
Από τη διατύπωση αυτών των στόχων, και παρ’ όλη την αναφορά του Πρωτοκόλλου στην «κατάλληλη κοινωνική προστασία»- γίνεται φανερό ότι κύριος στόχος της ΕΕ παραμένει η οικονομική ενοποίηση, η επίτευξη της ανταγωνιστικότητας, η ανάπτυξη και η αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων αναδεικνύονται μέσα από αυτή τη διαδικασία. Όχι τυχαία λοιπόν, η κύρια πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην επόμενη περίοδο επικεντρώνεται όλο και περισσότερο σε ζητήματα ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης. Η τελευταία γίνεται το πρωτεύον μέσο για την καταπολέμηση του αποκλεισμού και την παροχή της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας. Η επίτευξη υψηλών επιπέδων απασχόλησης γίνεται το κλειδί που, κατά την άποψη της ΕΕ, θα ανοίξει τις πύλες για την επίλυση όλων των προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει η κοινωνική πολιτική[22].
Το τρίπτυχο ανταγωνισμός-ανάπτυξη-απασχόληση αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Η άνοδος των Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο συνεισέφερε στην γρήγορη υιοθέτηση του Πρωτοκόλλου για την Κοινωνική Πολιτική και την ενσωμάτωσή του στην Συνθήκη του Άμστερνταμ. Έτσι η Συνθήκη κατέστη ένα κείμενο στο οποίο ενσωματώνονται όλες οι εξελίξεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά η διάσταση μεταξύ διακηρύξεων και προτάσεων μέτρων για την υλοποίησή τους παραμένει.
Στο άρθρο 2 αναφέρεται ότι[23]:
Η Κοινότητα έχει ως αποστολή… να προάγει στο σύνολο της Κοινότητας την αρμονική, ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, υψηλό επίπεδο απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών… υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας και σύγκλισης των οικονομικών επιδόσεων… την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή…
Στο άρθρο 136, η απασχόληση αποκτά προτεραιότητα, και η διατύπωση γίνεται:
[η Κοινότητα και τα κράτη μέλη] έχουν ως στόχο τους την προώθηση της απασχόλησης, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, ώστε να καταστήσουν δυνατή την εναρμόνισή τους με παράλληλη διατήρηση της προόδου, την κατάλληλη κοινωνική προστασία, τον κοινωνικό διάλογο και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και την καταπολέμηση του αποκλεισμού.
Ενδιαφέρον ωστόσο είναι ότι στο άρθρο 137 γίνεται λόγος για «αφομοίωση των αποκλειομένων από την αγορά εργασίας ατόμων»! Τα υπόλοιπα άρθρα στη συνέχεια ασχολούνται και πάλι με ζητήματα που έχουν να κάνουν με τους εργαζόμενους. Ενώ και τα ζητήματα ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών περιορίζονται σε ζητήματα «ίσης αμοιβής» και «ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης σε ζητήματα εργασίας και απασχόλησης». (Άρθρο 141). Ακόμα και η αναφορά της κοινωνικής συνοχής παραπέμπει, εάν θεωρήσουμε τη Συνθήκη ως όλον, στην οικονομική ανάπτυξη ως το μέσο για την επίτευξή της[24].
Θα μπορούσαμε έτσι να συμφωνήσουμε με το σχολιασμό του Dinan ότι: «Παρά την ενσωμάτωση του κοινωνικού πρωτοκόλλου καθώς και τη συμπερίληψη μιας ρητής αναφοράς στα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα, η Συνθήκη του Άμστερνταμ αντανακλά το χαμήλωμα των τόνων της Ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής»[25].
Ωστόσο, πολλοί συγγραφείς θεωρούν ότι η Συνθήκη του Άμστερνταμ, καταδεικνύει «μία σημαντική ενίσχυση της παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας»[26] και τονίζουν την αναφορά στην Ευρωπαϊκή ιθαγένεια και στην καταπολέμηση των διακρίσεων[27]. Παρ’ όλα αυτά ο αντίλογος επισημαίνει ότι «Η Συνθήκη απέφυγε να δεσμευθεί σε ουσιαστικές δαπάνες στους νέους τομείς της κοινωνικής πολιτικής και αρνήθηκε να υιοθετήσει μέτρα που αφορούσαν στην βελτίωση της θέσης των ηλικιωμένων και των ΑΜΕΑ από το Άρθρο 137»[28].
Οι εξελίξεις που αφορούσαν την κοινωνική πολιτική αμέσως μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ είναι ραγδαίες, αφορούν ωστόσο πρωτίστως την πολιτική για την απασχόληση. Η Ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση εγκαινιάζεται με το Λευκό Βιβλίο[29], καθίσταται λειτουργική με τις διαδικασίες που αποφασίστηκαν στο Συμβούλιο του Έσσεν[30], αποκτά θεσμική ισχύ ως Τίτλος VIII στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και υλοποιείται μέσω των κατευθυντηρίων γραμμών που αποφασίστηκαν στην Έκτακτη Σύνοδο του Συμβουλίου του Λουξεμβούργου[31]. Αποκτά μια νέα ποιοτική διάσταση με την υιοθέτηση του στόχου της πλήρους απασχόλησης καθώς και των δεσμευτικών στόχων για τα επίπεδα απασχόλησης για το 2010[32]. Είναι φανερό ότι μετά το Άμστερνταμ η ΕΕ, με τη δημιουργία των κατευθυντηρίων γραμμών για την απασχόληση «θεώρησε ως ευκαιρία την νομιμοποίηση και την επέκταση των κοινωνικών πολιτικών μέσω της διασύνδεσής τους με την απασχόληση»[33].
Έτσι, με την επικέντρωση στα ζητήματα απασχόλησης, η ΕΕ πέτυχε όχι μόνον να αποσπάσει την πλήρη συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που πάντα έθετε προβλήματα στην υλοποίηση μιας ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής, αλλά για πρώτη φορά, μέσα από τα Εθνικά Σχέδια Δράσης για την Απασχόληση, παρεμβαίνει τόσο βαθιά μέσα στην οικονομική ζωή των κρατών μελών, που είναι πλέον δύσκολο να ξεδιαλύνεις που τελειώνει η παρέμβαση της ΕΕ και που αρχίζει η πολιτική του κράτους μέλους[34]. Ωστόσο η αμφισημία της στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφορικά με την ενσωμάτωση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων στο δίκαιο της ΕΕ παραμένει, προκαλώντας μια σειρά από ερωτήματα, που έγιναν πιο έντονα όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της Διακυβερνητικής Διάσκεψης της Νίκαιας.
Η πρωτοβουλία για την σύνταξη ενός Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων ξεκινά ήδη «από του γόνιμους προβληματισμούς της δεκαετίας του 1970 γύρω από το ζήτημα του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην ΕΕ»[35]. Η συζήτηση για την υιοθέτηση ενός χάρτη σε επίπεδο ΕΕ αποκτά καινούργια δυναμική το 1996 με τη σύσταση της «Επιτροπής των σοφών», η οποία και αναγνώρισε την σκοπιμότητα της ύπαρξης του Χάρτη και ζήτησε μάλιστα την ενσωμάτωσή του στη Συνθήκη του Άμστερνταμ[36]. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εκπονήθηκε έπειτα από πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κολωνίας. Η εκπόνησή του θεωρήθηκε απαραίτητη τόσο λόγω του «εξελικτικού σταδίου που βρίσκεται πλέον η Ένωση» όσο και «προκειμένου να καταστεί σαφής η προεξέχουσα σημασία και το εύρος [των θεμελιωδών δικαιωμάτων] στους πολίτες της Ευρώπης»[37].
Πηγές έμπνευσης αποτέλεσαν κατά κύριο λόγο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία επαναδιατυπώνεται βάσει κυρίως των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[38]. Κατά τη σύνταξη του Χάρτη η επιτροπή προσπάθησε ώστε οι διατάξεις του να μην «θέσουν σε δοκιμασία τα συντάγματα των κρατών μελών», να μην συνεισφέρουν στην «πρόκληση πρόσθετων δημοσιονομικών βαρών με την αναγνώριση των κοινωνικών ιδίως δικαιωμάτων» και να μην διευρυνθούν εμμέσως οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης[39].
Ο Χάρτης περιλαμβάνει ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα[40] χωρίς ωστόσο να τα απαριθμίζει με τον παραδοσιακό τρόπο «πράγμα που ενδυναμώνει την έννοια της ιδιότητας του πολίτη και της δημοκρατίας στην ΕΕ»[41]. Διακρίνουμε σ’ αυτόν έξη ενότητες που συνιστούν αρχές-αξίες βάθρα του ευρωπαϊκού θεσμικού και πολιτικού πολιτισμού: η αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η ισότητα, η αλληλεγγύη, η δημοκρατία και η δικαιοσύνη.
Συνοπτικά, τα δικαιώματα που αναφέρονται στον Χάρτη και άπτονται της κοινωνικής πολιτικής είναι: το απαραβίαστο της ανθρώπινης ελευθερίας. Το δικαίωμα εκπαίδευσης, το δικαίωμα προς εργασία, η επιχειρηματική ελευθερία, η απαγόρευση των διακρίσεων, η πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία, η ισότητα ανδρών και γυναικών, τα δικαιώματα των παιδιών, τα δικαιώματα των ηλικιωμένων και η ένταξη στην κοινωνία ατόμων με ειδικές ανάγκες. Στην ενότητα για την αλληλεγγύη αναφέρονται επίσης το δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχείρησης, το δικαίωμα διαπραγμάτευσης και συλλογικής δράσης, το δικαίωμα πρόσβασης στις υπηρεσίες εύρεσης εργασίας, η προστασία σε περίπτωση απόλυσης, η διασφάλιση δίκαιων και πρόσφορων συνθηκών εργασίας, η απαγόρευση εργασίας των παιδιών, η προστασία των νέων στην εργασία, η οικογενειακή και η επαγγελματική ζωή, η κοινωνική ασφάλεια και η κοινωνική αρωγή, η προστασία της υγείας, η προστασία του περιβάλλοντος. Τέλος στα δικαιώματα των πολιτών αναγνωρίζεται η ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής.
Αναφερόμενος στην άρνηση ενσωμάτωσης του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στη Συνθήκη της Νίκαιας ο Τσινισιζέλης αναφέρει χαρακτηριστικά: «... στην ήπειρο των επαναστάσεων και των κοινωνικών αγώνων για τα δικαιώματα του ανθρώπου η άρνηση των κυβερνήσεων να συμπεριλάβουν τη Χάρτα στη Συνθήκη μοιάζει με κακόγουστο αστείο»[42]. Μολονότι κάπως επιθετική, η δήλωση αυτή αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τα συναισθήματα που γεννά η συνεχής διάσταση μεταξύ λόγων και έργων στο επίπεδο της ΕΕ.
Όπως τονίζουν όλοι οι συγγραφείς, τα κοινωνικά δικαιώματα όχι μόνον εγείραν τις περισσότερες αντιδράσεις, αλλά και τελικά, στις τελικές συμβιβαστικές προτάσεις τα κοινωνικά δικαιώματα εντάσσονται στο Χάρτη με περιεχόμενο «που υπολείπεται της κοινής συνισταμένης που ισχύει στις περισσότερες χώρες της ΕΕ»[43]. Περιοριστικός εμφανίζεται ο Χάρτης και στο ζήτημα του πεδίου της εφαρμογής του όπου αναφέρει ρητά(άρθρο 51): «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης»[44].
Βέβαια, η διστακτικότητα της Διακυβερνητικής να προχωρήσει σε ριζικά βήματα αναφορικά με την κοινωνική πολιτική δεν καταγράφτηκε μόνον στην υιοθέτηση του Χάρτη ως ενός κειμένου διακήρυξης χωρίς καμιά δεσμευτική ισχύ. Στην ίδια την Συνθήκη της Νίκαιας, τα κράτη μέλη αρνήθηκαν να διευρύνουν την πρόβλεψη της ειδικής πλειοψηφίας σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής εν γένει και περιορίστηκαν στην ειδική πλειοψηφία σε ζητήματα αναφορικά με την κατάργηση των διακρίσεων –όπου το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει «κοινοτικά μέτρα ενθάρρυνσης»– και σε ζητήματα εκπροσώπησης και συλλογικής υπεράσπισης εργαζομένων και καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού[45].
Πολλοί ήταν αυτοί που θεώρησαν ότι παρ’ όλο που η Συνθήκη της Νίκαιας ήταν μια πρώτη απόπειρα πολιτικής θεσμοποίησης της Ευρώπης των 27, εντούτοις παρουσίασε αρκετά θεσμικά ελλείμματα, μεταξύ των άλλων και την αδυναμία ενσωμάτωσης του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην ίδια την Συνθήκη[46]. Άλλοι ωστόσο, και πρωτίστως ο ίδιος ο Ζακ Ντελόρ, φάνηκαν να είναι ενάντιοι σε μια «νέα μετάβαση αρμοδιοτήτων... διότι... τα κοινωνικά θέματα πρέπει να εμπίπτουν ουσιαστικά στην εθνική αρμοδιότητα»[47].
Το κεντρικό θέμα της Διακυβερνητικής Διάσκεψης της Νίκαιας, προς θλίψη των υποστηρικτών της διεύρυνσης της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής, ήταν το «ποια αξία θα έχει η ψήφος του κάθε κράτους στο Συμβούλιο»[48]. Έτσι, όπως προαναφέραμε, για μια ακόμα φορά θεωρήθηκε ότι η Ευρώπη προχώρησε αφενός ένα βήμα εγγύτερα προς την ολοκλήρωση, αφετέρου όμως το βήμα αυτό αποδείχτηκε μετέωρο.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, κάθε φορά που η ΕΕ προχωρεί σε μεταρρυθμίσεις των συνθηκών της, από την γέννηση της ΕΕ μέχρι σήμερα, τα σχόλια έχουν υπάρξει πάντα παρόμοια: Έγινε μεν ένα βήμα προς την ολοκλήρωση της ΕΕ, αλλά δυστυχώς το βήμα αυτό δεν ήταν τόσο τολμηρό ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες των περιστάσεων. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το θεμελιώδες ερώτημα: ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία αποφαινόμαστε εάν η ΕΕ έχει όντως διευρύνει την κοινωνική της πολιτική; Τι ακριβώς εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική; Ποιος είναι ο χώρος που καλύπτει;
Αναζητούμαι, για παράδειγμα, μία Ευρώπη που βασισμένη στο μοντέλο Beveridge θα έχει μια άμεση σχέση με τον κάθε πολίτη, ο οποίος θα απολαμβάνει συγκεκριμένα κοινωνικά δικαιώματα με βάση την ευρωπαϊκή του ιθαγένεια[49]; Ή συνιστά την «πλάνη της Στοκχόλμης», η ιδέα ότι η ΕΕ θα αντικαταστήσει σε ένα υπερεθνικό επίπεδο τις σοσιαλδημοκρατικές δομές των αντίστοιχων κρατών μελών[50]; Ασφαλώς τέτοια ερωτήματα για να απαντηθούν χρειάζεται πρώτα να απαντηθεί το ερώτημα του τι Ευρώπη θέλουμε, πράγμα που ξεφεύγει από τις δυνατότητες του παρόντος πονήματος.
Ωστόσο, οποιονδήποτε ορισμό και εάν αποδεχθεί κανείς, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι από την ίδρυση της ΕΕ έχει υπάρξει μια πληθώρα παρεμβάσεων της ΕΕ στον κοινωνικό τομέα. Ασφαλώς, γενικότερα, η πολιτική της ΕΕ καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την μέριμνα για την επίτευξη της οικονομικής ολοκλήρωσης. Η κοινωνική πολιτική ήταν πάντοτε παρακολούθημα αυτής της πολιτικής και κύριο μέλημά της ήταν να απαλύνει τις ανισότητες που δημιουργούνταν από την επέκταση της κοινής αγοράς, να προστατεύσει όσους θίγονταν από τις αναγκαίες παραγωγικές αναδιαρθρώσεις και να προσφέρει κάποιο βαθμό νομιμοποίησης του προτάγματος της Ενωμένη Ευρώπης στα μάτια των «λαών της Ευρώπης». Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ΕΕ, έχει υιοθετήσει ένα μοντέλο κοινωνικής πολιτικής που πηγάζει μέσα από την κρίση του κοινωνικού κράτους, την επίθεση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας εναντίον του και την επίδραση της παγκοσμιοποίησης. Η αντίληψη αυτή θεωρεί ότι «η κοινωνική πολιτική είναι παραγωγικός συντελεστής» και το κράτος πρόνοιας πρέπει:
1) Να συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα
2) Να εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και τη σταθερότητα.
3) Να φροντίζει για την αναπροσαρμογή της παραγωγής και την ευελιξία στην αγορά εργασίας
4) Να επενδύει στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και την δια βίου μάθηση.
5) Τέλος, η πολιτική επιδότησης της ανεργίας να γίνει πολιτικής επιδότησης της απασχόλησης[51].
Οι προτεραιότητες αυτές, θα έλεγε κανείς παρακολουθώντας διαχρονικά την πολιτική της ΕΕ, παραμένουν σταθερές από την εγκαινίασή της. Όσο ενισχύονταν η οικονομική ολοκλήρωση, τόσο εντεινόταν η παρέμβαση της ΕΕ στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Όσο αυξανόταν η ισχύς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Κοινοβουλίου, τόσο πιο έντονες ήταν οι φωνές για ενίσχυση των μέτρων κοινωνικής προστασίας. Σε γενικές γραμμές ωστόσο η πολιτική της ΕΕ παραμένει η εξής[52]:
| |||||||||||||||
| |||||||||||||||
| |||||||||||||||
| |||||||||||||||
|
| ||||||||||||||
Είναι γεγονός ότι η ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική παύει πλέον να διακρίνεται από αποσπασματικότητα και θέτει ως κεντρικό στόχο «την προώθηση της συνεργασίας και της θετικής αλληλεπίδρασης μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής»[53]. «Η καθοδηγητική αρχή του Προγράμματος Κοινωνικής Πολιτικής (Social Policy Agenda) θα είναι η ενδυνάμωση του ρόλου της κοινωνικής πολιτικής ως παραγωγικού συντελεστή»[54]. Οι απόψεις της ΕΕ για το τι εννοεί με την «ποιότητα της κοινωνικής πολιτικής» είναι σαφείς: «ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής προστασίας, καλές κοινωνικές υπηρεσίες διαθέσιμες σε όλους τους ανθρώπους στην Ευρώπη, πραγματικές ευκαιρίες για όλους, και η διασφάλιση των θεμελιωδών και κοινωνικών δικαιωμάτων». Για να μην υπάρξει η οποιαδήποτε παρανόηση σημειώνεται αμέσως μετά ότι οι «καλές κοινωνικές πολιτικές και οι σωστές πολιτικές απασχόλησης είναι αναγκαίες για να υποστηρίξουν την παραγωγικότητα και να διευκολύνουν την προσαρμογή στην αλλαγή. Διαδραματίζουν επίσης ουσιαστικό ρόλο προς την πλήρη μετάβαση σε μια οικονομία που βασίζεται στη γνώση»[55].
Όταν ιδρύθηκε η ΕΚΑΧ και η ΕΟΚ, οι ανάγκες για κοινωνική πολιτική ήταν ελάχιστες, τόσο γιατί την ίδια εποχή αναπτυσσόταν ταχύτατα το κράτος πρόνοιας, όσο και γιατί η οικονομική ενοποίηση βρισκόταν στα πρώτα της βήματα. Στην πορεία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι παρεμβάσεις της ΕΕ αυξήθηκαν. Ωστόσο όπως έχει καταδειχθεί από την εμπειρία, η κοινωνική πολιτική της ΕΕ τείνει να κινείται α) σε τομείς που είναι ακάλυπτοι από τα εθνικά συστήματα κοινωνικής προστασίας και β) σε τομείς που καθίστανται προβληματικοί από την πορεία ολοκλήρωσης[56]. Η διεύρυνση της Ένωσης θα εντείνει τα προβλήματα που άπτονται της κοινωνικής πολιτικής αφενός και αφετέρου θα ενισχύσει την απροθυμία για οποιαδήποτε σκέψης εναρμόνισης των συστημάτων κοινωνικής προστασίας των κρατών μελών της Ένωσης. Η αρχή της επικουρικότητας θα παραμείνει ένα από τα κεντρικά στοιχεία της κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ. Μιας πολιτικής που θα επιδιώκει όλο και περισσότερο να «ενσωματώσει ένα μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού στην προστατευμένη εργατική δύναμη για οικονομικούς και ανθρωπιστικούς λόγους. Ο πρωταρχικός [της] στόχος θα είναι να μετακινήσει τους ανθρώπους από τα συστήματα κοινωνικής προστασίας προς την εργασία»[57].
Μετά από σαράντα και πλέον χρόνια δράσης στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, ελάχιστοι είναι οι τομείς στους οποίους δεν υπάρχει κάποια παρέμβαση της Ένωσης. Σίγουρα, η έκταση αυτών των δράσεων απέχει αρκετά από του να θεωρούνται ικανοποιητικές. Ο ρόλος των εθνικών συστημάτων κοινωνικής προστασίας παραμένει ακόμα καθοριστικός αναφορικά με τον στόχο της επίτευξης μιας αξιοπρεπούς ζωή για τον κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μελετώντας προσεκτικά τα βήματα της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής μέσα από τις συνθήκες και τους διακηρυγμένους στόχους διακρίνει κανείς μια αξιοσημείωτη σταθερότητα στην φιλοσοφία της. Οι τρεις βασικές αρχές αυτής της πολιτικής συνοψίζονται στο τρίπτυχο: ανάπτυξη-ανταγωνιστικότηα-απασχόληση. Ωστόσο, προβληματισμό για το μέλλον της κοινωνικής πολιτικής δημιουργούν η απροθυμία της ΕΕ να υιοθετήσει την κοινωνική ιδιότητα του πολίτη, και άρα η ανάληψη των ευθυνών που απορρέουν από αυτό, όσο και η αντιμετώπιση της κοινωνικής πολιτικής ως τομέα δευτερευούσης σημασίας, παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις. Το γεγονός ότι η μη υλοποίηση των στόχων που τέθηκαν για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης δεν επιφέρει κυρώσεις στα κράτη μέλη, σε αντίθεση με τους αντίστοιχους στόχους για την ΟΝΕ, δείχνουν σε τελική ανάλυση με πολύ πιο εκκωφαντικό τρόπο απ’ οποιοδήποτε Χάρτη, τη σημερινή θέση της κοινωνικής πολιτικής στην ιεραρχία των αρχών της ΕΕ.
[1] Αυτό τονίζεται από τους περισσότερους μελετητές. Βλέπε μεταξύ άλλων Robert Geyer, Exploring European Social Policy, Polity Press, 2000, σελ. 21-24.
[4] Βλέπε Γιάννης Υφαντόπουλος «Η κοινωνική πολιτική» στο Ναπολέων Μαραβέγιας και Μιχάλης Τσινισιζέλης (επιμέλεια), Η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης: θεσμικές, πολιτικές και οικονομικές πτυχές, Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 648. Επίσης ο Geyer στο Exploring European Social Policy, όπ.παρ., σελ. 25 επισημαίνει ότι «η συνθήκη [της Ρώμης] εστίαζε βασικά στην δημιουργία της κοινής αγοράς. Από τη στιγμή που θα δημιουργούνταν αυτή η αγορά θα οδηγούσε, σχεδόν αυτόματα, σε μεγαλύτερα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη».
[5] Βλέπε Νίκου Σ. Μούση, Ευρωπαϊκή Ένωση: δίκαιο-οικονομία-πολιτική, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1999, σελ.199. Το άρθρο 118 δήλωνε ότι η Κοινότητα θα προωθήσει την απασχόληση, τις συνθήκες εργασίας, την αρχική και συνεχιζόμενη κατάρτιση, την πρόληψη των ατυχημάτων, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι κ.λπ.
[6] Βλέπε Desmond Dinan, Ever Closer Union: An Introduction to European Integration, Lynne Rienner Publishers Inc., 1999, σελ.421. Επίσης Γαβριήλ Ν. Αμίτσης, Η θεσμική κατοχύρωση των ελαχίστων ορίων διαβίωσης στην Ελληνική και διεθνή έννομη τάξη, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2001, σελ. 358, όπου αναφέρει: «Η Συνθήκη της Ρώμης περιέχει μόνο διατάξεις που αναφέρονται στην πανηγυρική κατοχύρωση δικαιωμάτων “οικονομικού σκοπού”. Οι σχετικές διατάξεις επικεντρώνονται στη ρύθμιση δικαιωμάτων που εξυπηρετούν ή ακόμα και προωθούν την λειτουργία της ενιαίας αγοράς: Α0 απαγόρευση των διακρίσεων λόγω εθνικότητας. β) ελευθερία διακίνησης εργαζομένων, γ) ελευθερία εγκατάστασης δ) ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών ως προς τις αμοιβές».
[7] Ο Μιτεράν έστειλε ένα μνημόνιο προς το Συμβούλιο ζητώντας την υιοθέτηση τριών αντικειμενικών στόχων: α) τα ζητήματα απασχόλησης να αποκτήσουν κεντρική θέση στις πρωτοβουλίες της Κοινότητας, β) να ενταθεί ο διάλογος μεταξύ της διοίκησης των επιχειρήσεων και των εργατών σε επίπεδο Κοινότητας και γ) να ενταθεί η συνεργασία και να οργανωθούν καλύτερα οι διαβουλεύσεις και η συνεργασία σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής. Βλέπε Hervey, European Social Law and Policy, όπ.παρ., σελ. 20.
[8] Και συνεπώς για τα αιτήματα για μια εναρμόνιση των επιπέδων κοινωνικής προστασίας ώστε να μην επιτραπεί η μέσω του κοινωνικού ντάμπινγκ μετακίνηση επιχειρήσεων σε χώρες με χαμηλότερα επίπεδα κοινωνικής προστασίας. Βλέπε Geyer, Exploring European Social Policy, όπ.παρ., σελ. 43-44. Βλέπε επίσης Σακελλαρόπουλος Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική, όπ.παρ., σελ. 74-78.
[9] Βλέπε Υφαντόπουλος «Η κοινωνική πολιτική» όπ.παρ., σελ. 649.
[10] Βλέπε Αμίτσης, Η θεσμική κατοχύρωση, όπ.παρ., σελ. 359. Σε αυτό συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές. Ο Ξενοφών Κοντιάδης π.χ. στο Η κοινωνική Διοίκηση στην Ελλάδα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1997, σελ.56 αναφέρει ότι στην ΕΕΠ τα κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίστηκαν οριακά «καθώς προτάχθηκαν εκ νέου οι στόχοι της οικονομικής και νομισματικής ένωσης». Η Hantrais στο Social Policy in the European Union, όπ.παρ., σελ. 6, επισημαίνει ότι η οποιαδήποτε πρόοδος ήταν κυρίως διαδικαστικού χαρακτήρα, από την άποψη ότι με τις νέες ρυθμίσεις επιταχύνονταν οι διαδικασίες που αφορούσαν ζητήματα κοινωνικής πολιτικής. Πράγματι, τα ζητήματα ασφάλειας και προστασίας των εργατών έγιναν ζητήματα ειδικής πλειοψηφίας. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η ρήτρα ερί της προώθησης «της οικονομικής και της κοινωνικής συνοχής», όπως επισημαίνει ο Dinan στο Ever Closer Union, όπ.παρ. σελ. 423, επέδρασε καταλυτικά στον αναπροσανατολισμό του ΕΚΤ προς ζητήματα καταπολέμησης της μακροχρόνιας ανεργίας, της διευκόλυνσης της ενσωμάτωσης των νέων, επαγγελματική εκπαίδευση κ.λπ.
[12] Βλέπε Κοντιάδης, Η κοινωνική διοίκηση, όπ.παρ.
[13] Έκφραση που χρησιμοποίησε ο επίτροπος για τις κοινωνικές υποθέσεις. Βλ. Dinan, Ever Closer Union, όπ.παρ., σελ. 425.
[14] Για μια πιο ευρεία κριτική βλέπε Σακελλαρόπουλος, Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική, όπ.παρ, σελ. 46. Για μια πιο λεπτομερή ανάλυση των θετικών και των αρνητικών σημείων του Χάρτη βλέπε επίσης Αμίτσης, Η θεσμική κατοχύρωση, όπ.παρ., σελ. 377-384. Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες από τις κωδικοποιήσεις του Χάρτη: Το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος στις χώρες της κοινότητας. Το δικαίωμα στην κοινωνική προστασία, την κοινωνική ασφάλιση και την προστασία των ανέργων. Το δικαίωμα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών. Προστασία της παιδικής εργασίας. Δίκαιη αμοιβή, επαγγελματική κατάρτιση και μειωμένο ωράριο για τους νέους. Δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους συνταξιούχους. Επαγγελματική κατάρτιση και κοινωνική ενσωμάτωση για τα μειονεκτούντα άτομα.
[15] Βλέπε Ξενοφών Κοντιάδης και Γαβριήλ Αμίτσης, «Η εφαρμογή του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων στο ελληνικό κοινωνικό δίκαιο», Δικαιώματα του Ανθρώπου, νο. 1, 1999, σελ. 49-71.
[17] Βλέπε Σακελλαρόπουλος, Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική, όπ.παρ., σελ. 57.
[18] Ο Αμίτσης στο Η θεσμική κατοχύρωση, όπ.παρ., σελ. 359, λαμβάνει μια θετική στάση αναφορικά με την επίδραση της Συνθήκης στα κοινωνικά δικαιώματα. Γεγονός που αποδέχεται διστακτικά ωστόσο και ο Σακελλαρόπουλος, όπ.παρ. σελ. 55. Παρομοίως ο Υφαντόπουλος στο «Η κοινωνική πολιτική», όπ.παρ., σελ. 653, δηλώνει ότι η Συνθήκη «αναβάθμισε τους κοινωνικούς στόχους της Ευρώπης». Αντιθέτως ο Κοντιάδης στο Η κοινωνική διοίκηση, όπ.παρ., σελ. 58-59 δηλώνει καθαρά ότι η Συνθήκη του Μάαστριχ είναι «κείμενο καθαρά οικονομικού περιεχομένου και στόχων». Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η στάση του αλλάζει ελαφρά στο Μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους την εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2001, σελ. 99. Οι Liebfried και Pierson στο «Prospects for social Europe», όπ.παρ., επισημαίνουν επίσης τα διαδικαστικά προβλήματα που προέκυψαν από την υιοθέτηση του Πρωτοκόλλου για την Κοινωνική Πολιτική από τις 11 χώρες.
[20] Όπ. παρ., σελ. 12.
[21] Βλέπε, Σακελλαρόπουλος, Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική, όπ.παρ., σελ. 186-187.
[22] Κρίνοντας εκ των υστέρων, θα έλεγε κανείς ότι ακόμα και η φράση «παροχή κατάλληλης κοινωνικής προστασίας» αναφέρεται μάλλον στους εργαζόμενους, κατά πάγια συνήθεια της ΕΕ και όχι σε όλους τους πολίτες.
[23] Όλες οι παραπομπές της Συνθήκης από την Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
[24] Το άρθρο αναφέρει ως στόχο της Κοινότητας την επίτευξη της «οικονομικής και της κοινωνικής συνοχής» μέσα από τις δράσεις του ΕΚΤ. Στο άρθρο 146 που αναφέρεται στο ΕΚΤ ως στόχοι του ορίζονται α) η αύξηση των δυνατοτήτων απασχόλησης, β) η ενίσχυση της γεωγραφικής και της επαγγελματικής κινητικότητας, γ) η διευκόλυνση της προσαρμογής στις αλλαγές στην βιομηχανία και την παραγωγή, και τέλος δ) η επαγγελματική κατάρτιση. Παρομοίως στον Τίτλο XVII για την «οικονομική και κοινωνική συνοχή» από τα συμφραζόμενα συνάγεται ότι αυτή θα επιτευχθεί «με τη μείωση των διαφορών στο επίπεδο ανάπτυξης». (Άρθρο 158).
[26] Βλέπε, Κοντιάδης, Οι μεταμορφώσεις του κοινωνικού κράτους, όπ. παρ., σελ. 105. Ο οποίος βέβαια αφού σημειώσει ότι η Συνθήκη αποτελεί ένα «καινοτομικό πλαίσιο για το συντονισμό των πολιτικών απασχόλησης» και ότι για πρώτη φορά σε καταστατικό κείμενο της ΕΕ υπάρχει ρητή αναφορά στην έννοια των θεμελιωδών δικαιωμάτων» συμπληρώνει ότι οι ρυθμίσεις αυτές μακράν υστερούν από την κάλυψη του κοινωνικού ελλείμματος».
[29] Βλέπε Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση. Οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για την μετάβαση στον 21ο αιώνα, Λευκό βιβλίο, 1993.
[30] Βλέπε European Council, European Council Meeting on 9 and 10 December 1994 in Essen, Presidency Conclusions.
[31] Extraordinary European Council Meeting on Employment, Luxembourg, 20 and 21 November 1997, Presidency Conclusions.
[32] Βλέπε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας, 23 και 24 Μαρτίου 2000, Συμπεράσματα της Προεδρίας και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης, 23 και 24 Μαρτίου 2001.
[34] Για μια θετική αποτίμηση της πολιτικής απασχόλησης της ΕΕ και της συνεισφοράς της στο κοινωνικό πρόσωπο της Ευρώπης βλέπε Colin Gill, Michael Gold και Peter Cressey, «Social Europe: national initiatives and responses», Industrial Relations Journal, 30:4, 1999, σελ. 313-329. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι το οικονομικό κίνητρο είναι ισχυρότατο για την υιοθέτηση των πολιτικών απασχόλησης. Όπως σημειώνουν και οι συγγραφείς αναφερόμενα στα κοινά στοιχεία αυτών των πολιτικών «όλες, παραδείγματος χάριν, τονίζουν την ανάγκη για ευέλικτη εργασία, εκπαίδευση και κατάρτιση και άλλα μέτρα ενεργών πολιτικών απασχόλησης για να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα, η ασφάλεια στην εργασία και η δημιουργία θέσεων απασχόλησης».
[35] Βλέπε Στέλιος Ε. Περράκης, «Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ασκήσεις επί χάρτου ή ένα νέο εργαλείο πολιτικής για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου;», Δικαιώματα του Ανθρώπου, νο. 5, 2000, σελ. 19-31.
[36] Βλέπε Τσινισιζέλης, Quo Vandis, όπ.παρ., σελ. 391. Επίσης Εμμανουέλα Δούση, «Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ένα βήμα προς την πολιτική ενοποίηση;» στο Σωτήρης Ντάλης (επιμ.), Από το Άμστερνταμ στη Νίκαια: Η Ευρώπη και η Ελλάδα στη νέα εποχή, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2001, σελ. 255.
[37] Βλέπε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας, 3 και 4 Ιουνίου 1999, Συμπεράσματα της Προεδρίας. Βλέπε επίσης Σοφία Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, «Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανταποκρίνεται στο ευρωπαϊκό κεκτημένο;», Δικαιώματα του Ανθρώπου, νο. 9, 2001, σελ. 203-221.
[38] Βλέπε Δούση, Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όπ.παρ., σελ. 254.
[39] Βλέπε Γιώργος Παπαδημητρίου, Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, σταθμός στην ωρίμανση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2001, σελ. 19-21. Όπου σημειώνει βέβαια ότι ο Χάρτης σίγουρα θα οδηγήσει στην αύξηση των πόρων που αφιερώνονται στην κοινωνική πολιτική.
[40] Ακολουθώντας έτσι μια λογική εμπνευσμένη από την θεωρία του T.H. Marshall. Αναφέρεται από τον Τσινισιζέλη, Quo Vandis, όπ. παρ., σελ. 391.
[41] Βλέπε Δούση, Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όπ.παρ., σελ. 259.
[42] Βλέπε Μιχάλης Τσινισιζέλης, Quo Vadis Europa?, Σύγχρονες Ακαδημαϊκές και Επιστημονικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2001, σελ. 433.
[43] Βλέπε Παπαδημητρίου, Ο Χάρτης, όπ.παρ., σελ. 21. Η Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου στο Ο Χάρτης, όπ.παρ., αναφέρει σχετικά: «Γιατί όμως στο άρθρο 33 (οικογενειακή και επαγγελματική ζωή) αποδίδει μόνο εν μέρει, και μάλιστα όχι καν με διατύπωση ενδεικτική, το κοινοτικό κεκτημένο των δικαιωμάτων προστασίας της μητρότητας και του συνδυασμού οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής...;». Η Δούση, όπ.παρ. αναφέρει την απάλειψη του πανευρωπαϊκού δικαιώματος της απεργίας από το προσχέδιο του Χάρτη.
[44] Αναφέρει χαρακτηριστικά η Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου: «Εντούτοις η φράση «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», εκφράζει μια περιοριστική αντίληψη του ρόλου των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην εθνική έννομη τάξη, που δεν συμβιβάζεται με την σημερινή κατανομή των δικαιοδοσιών μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών ούτε με το κεκτημένο της Ένωσης το σχετικό με τα θεμελιώδη δικαιώματα». Όπ. παρ.
[45] Βλέπε Π.Κ. Ιωακειμίδης, Η Συνθήκη της Νίκαιας και το μέλλον της Ευρώπης, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2001, σελ. 80-81.
[46] Βλέπε Ιωακειμίδης, όπ.παρ. Βλέπε επίσης Δούση ο Χάρτης Θεμελιωδών, όπ. παρ., σελ. 259. Ο Τσινισιζέλης στο Quo Vandis, όπ.παρ., σελ. 389, παρ’ όλα τα καυστικά του σχόλια αναφέρει ότι «η ψήφιση της Χάρτας αποτελεί εξαιρετικά σημαντική στιγμή στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού συστήματος συνεργασίας, έστω και εάν δεν είναι προς το παρόν δεσμευτική». Ο Δημήτρης Τσάτσος στο «Η Ευρώπη και η Ελλάδα μετά τη Συνθήκη της Νίκαιας», στο Ντάλης, Απ’ το Άμστερνταμ στη Νίκαια, όπ.παρ., σελ. 170-171, φαντάζει πολύ πιο απογοητευμένος από το αποτέλεσμα δηλώνοντας ότι «η Συνθήκη παρουσιάζει και πολύ κρίσιμα θεσμικά μειονεκτήματα: α. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων όχι μόνο δεν έγινε τμήμα της συνθήκης αλλά ούτε καν μνημονεύεται σε αυτήν. Το δημοκρατικό έλλειμμα είναι εδώ προκλητικά αισθητό».
[47] Βλέπε Jacques Delors, «Κι όμως μπορούμε να αισιοδοξούμε», στο Ντάλης, Απ’ το Άμστερνταμ στη Νίκαια, όπ.παρ., σελ. 139.
[48] Βλέπε Τσάτσος «Η Ευρώπη και η Ελλάδα», όπ. παρ., σελ. 171.
[49] Βλέπε Brian Bercusson et al. «A Manifesto for Social Europe», European Law Journal, vol. 3, No. 2, Ιούνιος 1997, σελ. 189-205.
[50] Για την έννοια της «πλάνης της Στοκχόλμης» βλέπε Leibfried Stephan και Paul Pierson, «Prospects for Social Europe», Politics and Society, vol. 20, issue 3, Σεπτέμβριος 1992, σελ. 3-33.
[51] Βλέπε Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, «Αναζητώντας το νέο κοινωνικό κράτος», στο Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, Κριτική, Αθήνα, 1999, σελ. 52.
[54] Βλέπε Commission of the European Communities, Communication from the Commission to the Council, the European Parliament, the Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, Social Policy Agenda, COM(2000) 379 final, 28/06/2000, σελ. 5.
[55] Όπ. παρ., σελ. 13-14.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.