Ο Χέγκελ, μας θυμίζει ο Παπαϊωάννου[1], επισημαίνει ότι οι ιδιώτες και η αγορά, δεν διαθέτουν καμμία συνείδηση της ολότητας των κοινωνικών αναγκών... Απέναντι στη φυσική τάξη των αγροτών και την σκεπτόμενη τάξη των παραγωγών βιομηχανικών προϊόντων μόνον η κρατική γραφειοκρατία μπορεί να παρουσιαστεί σαν μία οικουμενική τάξη ικανή να ανυψωθεί πάνω από τον αντιφατικό και διασπασμένο οικονομικό κόσμο, να θεωρήσει την ολότητα των αναγκών από μια οικουμενική σκοπιά και να ζητήσει συνειδητά και συστηματικά να επιβάλλει και να συγκρατήσει την ενότητα του συνόλου.
Εάν η γραφειοκρατία αποτελεί την έκφραση του συλλογικού συμφέροντος όλες οι παθογένειες της ελληνικής περίπτωσης οφείλονται ακριβώς στο γεγονός ότι οι πολιτικές ελίτ καλλιεργούσαν ακριβώς το αντίθετο: η τοποθέτηση στο κράτος μέσα από κομματικές σχέσεις, η καλλιέργεια της διαφθοράς του δημόσιου λειτουργού μέσα από τη μίζα, του γιατρού μέσα από το φακελάκι, του πολεοδόμου μέσα από τη μίζα για την άδεια του αυθαιρέτου, του αστυνομικού μέσα από τη μίζα για να παραβλέπει τα δίκτυα πορνείας, διακίνησης ναρκωτικών και της νύχτας δεν είναι παρά η προσπάθεια «ιδιωτικοποίησης», ή μήπως καλύτερα, «ιδιωτικής οικειοποίησης», της κομματικής οικειοποίησης, ενός θεσμού που θα έπρεπε να εκπροσωπεί το συλλογικό καλό.