Παρουσίαση στην ημερίδα «Κοινωνική πολιτική και τοπική αυτοδιοίκηση: μεταρρυθμίσεις-νέες τάσεις-προοπτικές», Λάρισα, 19 Οκτώβρη 2004
Παγκοσμιοποίηση: από το παγκόσμιο στο τοπικό
Σήμερα αποτελεί πια κοινό τόπο ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που προκαλεί βαθύτατες ανατροπές σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού γίγνεσθαι: το διεθνές, το περιφερειακό, το εθνικό, το τοπικό ακόμα και το οικογενειακό ή το επίπεδο της ατομικής ταυτότητας. Όπως τονίζει ο Ντάνι Ρόντρικ, «η διεθνής ενοποίηση των αγορών για τα αγαθά, τις υπηρεσίες και το κεφάλαιο πιέζει τις κοινωνίες να αλλάξουν τις παραδοσιακές τους πρακτικές, και αποτέλεσμα αυτού είναι ότι μεγάλα τμήματα αυτών των κοινωνιών ξεκινούν να αγωνίζονται»[1].
Ας δούμε συνοπτικά τι εννοούμε με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Όταν αναφερόμαστε στην παγκοσμιοποίηση υπονοούμε την «πολύπλοκη και πολυδιάσταση διαδικασία… μέσω της οποίας επέρχεται η ολοκλήρωση των εθνικών αγορών σε μια παγκόσμια αγορά»[2]. Η Έκθεση που συνέταξε έπειτα από πρωτοβουλία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας η Παγκόσμια Επιτροπή για την Κοινωνική Διάσταση της Παγκοσμιοποίησης με τον τίτλο Μια δίκαιη παγκοσμιοποίηση αναφέρει τα παρακάτω ως κύρια χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης:
- Την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου
- Την επέκταση των ξένων άμεσων επενδύσεων
- Την ανάδυση των μαζικών διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ροών
- Την αύξηση του ανταγωνισμού
- Επίσης, σε αντίθεση με παλιότερα «κύματα» παγκοσμιοποίησης, η παρούσα φάση χαρακτηρίζεται από την απαγόρευση της ελεύθερης διακίνησης των ατόμων
Τα παραπάνω έγιναν εφικτά μέσω:
- Πολιτικών αποφάσεων, που στόχο τους είχαν τον περιορισμό των εμποδίων στις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές
- Της ανάπτυξης της τεχνολογίας, ιδιαίτερα στον τομέα των επικοινωνιών και της πληροφορίας
Η παγκοσμιοποίηση, όπως αναφέρει η παραπάνω έκθεση, γίνεται αντιληπτή από πολλούς ανθρώπους ως μια δύναμη που αποδιαρθρώνει τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής, απειλεί το περιβάλλον και τις πολιτιστικές ταυτότητες των ανθρώπων. Επιπλέον ενισχύει τον κοινωνικό αποκλεισμό και εντείνει τις ανισότητες τόσο μεταξύ χωρών όσο και στο εσωτερικό των χωρών[3].
Εμείς πιστεύουμε ότι ο αρνητικός τρόπος που πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται την παγκοσμιοποίηση είναι ένας από τους λόγους που αναπτύσσεται ο προβληματισμός γύρω από την επέκταση της παγκόσμιας κοινωνικής πολιτικής. Βέβαια, το αίτημα για την ύπαρξη διεθνούς κοινωνικής πολιτικής υπάρχει ήδη από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα και δεν αποτελεί φαινόμενο της σημερινής φάσης της παγκοσμιοποίησης. Απλώς σήμερα οι διεθνείς οργανισμοί –κυρίως οι οργανισμοί του Μπρέτον Γουντς– διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη ισχύ επιβολής των απόψεών τους.
Η διεθνής κοινωνική πολιτική προκύπτει αφενός ως αποτέλεσμα της προσπάθειας ρύθμισης του εργατικού κόστους. Αυτό όμως είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Σύμφωνα με μια μελέτη μας που θα εκδοθεί προσεχώς, οι κοινωνική αγώνες, αλλά και γενικότερα οι κινήσεις της κοινωνίας των πολιτών, αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα στην δημιουργία παγκόσμιων κανόνων κοινωνικής προστασίας.
Σημαντικό όμως είναι να επισημάνουμε και μια τρίτη πλευρά για την ανάπτυξη προτάσεων κοινωνικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει φτάσει πλέον στα όρια της. Η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης έχει πλέον αφήσει πίσω της καμένη γή. Όχι τυχαία μια σειρά από ανώτατα στελέχη νεοφιλελεύθερων θεσμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου καταγγέλλουν ως «μεγάλη αυταπάτη» ή ως ιδιωτικοποίηση του κόσμου[4] τις προτάσεις οικονομικής πολιτικής που προωθούν. Τέτοιες νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πολιτικές άφησαν μια ήπειρο κατεστραμμένη, την Αφρική. Οδήγησαν στην φτώχεια εκατομμύρια πολίτες σε χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης. Δημιούργησαν την κρίση στην Νοτιοανατολική Ασία. Κατέστρεψαν την Αργεντινή.
Μπροστά στην παγκόσμια αγανάκτηση από τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών, οι θεσμοί αυτοί αναγκάζονται να στρέψουν τα βλέμματά τους στο περιφερειακό και στο τοπικό επίπεδο. Η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει ότι η δημιουργία ενός κατάλληλου περιβάλλοντος για την ανάπτυξη είναι κυρίως ευθύνη εθνική και τοπική! Ενώ σε όλες τις δημοσιεύσεις μιλά για την ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων![5] Ο Γενικός Γραμματέας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας είναι πιο ξεκάθαρος: «Δεν υπάρχει επιτυχής παγκοσμιοποίηση» δηλώνει εάν «δεν υπάρχει μια επιτυχημένη εντοπιότητα». Για αυτό, συνεχίζει πρέπει να «ξεκινήσουμε πρώτα από τις εστίες μας… πρέπει να ενισχύσουμε τις τοπικές αγορές και τις τοπικές κοινότητες».[6] Όπως βλέπουμε, από όλες τις πλευρές ακούμε πλέον για την ανάγκη για τοπική ανάπτυξη και για κινητοποίηση των τοπικών πόρων.
Μια παρόμοια ρητορική αναπτύσσεται και στον τομέα των προτάσεων κοινωνικής πολιτικής. Οι τεράστιες κοινωνικές ανισορροπίες που έχει δημιουργήσει η παγκοσμιοποίηση κάνουν πιο επιτακτική την προώθηση μέτρων κοινωνικής πολιτικής που να ανακουφίζουν τους ανθρώπους σε τοπικό επίπεδο. Η νεοφιλελεύθερη επίθεση στο εθνικό κεϋνσιανό κράτος πρόνοιας έχει περιορίσει κατά πολύ την δυνατότητά του να απλώσει το δίχτυ κοινωνικής προστασίας τόσο ώστε να καλύψει όλους τους πολίτες. Στο ίδιο πρόβλημα συμβάλει και η παρούσα δομή της παγκοσμιοποίησης, η οποία τείνει να αφαιρεί πόρους από το τοπικό επίπεδο έτσι ώστε να επωφελούνται οι συγκεντρωτικές δομές των πολυεθνικών εταιρειών. Και αυτός ο παράγοντας όμως επιτείνει την ανάγκη για εφαρμογή μέτρων κοινωνικής πολιτικής στο τοπικό επίπεδο.
Θα αναφερθούμε στις προτάσεις δύο διεθνών οργανισμών, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, γιατί σε διεθνές επίπεδο αντιπροσωπεύουν δύο διαμετρικά αντίθετες λογικές. Η Παγκόσμια Τράπεζα είναι ένας κλασικός εκπρόσωπος των νεοφιλελεύθερων απόψεων, η οποία λόγω της οικονομικής της ισχύος και της πολιτικής υποστήριξης από τις ΗΠΑ έχει μεγάλη δυνατότητα να επιβάλει τις απόψεις της. Από την άλλη η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας αποτελεί το τελευταίο ίσως προπύργιο των απόψεων της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθ’ όσον το αίτημα αυτό είναι εγγεγραμμένο στον ίδιο τον καταστατικό της χάρτη.
Θα συνεχίσουμε με μια παρουσίαση των μέτρων τοπικής πολιτικής που προτείνουν οι δύο οργανώσεις και παράλληλα με το κάθε μέτρο θα παραθέτουμε κάποιες κριτικές παρατηρήσεις.
Τοπικές κοινωνικές πολιτικές για την υγεία
Η υγεία και η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας αποτελούν βασικό στοιχείο της κοινωνικής πολιτικής. Μάλιστα, η αδυναμία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας είναι μία από τις κυριότερες αιτίες που τους καταδικάζουν τους ανθρώπους στην φτώχεια. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι φτωχοί όχι μόνο έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να ασθενήσουν, αλλά και η πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υγείας είναι πολύ πιο δυσχερής απ’ ότι των άλλων πληθυσμιακών μερίδων[7].
Η Παγκόσμια Τράπεζα στον τομέα αυτό προτείνει ότι το δημόσιο θα πρέπει να κάνει καλύτερη χρήση του ιδιωτικού τομέα και των μη κυβερνητικών οργανώσεων[8]. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με την Τράπεζα, οι δημόσιες υπηρεσίες, όπως έχει δείξει η εμπειρία, μάλλον αποτυγχάνουν να φτάσουν στις απόμακρες και αποκεντρωμένες περιοχές. Η Τράπεζα θεωρεί ότι το κράτος θα ήταν καλύτερο να επικεντρωθεί στην παροχή νοσοκομειακών υπηρεσιών και βασικών υποδομών όπως παροχή καθαρού νερού και συστημάτων αποχέτευσης[9].
Η πρόταση της Τράπεζας αναφέρεται σε ασφάλιση υγείας που θα αντιμετωπίζει την «καταστροφική ασθένεια». Μάλιστα η πρότασή της αναφέρεται στην αυτασφάλιση, με έναν «κλειστό» λογαριασμό καταθέσεων όπου ο φτωχός ασθενής θα επιτρέπεται να αποσύρει χρήματα μόνον σε περιπτώσεις καταστροφικής ασθένειας. Οι μηχανισμοί που θα αναλάβουν την διαχείριση αυτής της ασφάλιση θα πρέπει να είναι «άτυποι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ή μη κυβερνητικές οργανώσεις»[10]. Αναφορικά με την ασφάλιση υγείας, για να αυξηθεί η βιωσιμότητά της θα ήταν καλύτερο να γίνεται με βάση το νοικοκυριό ή την κοινότητα διότι αυτό προσφέρει μια ευρύτερη βάση για τον διαμοιρασμό του κινδύνου (risk pooling). Ενώ, επικουρικά, θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των παραδοσιακών χειροπρακτικών γιατρών[11].
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας αναφέρεται και αυτή στους ατομικούς οργανισμούς υγείας και στην μικρο-ασφάλιση. Οι ατομικοί λογαριασμοί υγείας είναι απλοί λογαριασμοί καταθέσεων οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον για δαπάνες υγείας. Στόχο τους έχουν να ενθαρρύνουν (ή να υποχρεώσουν) τα άτομα να θέσουν κατά μέρος κάποια χρήματα από το εισόδημά τους για να τα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον.
Η ΔΟΕ στέκεται κριτικά απέναντι στο μέτρο και τονίζει ότι: «Από την οπτική γωνία της κοινωνίας, είναι ένα ανεπαρκές χρηματοοικονομικό εργαλείο για την φροντίδα υγείας»[12]. Αυτό γιατί το ποσό που κατατίθεται στο λογαριασμό είναι πιθανόν να μην ανταποκρίνεται στο ύψος των απαιτούμενων δαπανών.
Πιο ένθερμη είναι η στάση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την μικρο-ασφάλιση. Γι’ αυτήν «Η μικρο-ασφάλιση παρέχει μια συμπληρωματική στρατηγική για να βελτιώσει την ισοτιμία στην πρόσβαση στην φροντίδα υγείας για τους αποκλεισμένους»[13]. Η μικρο-ασφάλιση έρχεται να καλύψει τις ανάγκες που παρουσιάζονται λόγω α) της απροθυμίας των ασφαλιστών να προχωρήσουν στην κάλυψη συγκεκριμένων ομάδων και β) στην αδυναμία των ομάδων των αποκλεισμένων να διεκδικήσουν την κάλυψή τους[14]. Η ΔΟΕ βλέπει την μικρο-ασφάλιση υγείας ως μία μορφή «κοινωνικής οργάνωσης που βασίζεται στις έννοιες της αλληλεγγύης και του διαμοιρασμού του κινδύνου και συμπεριλαμβάνει την ενεργό συμμετοχή των μελών [της κοινότητας]». Η βασική ιδέα της μικρο-ασφάλισης είναι ότι πολλές μικρές ομάδες συνασπίζονται και «αγοράζουν» από κοινού υπηρεσίες υγείας.
Είναι σαφές ότι, εν αντιθέσει με την νεοφιλελεύθερη αποστροφή που τρέφει η Παγκόσμια Τράπεζα για τα δημόσια συστήματα, η ΔΟΕ, αλλά και εμείς, θεωρεί τέτοια σχήματα ως προσωρινά και συμπληρωματικά του δημόσιου συστήματος υγείας. Μάλιστα, μακροπρόθεσμα αυτά θα πρέπει να εντάσσονται στον επίσημο σύστημα υγείας καθώς αυτά τα προγράμματα πολλές φορές είναι επισφαλή, η κάλυψη που παρέχουν περιορίζεται σε συμβάντα που αφορούν μικρό αριθμό περιπτώσεων, τείνουν να αποφεύγουν τους πιο ηλικιωμένους και τα παιδιά λόγω του ότι αυτές οι πληθυσμιακές μερίδες παρουσιάζουν υψηλό κόστος υγειονομικής κάλυψης, πολλές φορές τα ασφάλιστρα αφήνονται απλήρωτα, ενώ και η οικονομική βιωσιμότητά τους μακροπρόθεσμα είναι αμφίβολη.
Ένα μέτρο τοπικής κοινωνικής που προωθείται ιδιαίτερα από τους δύο αυτούς οργανισμούς, και μάλιστα με τον τίτλο του νέου, είναι τα δημόσια έργα (workfare ή public works). Είναι βέβαια λίγο περίεργο να τα αποκαλούμε «νέο εργαλείο» για την αντιμετώπιση της φτώχειας αφού υπάρχουν ήδη από την εποχή των φαραώ[15], για να ανακαλυφθούν και πάλι από το Νιού Ντίαλ και από τον Κέϋνς. Τα δημόσια έργα παρουσιάζονται ως σημαντικές αντικυκλικές παρεμβάσεις που στόχο τους έχουν την βοήθεια των φτωχών ανέργων εργατών. Το μοναδικό κριτήριο συμμετοχής ή όχι σε τέτοια προγράμματα είναι αυτό του μισθού, ο οποίος πρέπει να ορίζεται σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά της τοπικής αγοράς έτσι ώστε το πρόγραμμα να επικεντρώνεται από μόνο του στους φτωχούς.
Τέτοια προγράμματα τοποθετούνται κυρίως στις πιο φτωχές περιοχές αφού εκτός από εισόδημα στους κατοίκους, με το τέλος του προγράμματος στην περιοχή παραμένουν κάποιες υποδομές που συμβάλουν στην αντιμετώπιση της φτώχειας.
Τα έργα θα πρέπει να είναι εντάσεως εργασίας και να μην συμπίπτουν με τις εποχές κατά τις οποίες υπάρχει μεγάλη ζήτηση για αγροτικές καλλιέργειες. Έχει αποδειχθεί από την εμπειρία ότι η μετά την εκδήλωση της κρίσης, η χρήση τέτοιων εργαλείων είναι σχετικά δύσκολη. Πιο αποτελεσματική είναι η συνεχής παρουσία τέτοιων έργων και η κλιμάκωση των δραστηριοτήτων τους σε περιόδους κρίσης[16]. Από αυτή την άποψη έχει αποδειχθεί ότι προγράμματα στα οποία την ευθύνη έχει το κράτος είναι πιο αποτελεσματικά.
Διακρίνονται δύο τύποι τέτοιων προγραμμάτων:
1) Προγράμματα που μπορούμε να τα ονομάσουμε «δίχτυα ασφαλείας βασιζόμενα στην απασχόληση». Αυτά είναι προγράμματα εντάσεως εργασίας που μεγιστοποιούν την βραχυπρόθεσμη δημιουργία θέσεων εργασίας. Διαθέτουν την δυνατότητα βραχυπρόθεσμης ανακούφισης από την φτώχεια μεταβιβάζοντας εισόδημα σε μεγαλύτερο αριθμό εργατών.
2) Βασιζόμενα σε εργασία προγράμματα υποδομής. Τέτοια προγράμματα επικεντρώνονται στην δημιουργία περιουσιακών στοιχείων-υποδομών όσο και στην δημιουργία απασχόλησης. Επιτυγχάνουν βιώσιμη μείωση της φτώχειας αλλά για μικρότερο αριθμό εργατών.[17]
Τα δημόσια έργα συνεισφέρουν στον μετριασμό της φτώχειας μέσω δύο κύριων τρόπων 1) μεταφορά εισοδημάτων και 2) χρήσιμες οικονομικές υποδομές. Άλλοι τρόποι συνεισφοράς τους είναι: 3) οι δαπάνες μισθών, 4) η επίδρασή τους στις τοπικές αγορές εργασίας και 5) η ενίσχυση απασχολησιμότητας των εργατών μετά το πέρας των προγραμμάτων.
Η προσέγγιση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας προς αυτά τα έργα δίνει έμφαση σε έξη στοιχεία: Πρώτον, τα έργα αυτά πρέπει απαραίτητα να είναι εντάσεως εργασίας. Δεν έχει νόημα π.χ. να κατασκευάζεις έναν δρόμο με υπερσύγχρονα μέσα εργασάις συμβάλλοντας έτσι στην μείωση των θέσεων εργασίας. Δεύτερον, μέσω των έργων πρέπει να προωθείται η χρήση τοπικών πόρων. Τρίτον, πρέπει να προωθείται η συμμετοχή εργοδοτών, εργαζομένων, και κοινοτικών οργανώσεων. Επίσης πρέπει να προωθείται η βελτίωση της οργανωτικής ικανότητας των τριών αυτών εταίρων, καθώς και η δυνατότητά τους να επιβλέπουν και να συμμετέχουν σε τέτοιου τύπου επενδύσεις. Το τέταρτο στοιχείο αναφέρεται στην ενδυνάμωση των επιχειρήσεων για την εκτέλεση των δημοσίων έργων. Το πέμπτο στην καλλιέργεια των δεξιοτήτων των κρατικών υπαλλήλων για την προετοιμασία των συμβολαίων και την διαχείριση των έργων. Τέλος το έκτο έχει να κάνει με την εισαγωγή των κατάλληλων εργασιακών προτύπων για την προστασία των εργατών[18].
Ασφαλώς ένα τέτοιο μέτρο κοινωνικής πολιτικής δεν είναι άνευ προβλημάτων. Αυτά συνοψίζονται: 1) στην φτωχή στόχευσή τους, 2) στους χαμηλούς μισθούς που προσφέρουν, και συνεπώς στο ότι δεν εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή διαβίωση, 3) στην περιορισμένη κάλυψη, αφού αφορούν μικρό αριθμό ατόμων, 4) στην προσωρινότητα των δημιουργούμενων θέσεων απασχόλησης, 5) στην χαμηλή ποιότητα υποδομών που κατασκευάζονται[19].
Τα κοινωνικά ταμεία
Τα κοινωνικά ταμεία (social funds) είναι μηχανισμοί οι οποίοι βασιζόμενοι σε μια συγκεκριμένη ζήτηση διοχετεύουν πόρους προς τους φτωχούς και υποστηρίζουν έργα που τους βοηθούν[20]. Βασικά διαμεσολαβούν μεταξύ της κυβέρνησης και των κοινοτήτων ή των ευπαθών ομάδων. Τα κοινωνικά ταμεία δημιουργήθηκαν αρχικά για να δημιουργούν θέσεις απασχόλησης κατά τη διάρκεια κρίσεων αλλά σήμερα στοχεύουν σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που ξεκινά από την δημιουργία υποδομών μέχρι κέντρα υγείας και σχολεία[21].
Τα κοινωνικά ταμεία στοχεύουν:
§ Στην δημιουργία προσωρινών θέσεων εργασίας μέσω της υλοποίησης διαφόρων κοινωνικών και οικονομικών έργων υποδομής που βασίζονταν σε έργα εντάσεως εργασίας.
§ Στην δημιουργία μόνιμων θέσεων εργασίας ενώ αναπτύσσουν δράσεις παραγωγής εισοδημάτων (γεωργικά προγράμματα, σιταποθήκες, κτηνοτροφικές μονάδες, μικρο-χρηματοοικονομικά προγράμματα).
§ Στην ενθάρρυνση της ανάπτυξης επιχειρήσεων στην τοπική κατασκευαστική βιομηχανία, ιδιαιτέρως τοπικές συμβουλευτικές εταιρείες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
§ Στην μεταφορά των διαδικασιών λήψης αποφάσεων στις τοπικές κοινωνίες, ενισχύοντας έτσι την υπευθυνότητα των κοινωνιών για την ανάπτυξή τους
§ Στην ενίσχυση των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των τοπικών συλλόγων για την ενίσχυση της τοπικής συμμετοχής στον καθορισμό, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων
§ Στην εκπαίδευση των δήμων και των τοπικών κοινωνιών στον σχεδιασμό προγραμμάτων με προτεραιότητες, στην διαχείριση διαφόρων συμβάσεων με τον ιδιωτικό τομέα και στην συντήρηση των ολοκληρωμένων έργων[22].
Η νομική τους υπόσταση είναι συνήθως αυτή του μη κερδοσκοπικού φορέα. Στα διοικητικά τους συμβούλια συμμετέχουν εκπρόσωποι από την κυβέρνηση, τις τεχνικές υπηρεσίες υπουργείων, τους τοπικούς φορείς, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που εμπλέκονται στις δράσεις τους, τους τοπικούς επαγγελματικούς φορείς, τους αποδέκτες των δράσεων, τα τοπικά σωματεία.
Ο κύριος ρόλος των κοινωνικών ταμείων είναι:
1) να χαρτογραφήσουν την πορεία για την υλοποίηση των έργων (αντικειμενικοί στόχοι, διαχείριση, έλεγχος κόστους, μετρήσιμες λειτουργικές μέθοδοι).
2) Να αναπτύξουν τους κατάλληλους μηχανισμούς που θα είναι ικανοί να προσδιορίζουν και να εκτιμήσουν τα έργα που είναι να χρηματοδοτηθούν, να συνάψουν συμφωνίες με τους μεσάζοντες, να συνάψουν συμφωνίες με τοπικές επιχειρήσεις, να διοχετεύσουν κεφάλαια στους διευθύνοντες των έργων, να επιβλέπουν και να πληρώνουν έγκαιρα τους αναδόχους των έργων, και να αξιολογούν τις επιπτώσεις των έργων.
3) Να χρησιμοποιήσουν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό φορέων για την υλοποίηση των έργων.
4) Να προωθήσουν τις τοπικές συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Οι κοινότητες που ωφελούνται από τα κοινωνικά ταμεία προσφέρουν μέρος της χρηματοδότησης «για να διασφαλισθεί ότι το έργο δεν βασίζεται στην ανάγκη αλλά καθοδηγείται από τη ζήτηση»[23]. Η υπόλοιπη χρηματοδότηση, τουλάχιστον στην διεθνή εμπειρία, προέρχεται από: 1) παγκόσμιες ή περιφερειακές δανειστικές τράπεζες, 2) δωρητές όπως η ΕΕ, η Ιαπωνία, κ.λπ., 3) κυβερνητικούς πόρους, 4) προσφορές από ιδιωτικούς φορείς.
Αυτό που διαχωρίζει τα ταμεία από άλλους δανειστικούς μηχανισμούς είναι η διοικητική αυτονομία τους, αλλά και η αυτονομία τους στη λήψη αποφάσεων για την προώθηση άλλων έργων που αυτά θεωρούν εφικτά. Τα κοινωνικά ταμεία βασικά αξιολογούν, χρηματοδοτούν και επιβλέπουν τις όποιες παρεμβάσεις, αλλά δεν ασχολούνται τα ίδια με την υλοποίησή τους[24]. Τα πλεονεκτήματά τους είναι ότι είναι ταχείας ανταπόκρισης, αφού σε μεγάλο βαθμό υπερκεράζουν την κυβερνητική γραφειοκρατία, ανταποκρίνονται γρήγορα στις ανάγκες των κοινοτήτων, είναι ευέλικτα και μπορούν εύκολα να αλλάξουν την φύση των έργων που χρηματοδοτούν. Σε γενικές γραμμές παρουσιάζουν σωστή επικέντρωση και έχουν σωστή και διάφανη διαχείριση των οικονομικών τους, ενώ με τη δράση τους κινητοποιούν την τοπική κοινωνία των πολιτών[25].
Τα κοινωνικά ταμεία ενσωματώνουν με επιτυχία κανόνες αγοράς στους μηχανισμούς παροχής τους και παράλληλα προωθούν και την αποκέντρωση των υπηρεσιών. Αναφορικά ωστόσο με την επίδοσή τους στην καταπολέμηση της φτώχειας, και ιδιαίτερα των επισφαλών φτωχών, δεν φαίνονται ιδιαίτερα επιτυχή. Ο λόγος είναι ότι για να ζητηθούν τέτοια προγράμματα και μάλιστα να συγχρηματοδοτηθούν σημαίνει ότι υπάρχει κάποια τοπικά οργανωμένη ομάδα πολιτών και όπως έχει δείξει η εμπειρία οι «χρόνια φτωχοί» δύσκολα οργανώνονται για να διεκδικήσουν κάτι[26].
Άλλα προβλήματα των ταμείων είναι ότι έχουν περιορισμένους πόρους[27]. Επιπλέον, η πράξη έχει δείξει ότι «η αλληλεπίδραση με την κοινότητα και η συμμετοχή της τελευταίας είναι ιδιαίτερα περιορισμένη»[28]. Επίσης έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο τα ταμεία πολλές φορές να καταλήγουν να είναι παράλληλες κυβερνήσεις[29]. Τέλος, όσες φορές ανέλαβαν πιστωτικές υπηρεσίες απέτυχαν[30].
Τα μικρο-χρηματοοικονομικά προγράμματα
Ένα από τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φτωχοί σε όλο τον κόσμο είναι η αδυναμία πρόσβασής τους σε τραπεζικές υπηρεσίες και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Τέτοιες υπηρεσίες είναι αναγκαίες και μπορούν να βοηθήσουν τους φτωχούς «να ομαλοποιήσουν την κατανάλωση τους σε περιόδους αντίξοων κρίσεων... να αποφύγουν τις καταστροφικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και να αντικαταστήσουν παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία που απωλέσθησαν από φυσικές καταστροφές»[31]. Επίσης μπορούν να τους παρέχουν το κεφάλαιο για την δημιουργία μικρών επιχειρήσεων ή να τους παρέχουν υπηρεσίες ασφάλισης. Με άλλα λόγια, τέτοια προγράμματα καλύπτουν υπηρεσίες πίστωσης, ασφάλισης και αποταμίευσης.
Στα μικρο-χρηματοοικονομικά προγράμματα (microfinance -credit, savings, insurance), ο όρος «μικρο-» αναφέρεται στον τύπο ή το μέγεθος της συναλλαγής καθότι οι συναλλαγές σε τέτοια προγράμματα αφορούν πολύ μικρά ποσά. Η ιδέα πίσω από τα χρηματοοικονομικά προγράμματα είναι ότι εάν πολλοί μικρο-πελάτες συνασπιστούν σε μία ομάδα ή σε μία ένωση, τότε μέσω της απλοποίησης του σχεδιασμού των μηχανισμών παροχής των προαναφερθέντων υπηρεσιών το κόστος των συναλλαγών θα ελαχιστοποιηθεί και τέτοιες υπηρεσίες θα καταστούν πιο προσβάσιμες στους φτωχούς[32]. Οι τελευταίοι αποκλείονται από παρόμοιους οργανισμούς για τρεις λόγους:
- Οι επίσημοι φορείς έχουν πράξει ελάχιστα έτσι ώστε τέτοιες υπηρεσίες να φθάσουν σε άτομα έξω από την επίσημη και κύρια οικονομία.
- Οι αποκλεισμένοι, από την πλευρά τους, δεν διαθέτουν ούτε την ικανότητα ούτε την πολιτική οργανωτικότητα που θα τους προσέδιδε το πολιτικό βάρος για να απαιτήσουν πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες.
- Υπάρχει έντονη η ανάγκη της επέκτασης του διαμοιρασμού του κινδύνου[33].
Σε πολλές περιπτώσεις, όπου έχουν εφαρμοστεί αυτά τα προγράμματα έχουν περιορίσει την ευπάθεια των νοικοκυριών μέσω της διαφοροποίησης των πηγών του εισοδήματος και της συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, αυτό που αμφισβητείται πολύ έντονα σε αυτά τα προγράμματα είναι η δυνατότητά τους να φθάσουν σε αυτούς που τα έχουν πραγματικά ανάγκη, δηλαδή στους φτωχότερους των φτωχών και στους κοινωνικά αποκλεισμένους. Αυτές οι ομάδες έχουν δύο χαρακτηριστικά που τους αποκλείουν αυτόματα από τέτοιες υπηρεσίες: Είναι οι ομάδες που είναι πιο επιρρεπείς στους κινδύνους και δεν έχουν εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως εγγύηση για την λήψη αυτών των υπηρεσιών[34]. Συνεπώς, τα χρηματοοικονομικά προγράμματα έχουν αποδειχθεί πιο αποτελεσματικά στις ομάδες των «μέτριων φτωχών» και των ευπαθών που δεν είναι απαραίτητα φτωχοί.
Τέτοια προγράμματα έχουν παρουσιάσει και πολλά προβλήματα, πέραν του αποκλεισμού των ομάδων στόχων που αναφέραμε. Ιδιαιτέρως για την μικροασφάλιση, υπάρχει το πρόβλημα ότι οι φτωχοί δεν έχουν τους πόρους να πληρώσουν τα ασφάλιστρα. Επίσης δεν διαθέτουν τις δυνατότητες για την πρόβλεψη των κινδύνων. Το κόστος των συναλλαγών και της διεκπεραίωσης των υπηρεσιών είναι υψηλό. Τα μικροασφαλιστικά συστήματα μπορούν να αντιμετωπίζουν μόνον περιορισμένο αριθμό κινδύνων και κινδύνους που δεν συνεπάγονται υψηλό κόστος λόγω απώλειας[35]. Ακόμα, τα μικροχρηματοοικονομικά συστήματα μπορούν να διαχειριστούν τοπικές μόνον κρίσεις[36]. Γι’ αυτό, γενικά, η Τράπεζα υιοθετεί μια προσεκτική στάση απέναντι σ’ αυτούς τους μηχανισμούς και έχει μειώσει την υποστήριξή της σε τέτοια προγράμματα χωρίς ωστόσο να τα εγκαταλείψει τελείως. Απλώς γίνεται προσπάθεια τέτοιοι μηχανισμοί να ενταχθούν μέσα σε προγράμματα κοινωνικών ταμείων ή να δημιουργούνται δεσμοί μεταξύ των διχτύων ασφαλείας και των μικροχρηματοοικονομικών μηχανισμών[37]. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τα προβλήματα αυτών των μηχανισμών να φθάσουν στις ομάδες των κοινωνικά αποκλεισμένων.
Ένθερμη στάση απέναντι στα μικρο-χρηματοοικονομικά προγράμματα έχει και η Διεθνής Οργάνωσης Εργασίας. Χωρίς να θεωρεί ως πανάκεια, είναι ωστόσο εμφανές ότι η Οργάνωση στηρίζει μεγάλες ελπίδες για τον περιορισμό του προβλήματος της φτώχειας σε αυτά.
Τα μικρο-χρηματοοικονομικά προγράμματα, χωρίς να συνιστούν ένα καθαρό εργαλείο κοινωνικής πολιτικής, μπορούν να καταστούν τέτοιο αφού σε πολλές περιπτώσεις –όπως αυτής της μικρο-ασφάλισης– έρχονται να καλύψουν και ανάγκες κοινωνικής προστασίας[38]. Τα μικρο-χρηματοοικονομικά προγράμματα καθίστανται εργαλεία πολιτικής αφού οι δυνάμεις της αγοράς, όπως έχει δείξει η εμπειρία παραβλέπουν τις χρηματοπιστωτικές ανάγκες των φτωχότερων στρωμάτων διότι θεωρούν τις συναλλαγές μαζί τους ως εμπεριέχουσες μεγάλο ρίσκο και τις θεωρούν πολύ δαπανηρές[39].
Σύμφωνα με την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας τα χρηματοοικονομικά προγράμματα (δηλαδή οι μικρής κλίμακας χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε πελάτες που είναι οικονομικά δραστήριοι σε αστικές και αγροτικές περιοχές) έχουν αποδειχτεί αρκετά αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της φτώχειας διότι παρέχουν στους επιχειρηματίες απαραίτητο κεφάλαιο για να ξεκινήσουν ή να επιτείνουν τις δραστηριότητές τους. Επίσης τέτοια προγράμματα έχουν θετική επίδραση στην κοινωνική και ανθρώπινη ανάπτυξη. Τέτοια πρόγραμμα, παρέχοντας υπηρεσίες στους φτωχούς, αποδεικνύουν ότι οι φτωχοί είναι αξιόπιστοι πελάτες[40].
Ωστόσο, όπως έχει δείξει και η εμπειρία, από μόνη της η παροχή πιστώσεων προς τους φτωχούς, ιδιαίτερα για τους πλέον φτωχούς, δεν επαρκεί για να αυξήσει την παραγωγικότητα και τα εισοδήματά τους. «Πρέπει να συνοδεύεται από πρόσβαση σε βελτιωμένη τεχνολογία, παροχή προμηθειών, υποδομές, και αγορές»[41]. Επίσης είναι αναγκαία μια προπαρασκευαστική φάση για να επιτευχθεί η συμμετοχή των φτωχών. Αυτή η φάση περιλαμβάνει: 1) Την πληροφόρηση των φτωχών για τα προβλήματα περί της διαβίωσής τους και τις διαθέσιμες ευκαιρίες για την καλυτέρευση της κατάστασής τους. 2) Την βελτίωση του επιπέδου διαβίωσής τους. 3) Την καλλιέργεια ομάδων αλληλεγγύης για την διευκόλυνση των απαραίτητων αλλαγών. 4) Την κινητοποίηση των ίδιων πόρων των φτωχών. 5) Την καλλιέργεια βασικών τεχνικών και διαχειριστικών ικανοτήτων[42].
Όπως είδαμε και στην περίπτωση της Παγκόσμιας Τράπεζας, τέτοιοι μηχανισμοί παρουσιάζουν πολλά προβλήματα όπως ότι δύσκολα αγγίζουν τους πλέον φτωχούς, είναι πολύ ευάλωτοι σε εξωγενείς κρίσεις, ότι πρέπει να συνδυάζουν πιστωτικές υπηρεσίες με υπηρεσίες καταθέσεων, κ.ά[43].
Οι συνεταιρισμοί
Ένα ακόμα μέσο που προκρίνεται από την ΔΟΕ για την καταπολέμηση της φτώχειας είναι η δημιουργία συνεταιρισμών. Αυτή η μορφή καταπολέμησης της φτώχειας δεν έχει απασχολήσει καθόλου την Παγκόσμια Τράπεζα. Η προώθηση των συνεταιρισμών εντάσσεται στην λογική ότι εφόσον η αυτοοργάνωση των φτωχών θεωρείται πλέον ως ένα από τα βασικά στοιχεία στις προσπάθειες διεξόδου τους από την παγίδα της φτώχειας, τότε η δημιουργία συνεταιρισμών, που είναι και ένα δοκιμασμένο από παλιά μέσο, συνιστά μια πολύ αποτελεσματική δράση προς αυτή την κατεύθυνση[44].
Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν τους συνεταιρισμούς κατάλληλο όπλο στην καταπολέμηση της φτώχειας; Πρώτον, οι συνεταιρισμοί διαθέτουν την δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματα των μελών τους. Δεύτερον μειώνουν τους κινδύνους που διατρέχουν τα μέλη τους, αφού αυτοί διαχέονται στο σύνολο των μελών. Τρίτον, προσφέρουν την δυνατότητα στα άτομα να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνία των πολιτών[45]. Τέταρτον δημιουργούν ευκαιρίες απασχόλησης σε αυτούς που διαθέτουν δεξιότητες αλλά όχι ιδιαίτερα κεφάλαια. Τέλος, πέμπτον, στο βαθμό που δραστηριοποιούνται σε τοπικό επίπεδο διαθέτουν την δυνατότητα κινητοποίησης των τοπικών φορέων[46].
Οι συνεταιρισμοί διακρίνονται για την ευαισθησία τους για τον δημοκρατικό έλεγχο της λειτουργίας τους, για την ισότιμη συμμετοχή στην οικονομική τους λειτουργία όλων των μελών, και για την επιθυμία όλων όσων συμμετέχουν να μοιράζονται τις ευθύνες αλλά και τα οφέλη με τα υπόλοιπα μέλη.
Οι συνεταιρισμοί αποτελούν επιχειρήσεις όπου η ηθική διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και γι’ αυτό, για την ορθή ανάπτυξή τους, έχουν μεγάλη σημασία τόσο οι σχέσεις μεταξύ των μελών όσο και η σχέση του συνεταιρισμού με το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον (κράτος).
Για να αποδώσουν το μέγιστο που μπορούν να προσφέρουν, οι συνεταιρισμοί θα πρέπει να δημιουργούνται γύρω από μια σημαντική οικονομική δραστηριότητα, θα πρέπει να κινητοποιούν πόρους των μελών τους ή της τοπικής κοινότητας παρά να βασίζονται σε δάνεια, θα πρέπει να αποδίδουν την μέγιστη σημασία στην συνεχή κατάρτιση των μελών τους τόσο αναφορικά με την δραστηριότητα επί της οποίας δραστηριοποιούνται όσο και αναφορικά με ζητήματα επιχειρηματικότητας εν γένει, και φυσικά το κράτος θα πρέπει να δημιουργεί ένα ενθαρρυντικό περιβάλλον[47].
Ωστόσο, από εδώ ξεκινούν και πολλά προβλήματα που παρουσιάζουν οι συνεταιρισμοί αναφορικά με τον στόχο της καταπολέμησης της φτώχειας. Κατ’ αρχάς, το ίδιο το κράτος μπορεί να τους χρησιμοποιήσει ως εργαλεία της πολιτικής του, υπονομεύοντας έτσι την αυτονομία τους. Η ανάπτυξή τους οδηγεί πολλές φορές στο να αναληφθούν οι διαχειριστικές και άλλες ουσιαστικές λειτουργίες από άτομα πέρα από τα μέλη τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται μακροπρόθεσμα. (Είναι ίσως ενδιαφέρον ότι και τα δύο αυτά στοιχεία αποτελούν μια διάσταση της παθογένειας των συνεταιρισμών καις την χώρα μας). Τα παραπάνω, μαζί με την πιθανή απάθεια των μελών τους για τα ωφελήματα που η διεύρυνσή τους με άλλα ενδεχόμενα μέλη μπορεί να συνεπάγεται, έχουν ως αποτέλεσμα την υπονόμευση της δημοκρατικής δομής τους και συνεπώς την απομάκρυνσή τους από τους σκοπούς τους.
Οι συνεταιρισμοί λειτουργούν καλύτερα όταν οι άνθρωποι διαθέτουν ήδη κάποιο «ανθρώπινο κεφάλαιο», κάποιους πόρους τους οποίους μπορούν να μοιραστούν με άλλους. Ωστόσο οι φτωχοί χαρακτηρίζονται από την έλλειψη τέτοιων πόρων. Η ΔΟΕ επισημαίνει ότι οι συνεταιρισμοί αποτελούν ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέτρα οργάνωσης των φτωχών για την προώθηση των συμφερόντων τους, της αλληλεγγύης, της αμοιβαίας βοήθειας. Ωστόσο, στις μελέτες που παραθέτει, δεν γίνεται σαφές πώς είναι δυνατόν άνθρωποι χωρίς ανθρώπινο κεφάλαιο να συνασπιστούν για να κάνουν κάτι. Τα παραδείγματα συνεταιρισμών με άμεση σχέση για την καταπολέμηση της φτώχειας στον ανεπτυγμένο κόσμο, παραδείγματος χάριν, έχουν να κάνουν με συνεταιρισμούς ενοικιαστών, συνεταιρισμούς τροφίμων, πιστωτικούς συνεταιρισμούς, κέντρα υγείας. Πρόκειται, με άλλα λόγια, κυρίως για καταναλωτικούς συνεταιρισμούς. Στα παραδείγματα που παρατίθενται από τον αναπτυσσόμενο κόσμο υπάρχει πάντα κάποιο ελάχιστο κεφάλαιο –χρηματικό ή άλλο- το οποίο μετά από κατάλληλες οργανωτικές προσπάθειες, αποδίδει. Για μια ακόμα φορά ωστόσο, οι «ακραίοι φτωχοί» είναι δύσκολο να συμμετέχουν σε τέτοια προγράμματα[48].
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Βλέπουμε ότι οι εξελίξεις στην σύγχρονη οικονομία, ξαναφέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη για τοπικές δράσεις. Η παγκοσμιοποίηση, με την υπερσυγκέντρωση των πόρων, των κεφαλαίων και γενικότερα, της οικονομικής δραστηριότητας σε κεντρικούς κόμβους-πόλεις, με την υπονόμευση του εθνικού κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας, δημιουργεί εντονότατες ανάγκες για παρεμβάσεις κοινωνικής πολιτικής στο τοπικό επίπεδο. Οι πολιτικές που προτείνονται βλέπουμε ότι πόρω απέχουν από αυτό που θα αποκαλούσαμε κλασσικά μέτρα κοινωνικής πολιτικής. Αυτό ωστόσο περιορίζει και την αποτελεσματικότητά τους αφού όλες οι μελέτες, ακόμα και των οργανισμών που τις προτείνουν, καταδεικνύουν το περιορισμένο εύρος της αποτελεσματικότητάς τους.
Αυτό ωστόσο δεν αναιρεί το γεγονός ότι η καλλιέργεια τέτοιων μέσων πολιτικής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εντείνει την κοινωνική αλληλεγγύη, να αντιμετωπιστούν, έστω και πρόσκαιρα, φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού, φτώχειας αλλά και ανεργίας.
Τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σίγουρα δεν αποτελούν λύση του προβλήματος. Μπορούν ωστόσο να αποτελέσουν έμπνευση για κοινωνικούς πειραματισμούς, που στόχο θα έχουν να καλλιεργήσουν το ανθρώπινο κεφάλαιο και την δημιουργικότητα των ανθρώπων σε τοπικό επίπεδο. Που θα προωθήσουν μέτρα για μια πιο δημοκρατική και ισότιμη συμμετοχή όλων στην ανάπτυξη. Που θα φέρουν στο προσκήνιο τις δράσεις της κοινωνίας των πολιτών. Φυσικά, ο ρόλος του κράτους ήταν, είναι και παραμένει αποφασιστικός, τόσο στην διατήρηση όσο και στην συνολικότερη διαχείριση αυτών των πολιτικών.
[1] Βλέπε Dani Rodrik, Has Globalization Gone Too Far?, Institute For International Economics, Washington DC , Μάρτιος 1997, σελ.1.
[2] Βλέπε Ajit K. Ghose, Jobs and incomes in a globalizing world, International Labour Office, Geneva , 2003, σελ. 5.
[3] World Commission on the Social Dimension of Globalization, A Fair Globalization: Creating opportunities for all, International Labour Organization, Γενεύη, 2004, σελ. 24-49.
[4] Δύο πολύ σημαντικά βιβλία για την δράση των νεοφιλελεύθερων οργανισμών της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι Joseph E. Stiglitz, Η μεγάλη αυταπάτη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2003. Βλέπε επίσης Ζαν Ζιγκλέρ, Η ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες, Σύγχρονοι Ορίζοντες, Αθήνα, 2004.
[5] Βλέπε World Bank, Globalization, Growth, and Poverty: Building an inclusive world economy, A World Bank Policy Research Report, World Bank, 2002.
[6] Βλέπε Report of the Director General on the World Commission on the Social Dimension of Globalization, A fair globalization, the role of ILO, International Labour Organization, Γενεύη, 2004.
[7] Βλέπε World Bank, World Development Report 2002/2001: Attacking poverty, Oxford University Press, 2000, σελ. 27.
[10] Βλέπε World Bank, Social Protection Sector Strategy: From Safety Net to Springboard: Social Protection, Labor Markets, Pensions, Social Assistance, 2000, σελ. 26.
[12] Βλέπε ILO, World Labour Review, Income security and social protection in a changing world, International Labour Office, Γενεύη, 2000, σελ. 90.
[14] Βλέπε David D. Dror και Christian Jacquier, «Micro-insurance: Extending Health Insurance to the Excluded», International Social Security Review, vol. 52, 1/99, 1999.
[16] Βλέπε World Bank, Social Safety Nets, όπ.παρ.. Επίσης Subbarao, Safety Nets Programs, όπ.παρ., σελ. 69-85. Επίσης, World Development Report, σελ. 155, 156.
[17] Βλέπε Devereux Stephen, From Workfare to Fair Work: The Contribution of Public works and other Labour-Based Infrastructure Programmes to Poverty Alleviation, International Labour Office, Recovery and Reconstruction Department, Issues in Employment and Poverty, Discussion Paper 5, Γενεύη, 2002, σελ v-vi και 2.
[18] Βλέπε ILO, Employment Intensive Programme, http://www.ilo.org/public/english/ comp/poverty/projects/1998/emp-int.htm.
[20] Βλέπε Deepa Narayan και Katrina Ebbe, Design of Social Funds: Participation, Demand Orientation, and Local Organizational Capacity, World Bank Discussion Paper No. 375, The World Bank, 1997, σελ. 2.
[21] Βλέπε Steen Lau Jorgensen και Julie Van Domelen, Helping the Poor Manage Risk Better: The Role of Social Funds, εργασία που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο για την Κοινωνική Προστασία και την Φτώχεια που διοργανώθηκε από την IADB, 4 και 5 Φεβρουαρίου 1999.
[22] Βλέπε Philippe Garnier και Mark van Imschoot, Social Funds: Lessons for a new future, International Labour Organization, Γενεύη, 2003, σελ. 21-22.
[25] Βλέπε World Bank, The World Bank and Social Funds, http://wbln0018.worldbank.org/ HDNet/HDdocs.nsf/social+funds/37f283c2c782f76d8525688e00813c44?OpenDocument.
[26] Είναι ενδιαφέρον εδώ να δούμε ότι ενώ στο Social Protection Sector Strategy Paper αναφέρεται ότι «αναφορικά με την επικέντρωση και της διατήρηση της επίδρασης των δράσεών τους τα κοινωνικά ταμεία τα κοινωνικά ταμεία τα πάνε καλά» (σελ. 36), στη World Development Report, υπάρχει μια διαφορετική διαπίστωση: «Το ιστορικό των ταμείων έχει καταδείξει μικτά αποτελέσματα σήμερα αναφορικά με την ικανότητα διατήρησης και τον περιορισμό της φτώχειας» (σελ. 155). Στην ιστοσελίδα της Τράπεζας που αναφέραμε αναφέρεται ότι «η ικανότητα επηρεασμού των κοινωνικών ταμείων είναι πιθανόν να μην φθάνει μέχρι τους πολύ φτωχούς». Παρόμοια είναι και τα συμπεράσματα των Jorgensen/Domelen.
[27] Βλέπε αντίστοιχη ιστοσελίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας.
[30] Βλέπε αντίστοιχη ιστοσελίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας.
[32] Βλέπε Paul B. Siegel, Jeffrey Alwang, Sudharshan Canagarajah, Viewing Microinsurance as a Social Risk Management Instrument, The World Bank, 2001, σελ. 4.
[33] Όπ.παρ. σελ. 7.
[34] Όπ.παρ. σελ. 18.
[36] Βλέπε World Bank, Dynamic Risk Management and the Poor: developing a social protection strategy for Africa, Draft, Human Development Group, Africa Region, The World Bank, 2000, σελ. 45.
[38] Βλέπε ILO, Poverty Alleviation and Microfinance, http://www.ilo.org/public/english/comp/poverty/ business/micr-fin.htm.
[39] Βλέπε S. Tilakartna, Credit schemes for the rural poor: Some conclusions and lessons from practice, Issues in Development, Discussion Paper/9, International Labour Office, Γενεύη, 1996, σελ. 9.
[43] Βλέπε την αντίστοιχη ανάλυση στην περίπτωση της Παγκόσμιας Τράπεζας.
[44] Βλέπε ILO, Report of the Director General, Working out of poverty, International Labour Conference, 91st Session 2003, ILO, Γενεύη, 2003, σελ. 50.
[45] Βλέπε Johnston Birchall, Rediscovering the cooperative advantage: Poverty reduction through self-help, Cooperative Branch, ILO, Γενεύη, 2003, σελ. ix.
[48] Για παράθεση παραδειγμάτων βλέπε Birchall, όπ.παρ., σελ. 7-9, 31-62. Επίσης ILO, Working out of poverty, όπ.παρ., σελ.52.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.