Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

ΝΕΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ, Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

 

Περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, Τεύχος 21, Β Εξάμηνο 2020

 

Οι νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες

Οι αναλύσεις που διέπουν τον ελληνικό τύπο, αναφορικά με τις εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο, σταματούν, το πολύ, στη Λιβύη. Το γεγονός αυτό είναι από μόνο του θετικό, στο βαθμό που οι προηγούμενες αναλύσεις κάλυπταν το πολύ μέχρι τις παραλίες της Μυκόνου. Ωστόσο, οι εξελίξεις στην περιοχή είναι ραγδαίες και, ιδιαίτερα μετά το 2017 και την συνεχή αύξηση της επιθετικότητας –στρατιωτικής και άλλης– της Τουρκίας στην περιοχή έως και το Κέρας της Αφρικής, η Ελληνική διπλωματία και στρατηγική είναι υποχρεωμένη πλέον να παρεμβαίνει σε ένα τόξο που ξεκινά από την Θράκη έως τον Κόλπο του Άντεν, από τον Περσικό Κόλπο έως την Τρίπολη και από το Ναγκόρνο-Κάραμπαχ, το Ντιγιαρμπακίρ έως το Καστελόριζο.

Όπως είναι γνωστό, στις στρατηγικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα, σημασία δεν έχει μόνον τι πιστεύεις εσύ, αλλά και τι πιστεύουν οι άλλοι ότι πράττεις.  Έτσι, σήμερα, σε μια σειρά από αναλύσεις στα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά και σε σειρά αναλύσεων σε δεξαμενές σκέψης που εστιάζουν στην Μέση Ανατολή και την Αφρική, μια νέα συμμαχία θεωρείται πλέον ως δρων υποκείμενο. Ανεξάρτητα από το προς το πού πρόσκειται το εκάστοτε μέσο, η σκοπιά ανάλυσης είναι δεδομένη: έχει δημιουργηθεί ένα νέο στρατηγικό μέτωπο, που σταδιακά καθίσταται όλο και πιο ενιαίο, με την έννοια ότι πλέον συντονίζει, ή καλείται να συντονίσει τις δράσεις του σε όλη την περιοχή από το Βαλκάνια έως την Σομαλία. Το μέτωπο αυτό έχει να αντιμετωπίσει ένα άλλο μέτωπο, με το οποίο και αυτό τείνει να γίνει ενιαίο. Οι δυνάμεις που αντιτίθενται σε αυτά τα δύο μέτωπα αρχίζουν σιγά-σιγά να συντάσσονται: από τη μια, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Κύπρος, η Ελλάδα και η Γαλλία. Από την άλλη, η Τουρκία και το Κάταρ. Κάποιοι αναλυτές εντάσσουν στο πρώτο μπλοκ, το Μπαχρέιν και το Ομάν, ενώ στο δεύτερο εντάσσονται και οι υποστηριζόμενες από την Τουρκία και το Ιράν δυνάμεις σε Λίβανο, Συρία, Γάζα και Υεμένη. Εννοείται ότι σε καμμιά περίπτωση δεν πρέπει να παραβλέπονται και οι λοιποί «παίκτες» της περιοχής, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσσία, και η Κίνα, αλλά, σε τελική ανάλυση, οι βασικοί δρώντες, ιδιαιτέρως τώρα που οι ΗΠΑ έχουν αποσυρθεί ως κύριοι παίκτες στην περιοχή, είναι αυτά τα δύο μέτωπα.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα για τον παραπάνω προβληματισμό. Σε ένα πρόσφατο άρθρο της, η Jerusalem Post, αναρωτιόταν για το ποιες θα πρέπει να είναι οι δράσεις της «Συμμαχίας» αναφορικά με τη Χώρα της Σομαλίας[1]. Αυτός είναι ο προβληματισμός που θα πρέπει να διέπει το σύνολο των πολιτικών ελίτ της χώρας σήμερα, εάν πράγματι θέλουμε να υπάρχει μέλλον γι’ αυτό τον τόπο. Η αντιπαράθεση με τους γείτονες, έχει ξεπεράσει πλέον τα στενά όρια του Αιγαίου και περνάει μέσα από τη Συρία, το Ιράκ, τον Κόλπο του Άντεν και την Ερυθρά Θάλασσα, τη Λιβύη και τη Σομαλία. Συνεπώς η Ελλάδα θα πρέπει να προετοιμάζεται και να δρα σε όλες αυτές τις περιοχές.

Μία άλλη παρατήρηση για τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε αυτή την περιοχή έχει να κάνει με τον περιορισμό του ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών υπό την ηγεσία του Τραμπ. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι παρατηρείται ιδιαίτερη κλιμάκωση όλων των εμπλεκομένων στα τεκταινόμενα της περιοχής, ιδιαίτερα μετά το 2017.

 

Οι αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας: από τον καλοκάγαθο Οθωμανό στον μοχθηρό σουλτάνο

 

Σε γενικές γραμμές μπορούν να διακριθούν τρεις περίοδοι αναφορικά με την μέθοδο των παρεμβάσεων της Τουρκίας σε όλο αυτό το τόξο. Η αρχική περίοδος, που ξεκινά περίπου στο 2003, χαρακτηρίζεται από αυτό που ονομάζεται δράσεις «μαλακής ισχύος». Η φάση αυτή θα διαρκέσει έως σήμερα, ωστόσο, το 2011 αποτελεί μια τομή στην εξωτερική πολιτικής της Τουρκίας αφού τότε, με βάση το όχημα των Αδελφών Μουσουλμάνων Αδελφότητας και του ρόλου των τελευταίων στην μετά την Αραβική Άνοιξη εποχή, οι τουρκικές ελίτ θεώρησαν ότι τους ανοίγεται ο δρόμος για την οικοδόμηση του νεοοθωμανικού τους σχεδίου για την επικράτηση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και Αφρικής. Η ανατροπή του Μόρσι στην Αίγυπτο, η διατήρηση του Άσσαντ στην εξουσία στην Συρία, η συσπείρωση των λοιπών αραβικών καθεστώτων όπως των Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας, οδήγησαν στην τρίτη, ιμπεριαλιστική-επεκτατική-στρατιωτική φάση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, μιας φάσης όπου τα στρατιωτικά μέσα και η κατοχή ξένων εδαφών διαδραματίζει πλέον όλο και σημαντικότερο ρόλο. Η Λιβύη, η Συρία, το Ιράκ και το Αιγαίο είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της νέας φάσης. Όπως χαρακτηριστική είναι η επιστράτευση τζιχαστών πάσης φύσεως –του ISIS συμπεριλαμβανομένου- ως μισθοφορικά στρατεύματα που δρουν σε διάφορα μέτωπα. Την φάση αυτή ενισχύει και η πανδημία του κορωνοϊού, αφού για την Τουρκία εξασθενίζει υπέρμετρα το όπλο της οικονομικής επέκτασης και, συνεπώς, ο στρατιωτικός ρόλος γίνεται όλο και πιο σημαντικός ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, αλλά και ως εργαλείο για την διατήρηση των οικονομικών της σχεδίων. Η αδυναμία της στο οικονομικό πεδίο φαίνεται στο γεγονός ότι την πολιτική της επέκτασης μέσω οικονομικών μέσων, στηρίζει όλο και πιο πολύ το Κατάρ, το οποίο μάλιστα στηρίζει αποφασιστικά ως χρηματοδότης την ίδια την οικονομία της Τουρκίας. Η στρατιωτική φάση της Τουρκικής πολιτικής είναι συνεπώς και ένα εργαλείο οικονομικής πολιτικής, αφού μέσω της στρατιωτικής ισχύος προσπαθεί να ενισχύσει τα οικονομικά της οφέλη.

Αναφορικά με την Αφρική, οι ρίζες της πολιτικής χρονολογούνται από το 2003 όταν υιοθετήθηκε το πρόγραμμα «Στρατηγική για την Ενίσχυση των Οικονομικών και Εμπορικών Σχέσεων με την Αφρική». Το 2005, ανακηρύχθηκε σε έτος Αφρικής.

Η Τουρκία θεωρεί ως συμφέρον της την ενδυνάμωση των οικονομικών σχέσεων, την σταθεροποίηση της πολιτικής της επιρροής και την προώθηση της δικής της εκδοχής του Ισλάμ στην Αφρική. Σημαντική παράμετρος αποτελεί το γεγονός ότι θεωρεί ότι έτσι υλοποιεί την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα μέσα που διαθέτει για αυτό είναι διάφορα. Για παράδειγμα, ένα μέσο είναι η πυρετώδης διπλωματική δραστηριότητα, με την Τουρκία να διαθέτει πάνω από 40 πρεσβείες στην περιοχή και ο Ερντογάν να έχει επισκεφθεί τις περισσότερες φορές από κάθε άλλο ηγέτη την Αφρική. Επίσης, οι Τούρκικες αερογραμμές από 4 πτήσεις που είχαν παλιά για ην Αφρική, τώρα έχουν φτάσει τις 60. Άλλα μέσα που διαθέτει η Τουρκία είναι η ξένη βοήθεια και οι άμεσες επενδύσεις σε διάφορες χώρες της Αφρικής. Επιπλέον, η Τουρκία εμφανίζεται ως ο μεγάλος δωρητής αφού σε διάφορες χώρες προχωρά στην κατασκευή σχολείων και, φυσικά, τζαμιών. Στον τομέα των υποτροφιών, υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 4.500 είναι οι σπουδαστές που έχουν επωφεληθεί και έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στην Τουρκία. Τέλος, και πιο σημαντικό, η υποστήριξη προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι Σουδάν και Σομαλία, χώρες στις οποίες η Τουρκία έχει μεγάλη κινητικότητα, κυβερνώνταν από ισλαμικά κόμματα με συγγενή προς την Μουσουλμανική Αδελφότητα ιδεολογία.

Η Τουρκία έχει στρατιωτικό αποτύπωμα σε τρία μέλη του Αραβικού Συνδέσμου. Αυτά είναι το Κατάρ, η Σομαλία και το Σουδάν.

Στο Σουδάν, δύο ήταν οι παράγοντες που βοήθησαν στην διείσδυση της Τουρκίας στη χώρα. Πρώτον, οι διαταραγμένες σχέσεις του Σουδάν με τη Δύση και η σχέση του προηγούμενου καθεστώτος –που ανετράπη το 2019- με την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Ο Ερντογάν μάλιστα είχε αναπτύξει ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις με τον Όμαρ Αλ Μπάσιρ, τον προηγούμενο ηγέτη της χώρας. Η χώρα έχει παρελθόν με επιρροές από τους Οθωμανούς, γεγονός που ο Ερντογάν το καλλιέργησε παρουσιάζοντας την Τουρκία ως μια εναλλακτική δύναμη ισχύος απέναντι στην ηθικά παρηκμασμένη Δύση.

Η Τουρκία απέκτησε ιδιαίτερες σχέσεις με το Σουδάν παραβιάζοντας τις κυρώσεις που είχαν επιβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτό και στέλνοντας βοήθεια. Στην προσπάθειά της αυτή, ευθυγραμμίστηκε πολιτικά με το Κατάρ. Γι’ αυτό άλλωστε και η σύσφιξη των σχέσεων Σουδάν και Τουρκίας, συνοδεύτηκε με σειρά επενδύσεων και από την πλευρά του Κάταρ (από το 2017 και εντεύθεν). Η Τουρκία προχώρησε σε επενδύσεις στον αγροτικό τομέα, ενώ κατάφερε να διασφαλίσει και ένα συμβόλαιο για την ανάπτυξη του νέου αεροδρομίου του Χαρτούμ. Προσπάθειες έχουν καταβληθεί και για την ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών, το οποίο φυσικά κατά 90% συνίσταται σε εξαγωγές της Τουρκίας προς το Σουδάν.

Μια άλλη κίνηση της Τουρκίας στην περιοχή έχει να κάνει με την νήσο Σουακίν. Η κίνηση αυτή είναι και συμβολική, αφού παραπέμπει άμεσα στο οθωμανικό παρελθόν, αλλά και πρακτική. Η Τουρκία, με την προηγούμενη κυβέρνηση του Σουδάν, είχε συμφωνήσει για ένα πομπώδες σχέδιο που θα μετέτρεπε υποτίθεται το νησί σε στρατιωτική βάση, πολιτικό και στρατιωτικό λιμάνι και τουριστική θέρετρο. Με το τελευταίο ήλπιζε να προσελκύσει μερίδιο από τα εκατομμύρια προσκυνητών στη Μέκκα. Τόσο όμως η Σαουδική Αραβία, όσο και η Αίγυπτος δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι αυτές τις κινήσεις. Και αυτό γιατί με την κίνηση αυτή Τουρκία και Κατάρ θα είχαν στρατό πολύ κοντά σε μια χώρα που αντιτίθεται στη Μουσουλμανική Αδελφότητα και θα έλεγχαν την ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα. Ήλπιζαν επίσης να αποσπάσουν μέρος από τις βοηθητικές υπηρεσίες προς την ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα και να αντικαταστήσουν εν μέρει τις παροχές που Αίγυπτος και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν στις εγκαταστάσεις τους. Η Αίγυπτος, που έχει με το Σουδάν αντιπαραθέσεις για τα σύνορα, βρίσκεται σε δύσκολη θέση, γιατί από την άλλη επιθυμεί το Σουδάν ως σύμμαχο στην αντιπαράθεσή της με την Αιθιοπία για τα νερά του Νείλου.

Η ανατροπή της κυβέρνησης του Σουδάν από τον στρατό πέρυσι, είχε ως αποτέλεσμα το πάγωμα όλων αυτών των σχεδίων, γεγονός που κατέδειξε την επισφάλεια όλων αυτών των μεγαλεπήβολων τουρκικών σχεδίων. Άλλωστε, η Τουρκία δεν διέθετε τις οικονομικέ δυνατότητες για την υλοποίησή τους, Γι’ αυτό, και σε αυτή την περίπτωση, καταλυτική ήταν η επέμβαση του Κατάρ. Αναφορικά με τα σχέδια για τη νήσο Σουακίν αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το Κάταρ θα επένδυε 4 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η Τουρκία 650 εκατομμύρια δολάρια.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι προσπάθειες της Τουρκίας να ιδρύσει μια στρατιωτική βάση στην περιοχή θα συνεχίσει να εγείρει την μήνυν των άλλων περιφερειακών κρατών. Για παράδειγμα ο πρόεδρος της Ερυθραίας Ισαΐας Αφουέρκι έχει ασκήσει οξεία κριτική στην πιθανότητα να επιτραπεί στην Τουρκία να έχει στρατιωτική παρουσία στη νήσο Σουακίν. Επισήμανε ότι τέτοιες ενέργειες είναι απαράδεκτες και δεν συνεισφέρουν στην σταθερότητα στην περιοχή, αφού η Τουρκία προωθούσε την ατζέντα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην περιοχή και επιθυμούσε να διευρύνει την επιρροή της.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά, τόσο η Σαουδάραβες όσο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμοράτα δεν θεωρούσαν την Τουρκία ως στρατηγικό ανταγωνιστή στο Κέρας της Αφρικής. Όλα αυτά άλλαξαν άρδην από τη στιγμή που η Τουρκία ευθυγραμμίστηκε με το Κατάρ στην αντίθεση που δημιουργήθηκε με Σαουδική Αραβία και Εμιράτα. Ιδιαίτερα η μεγάλη σύσφιξη των σχέσεων τους και η διεύρυνση της στρατιωτικής τους συνεργασίας, με την Τουρκία να εγκαθιστά στρατό στα μαλακό υπογάστριο των δύο παραπάνω, καθώς και οι ενέργειες της Τουρκίας που περιγράφονται και στο παρόν κείμενο, την κατέστησαν την κυρίαρχη πρόκληση στην περιοχή, πολύ περισσότερο και από το Ιράν.  

Στο Σουδάν οι εξελίξεις μετά την αλλαγή του καθεστώτος τον προηγούμενο χρόνο ήταν καταιγιστικές. Όχι μόνον όλα τα τουρκικά σχέδια πάγωσαν, αλλά η Τουρκία είδε τον μεταβατικό πρωθυπουργό της χώρας Αμπντάλα Χάμπτοκ να επισκέπτεται τον Σεπτέμβριο του 2019 το Παρίσι και να συνάπτει σημαντικές συμφωνίες με τον Μακρόν.

Η περίπτωση της Σομαλίας είναι ένα άλλο θέρετρο όπου οξύνονται οι αντιθέσεις της Τουρκίας με τα λοιπά μέλη της «Συμμαχίας». Οι επέμβαση της Τουρκίας στην χώρα έλαβε χώρα κατά την τελευταία δεκαετία, κατά κύριο λόγο. Οι εμπορικές σχέσεις της Τουρκίας με τη Σομαλία ανέρχονταν το 2019 σε 206 εκατομμύρια δολάρια (σημειώνεται ότι η Σομαλία είναι μια πολύ φτωχή χώρα). Ήδη από το 2014 η τουρκική εταιρεία Αλ Μπαϊράκ έχει αποκτήσει και διαχειρίζεται το λιμάνι του Μογκαντίσου (το 45% των εσόδων πηγαίνουν σε αυτή) για είκοσι χρόνια.

Η πρώτη μεγάλη βάση στρατιωτική βάση της Τουρκίας βρίσκεται στη Σομαλία. Η έκτασή της υπολογίζεται σε 4.000 στρέμματα. Σε αυτήν έχουν εκπαιδευτεί αρκετές χιλιάδες στρατιώτες, ενώ είναι εγκατεστημένοι εκεί 200 –κατ’ άλλους πολύ περισσότεροι- Τούρκοι αξιωματικοί.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η Σομαλία δεν συνορεύει με τον Κόλπο του Άντεν. Το μέρος της Σομαλίας που «βλέπει» τον Κόλπο και έχει στρατηγική θέση είναι η Χώρα της Σομαλίας, μια περιφέρεια βασικά της Σομαλίας, η οποία ωστόσο απολαμβάνει καθεστώς μεγάλης αυτονομίας. Η Τουρκία πιέζει πολιτικά για να αλλάξει αυτό, πράγμα που την φέρνει σε άμεση αντίθεση με τα Εμιράτα τα οποία έχουν μεγάλα συμφέροντα στη Χώρα της Σομαλίας.

Γενικότερα, το Κέρας της Αφρικής, αποτελεί μια κρίσιμη περιοχή αντιπαράθεσης μεταξύ διαφόρων δυνάμεων, παγκοσμίων και περιφερειακών, λόγω της στρατηγικής του σημασίας.  Στο Κέρας και την ευρύτερη περιοχή, αντιπαρατίθενται οι ΗΠΑ και η Κίνα, δραστηριοποιείται η Σαουδική Αραβία ενάντια στο Ιράν, η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ εναντίον της Τουρκίας και του Κάταρ, η Αίγυπτος, που παλεύει με νύχια και δόντια για τα νερά του Νείλου κυρίως στην δεκαετή πλέον αντιπαράθεσή της με την Αιθιοπία αλλά και την διασφάλιση δικαιωμάτων στη ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα. Στην ακτογραμμή της Ερυθράς Θάλασσας έως και την Σομαλία, Τουρκία, Κάταρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Αιθιοπία ανταγωνίζονται για τα λιμάνια.

Για παράδειγμα, στο μικρό Τζιμπουτί, Γαλλία, Κίνα, Ιαπωνία, ΗΠΑ και πρόσφατα Σαουδική Αραβία έχουν βάσεις! Υπολογίζεται ότι τα έσοδα της χώρας από τα «ενοίκια» που λαμβάνει από τις βάσεις ανέρχονται ετησίως στα 300 εκατομμύρια δολάρια.

Στη Σομαλία, η Τουρκία έχει έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ιδιαιτέρως για το ζήτημα της Χώρας της Σομαλίας. Η Χώρα της Σομαλίας είναι μια περιφέρεια της Σομαλίας, η οποία απολαμβάνει ενός ιδιαίτερου καθεστώτος αυτονομίας και η οποία λόγω της στρατηγικής της θέσης αποτελεί το μήλον της έριδος. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν διαμορφώσει μια βάση στην περιοχή. Συγκεκριμένα, το λιμάνι της Μπέρμπερα, είναι ένα στρατηγικής σημασίας σημείο, αφού βρίσκεται στην είσοδο του Κόλπου του Άντεν. Το λιμάνι δόθηκε προς εκμετάλλευση στα ΗΑΕ για μια τριακονταετία. Το λιμάνι αποτελεί επίσης στρατηγικό εμπορικό κόμβο, αφού εξυπηρετεί περίκλειστες χώρες όπως η Αιθιοπία. Σημειώνεται ότι η Χώρα της Σομαλίας είναι από τις περιοχές που χαιρέτησαν την πρόσφατη συμφωνία Εμιράτων-Ισραήλ. 

Στην προσπάθεια Σαουδικής Αραβίας και ΗΑΕ να διαμορφώσουν μια νέα κατάσταση στην περιοχή, η Σαουδική Αραβία προχώρησε στη δημιουργία του Συμβουλίου των Αραβικών και Αφρικανικών κρατών που συνορεύουν με την Ερυθρά Θάλασσα και το Κόλπο του Άντεν. Το γεγονός αυτό έχει ανησυχήσει ιδιαιτέρως την Τουρκία που εξέφρασε επανειλημμένως τις αμφιβολίες της για το ρόλο αυτού του Συμβουλίου.

Αναφορικά με την περιοχή του Μάγρεμπ, η Τουρκία την θεωρεί ως την πύλη/είσοδο στην Αφρικανική αγορά. Επιπρόσθετα με τη Λιβύη, όπου πέραν της παράνομης ναυτικής συμφωνίας, η Τουρκία επενδύει στρατιωτικά σε μεγάλο βαθμό, καλλιεργεί τις σχέσεις και με τρεις άλλες χώρες, την Τυνησία, την Αλγερία κατά κύριο λόγο και το Μαρόκο σε μικρότερο βαθμό.

Στην Αλγερία, η Τουρκία χρησιμοποιεί μια σειρά από μεθόδους ήπιας ισχύος, όπως για παράδειγμα η αποκατάσταση του τζαμιού Κετσάουα. Μια κίνηση που βασικό στόχο είχε να θυμίσει ότι η περιοχή ήταν κάποτε οθωμανική επαρχία.  Την κίνηση αυτή ακολούθησαν πολλές άλλες με την τελευταία να αφορά σε προμήθεια υγειονομικού υλικού για την καταπολέμηση του κορωνοϊού.

Η Άγκυρα θέλει να παρουσιάζεται ως ο φιλεύσπλαχνος φίλος. Ο Ερντογάν έχει κάνει τέσσερεις επισκέψεις στην χώρα, με την πρώτη να λαμβάνει χώρα το 2006 και την τελευταία εντός του 2020. Το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών ανέρχεται σε 4 δισεκατομμύρια δολάρια περίπου. Η Αλγερία είναι η δεύτερη χώρα, μετά την Αίγυπτο, στις εμπορικές σχέσεις της Τουρκίας.  Υπάρχουν περίπου 800 τουρκικές εταιρείες στη χώρα, οι οποίες απασχολούν 28.000 εργαζόμενους. Εάν μάλιστα εξαιρεθεί ο τομέας των υδρογονανθράκων, η Τουρκία αποτελεί το μεγαλύτερο ξένο επενδυτή στη χώρα. Μεταξύ των επενδυτών είναι και ο Φουάτ Τοσιάλι, που δραστηριοποιείται στο τομέα της χαλυβουργίας και είναι γνωστός για τις στενές του σχέσεις με τον Ερντογάν.

Η Αλγερία αποτελεί τον 4ο μεγαλύτερο προμηθευτή της Τουρκίας σε φυσικό αέριο, ενώ παράλληλα διευρύνει τις αγορές της σε πολεμικό υλικό από αυτήν.

Είναι ωστόσο ενδιαφέρον, ότι στις επισκέψεις του στην Αλγερία, ο Ερντογάν δεν έχει παραβλέψει να ψέξει την Γαλλία για το …αποικιακό της παρελθόν (προφανώς οι Οθωμανοί ήταν…αυτόχθονες και όχι αποικιοκράτες όταν κατείχαν την χώρα). Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει αμηχανία στην κυβέρνηση της Αλγερίας. Ένα άλλο σημείο τριβής είναι το γεγονός ότι η Αλγερία έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ του Άσσαντ στη Συρία.

Η Αφρικάνικη πολιτική της Άγκυρας, την τελευταία δεκαετία πιο έντονα, καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την προοπτική του οικονομικού οφέλους και ενδυνάμωσης του πολιτικού της κύρους στο διεθνές σκηνικό. Ενώ, πράγματι, η οικονομική δυναμική της Αφρικής αποτελεί κινητήρια δύναμη για τις παρεμβάσεις της Τουρκίας στην Αφρική, δεν αποτελεί ωστόσο την μοναδική εξήγηση. Τούτο, γιατί σε γενικές γραμμές οι εξαγωγές της προς τις χώρες εκεί παρουσιάζουν στασιμότητα και οι περισσότερες προσπάθειες για επενδύσεις επικεντρώνονται στη Βόρεια Αφρική. Τόσο η υποβάθμιση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και οι εντονότερες αντιπαραθέσεις της με άλλες δυνάμεις στην Μέση Ανατολή, την έχουν οδηγήσει στο να αναβαθμίσει τις προσπάθειες της στην Αφρική. Το γεγονός επίσης ότι στην Αφρική κατοικεί το 16% του παγκόσμιου μουσουλμανικού πληθυσμού, και ο πόθος της Άγκυρας να καταστεί ο ηγέτης του παγκόσμιου μουσουλμανικού πληθυσμού είναι ένα άλλο στοιχείο που κινητοποιεί τη δραστηριότητά της στην περιοχή.  

Οι πολιτικές της την φέρνουν σε σφοδρή σύγκρουση με άλλες δυνάμεις, όπως τα Εμιράτα, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Για παράδειγμα, η σύγκρουση με τη Σαουδική Αραβία είναι στρατηγικού χαρακτήρα αφού για την τελευταία η ιδεολογική ηγεμονία στον ισλαμικό κόσμο, και έως σήμερα και το πετρέλαιο, αποτελούσαν ένα από τα δύο βασικά στηρίγματα της ύπαρξής της. Για παρόμοιους λόγους είναι σφοδρή και η σύγκρουση με την Αίγυπτο.

Θα πρέπει εξ αρχής να σημειωθεί ότι η Αίγυπτος επηρεάζεται πολιτικά από την Σαουδική Αραβία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι εξαρτάται απόλυτα από αυτήν. Ασφαλώς, τόσο η Σαουδική Αραβία όσοι και οι λοιπές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής εκτιμούν το γεγονός ότι η Αίγυπτος διαθέτει τον μεγαλύτερο και, πιθανά, τον πιο αξιόμαχο, στρατό στον Αραβικό κόσμο. Γι’ αυτό και η στήριξή τους προς τον την Αίγυπτο από το 2013 και εντεύθεν είναι ισχυρή.

Η επιρροή της Αιγύπτου, βέβαια, έχει να κάνει και με τον πολιτισμό και με την θρησκευτική επιρροή. Για δεκαετίες η Αίγυπτος αποτελούσε το κέντρο παραγωγής ταινιών στην Μέση Ανατολή αλλά και μουσικής. Στον θρησκευτικό τομέα το Αλ Άζχαρ αποτελεί ένα από σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα στον μουσουλμανικό κόσμο. Ενώ και στον οικονομικό τομέα, η Αίγυπτος, με όλα τα προβλήματά της, αποτελεί ένα από τα οικονομικά κέντρα της Μέσης Ανατολής.

Η στάση της Αιγύπτου είναι λίγο πιο διαφοροποιημένη απ’ ό,τι θα ήθελε η Σαουδική Αραβία. Για την Αίγυπτο οι πολιτικές προτεραιότητες είναι η εξάλειψη της απειλής των Αδελφών Μουσουλμάνων και άλλων ακραίων ισλαμιστικών τάσεων όπως το Ντάες, η υποστήριξη καθεστώτων και στρατών έτσι ώστε να αντιπαλεύουν τις τοπικές πολιτοφυλακές, άτακτους στρατούς και τρομοκρατικές ομάδες και η διατήρηση μιας εξωτερικής πολιτικής ισορροπημένης μεταξύ τόσο των ΗΠΑ και της Ρωσίας όσο και μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν.

Είναι άλλωστε γνωστό ότι ενώ παρείχε πολιτική υποστήριξη στην Σαουδική Αραβία για τον πόλεμο στην Υεμένη, η στρατιωτική της εμπλοκή παρέμεινε στο επίπεδο κάποιων πλοίων που πλέουν στον Κόλπο του Άντεν. Επίσης, το 2016, στήριξε μια πρόταση της Ρωσίας υπέρ της Συρίας, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, πράγμα που εξόργισε και πάλι την Σαουδική Αραβία. Επιπλέον, στην αντίθεση Σαουδικής Αραβίας-Ιράν, η Αίγυπτος μάλλον συμπλέει με το Ιράν, το οποίο μάλιστα θεωρεί πιο αξιόπιστο ανάχωμα στην εξάπλωση της επιρροής των Αδελφών Μουσουλμάνων και άλλων εξτρεμιστικών σουνιτικών ισλαμικών τάσεων. Ειρήσθω εν παρόδω, παρόμοια, περίπου, στάση έχουν σε αυτά τα ζητήματα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Ωστόσο, τόσο η Αίγυπτος όσο και τα Εμιράτα δεν θα πρέπει να είναι τόσο σίγουροι αναφορικά με τις σχέσεις Ιράν και Αδελφών Μουσουλμάνων. Το γεγονός ότι το Ιράν ονόμασε την Αραβική Άνοιξη ως «Ισλαμική Έγερση», μόνο τυχαίο δεν ήταν. Ήδη από το 2014, σε μια κρυφή συνάντηση που έλαβε χώρα –που αλλού;- σε ένα τουρκικό ξενοδοχείο, το Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης είχε επαφές με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Τον Δεκέμβριο του 2019, στην Κουάλα Λουμπούρ, η Τουρκία μαζί με το Κατάρ, προσπάθησαν να διοργανώσουν μια συνάντηση κορυφής ισλαμικών κρατών που θα συνιστούσε το αντίπαλον δέος στον Οργανισμό της Ισλαμικής Διάσκεψης. Μετά, ωστόσο, την οργισμένη αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας, δύο μεγάλες χώρες όπως το Πακιστάν και η Ινδονησία απέσυραν τη συμμετοχή τους  και στη σύνοδο κορυφής συμμετείχαν τελικά η Τουρκία, η Μαλαισία, το Κατάρ και το Ιράν. Άλλωστε, πρόσφατα, οι κινήσεις χειρισμού της Χαμάς από την Τουρκία ως εργαλείο και οι επαφές της τελευταίας με την Χεζμπολά δείχνουν ότι ο άξονας αυτός έχει αρχίζει να διαμορφώνεται. Επιπλέον, είναι εύκολη η αναδρομή στον πνευματικό ηγέτη των Αδελφών Μουσουλμάνων Χασάν Ελ Μπάνα, ο οποίος μιλούσε και αυτός για γεφύρωση του ρήγματος μεταξύ σιιτών και σουνιτών. Σημαντικές προσωπικότητες των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο έχουν κατά το παρελθόν στραφεί στο σιιτισμό.  Από την άλλη, το τουρκικό ισλάμ ιδιαίτερα μετά την Ιρανική Επανάσταση, έχει επηρεαστεί ιδιαιτέρως από την τελευταία. Ακόμα και πριν λίγο καιρό, μάλιστα, έχει συναφθεί «πολιτιστική» συμφωνία μεταξύ θρησκευτικών ιδρυμάτων της Τουρκίας και του Ιράν, για ανταλλαγή απόψεων και μετάφραση θρησκευτικών βιβλίων.

Αναφορικά και πάλι με την εξωτερική πολιτική της Αιγύπτου, είναι γεγονός ότι ένας από τους κεντρικούς άξονες πολιτικής της είναι η υποστήριξη κυρίαρχων αραβικών κρατών ενάντια σε μη κρατικές ομάδες (παραστρατιωτικές ομάδες, ISIS κ.λπ.). Αυτό καθορίζει τη στάση της τόσο στη Συρία και στο Ιράκ, όσο και απέναντι στην Τουρκία. Η Τουρκία υποθάλπει στην Αιγύπτιους ισλαμιστές, στηρίζοντάς τους ποικιλοτρόπως. Μάλιστα τους έχει επιτρέψει να έχουν τηλεοπτικούς σταθμούς με βάση την Κωνσταντινούπολη. Η αντίθεση Τουρκίας-Αιγύπτου υποδαυλίζεται σε διάφορες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του φράγματος που χτίζει η Αιθιοπία στο Νείλο, οι πρώτοι που προσέτρεξαν σε βοήθειά της ήταν οι Τούρκοι. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο ανταλλάχτηκαν σκληρές εκφράσεις μεταξύ του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών και του Υπουργού Υδάτων της Αιγύπτου για το ρόλο της πρώτης στην Αιθιοπία. Σημειώνεται ότι για την Αίγυπτο, οι εξελίξεις με το φράγμα της Αιθιοπίας είναι κρίσιμης σημασίας. Υπολογίζεται ότι από αυτό η Αίγυπτος, που πλέον έχει φθάσει τα 100 εκατομμύρια πληθυσμό, θα χάσει το 22% των υδάτων της και το 30% της καλλιεργήσιμης γης. Ακόμα πιο έντονη είναι  η αντιπαράθεση στη Λιβύη, όπου η Αίγυπτος απείλησε με πολεμική αντιπαράθεση εάν οι Τούρκοι μισθοφόροι που δρουν εκεί προχωρούσαν σε προσπάθεια κατάληψης της Σύρτης.

Ωστόσο, η Αίγυπτος είναι ιδιαίτερα δραστήρια και στο μέτωπο της Συρίας. Έτσι, στις αρχές Σεπτεμβρίου, η  Αίγυπτος ζήτησε από την Αραβική Ένωση να διαμορφωθεί μια επιτροπή για τις «τουρκικές παρεμβάσεις στα αραβικά ζητήματα». Μάλιστα, ο Αιγύπτιος Υπουργών Εξωτερικών Σάμιχ Σούκρι αποκάλεσε την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων στη Συρία ως «κατοχή». Παράλληλα, η Αίγυπτος δραστηριοποιείται έτσι ώστε η Συρία να γίνει και πάλι δεκτή στην Αραβική Ένωση.   

 

Η εντατικοποίηση της στρατιωτικής επέκτασης: από την ήπια ισχύ στην διπλωματία των μισθοφόρων και των κανονιοφόρων

Οι εδαφικές επεκτατικές φιλοδοξίες της Τουρκίας είναι εμφανείς σε τρία μέτωπα: Το Αιγαίο, την Συρία και το Ιράκ. Ήδη δύο χώρες βιώνουν με ένταση αυτό το φαινόμενο. Η Συρία και το Ιράκ. Οι επεκτατικές παρεμβάσεις της Τουρκίας συνοδεύονται από μια ρητορική που προσδίδει έμφαση στις «αδικίες που λαμβάνουν χώρα σε αραβικές περιοχές που κάποτε αποτελούσαν μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας»: Το Άντεν, Το Χαλέπι, η Βασόρα, η Γάζα η Γκούτα, η Μοσούλη, το αποκλεισμένο Κατάρ. Πάνω σε αυτές τις «αδικίες», που ο προσεκτικός παρατηρητής έχει ήδη παρατηρήσει ότι μέσω αυτών η οθωμανική πονηριά βασικά αναδεικνύει στρατηγικές περιοχές της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, καλλιεργείται το επιχείρημα στα τουρκικά μέσα ότι θα υπήρχε περισσότερη ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη στον Αραβικό κόσμο εάν είχε ανασυσταθεί και κυριαρχούσε, η οθωμανική αυτοκρατορία. Φυσικά, οι ίδιες οι χώρες δεν έχουν ερωτηθεί εάν συμφωνούν με αυτή την άποψη.

Αναφορικά με τη Συρία, η Τουρκία, όπως είχαμε τονίσει και σε προηγούμενο κείμενό μας, προωθεί συστηματικά την τουρκοποίηση των πληθυσμών στις περιοχές που καταλαμβάνει. Στη Συρία ωστόσο, μολονότι καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για την πλήρη στρατιωτικοποίηση τόσο της Ίντλιμπ όσο και της ζώνης στη Βορειοανατολική Συρία, η κατάσταση είναι όχι και τόσο ευοίωνη για τα επεκτατικά της σχέδια. Όσον αφορά στην Ίντλιμπ, οι τελευταίες κινήσεις, ιδιαίτερα από την πλευρά του καθεστώτος του Άσαντ αλλά πιθανά και της Ρωσίας, είναι η προσπάθεια αποκατάστασης της εξουσίας του Άσαντ σε αυτές τις περιοχές. Είναι γεγονός, ότι στην αυτοκτονική πολιτική της Ρωσίας αναφορικά με την συμμαχία με του Τούρκους, η πρώτη κατέβαλε προσπάθειες να βρεθεί ένα modus vivendi που να ικανοποιεί και τους Τούρκους και τα συμφέροντά της. Λογάριαζε βέβαια χωρίς τον ξενοδόχο και αυτός δεν είναι άλλος από τους «συμμάχους» της Τουρκίας στην περιοχή, τις διάφορες ισλαμοφασιστικές ομάδες που στηρίζει αναφανδόν η Άγκυρα. Το ποιόν αυτών των ομάδων περιγράφεται γλαφυρά από τον υπεύθυνο του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Αυτός σε πρόσφατη έκθεσή του ανησυχεί για την εκθετική αύξηση δολοφονιών, απαγωγών, παράνομων «μετακινήσεων» ανθρώπων, αυθαίρετες κατασχέσεις γης και περιουσιών, εξαναγκαστικές εξώσεις, χωρίς μάλιστα να υφίστανται κάποιοι προφανείς στρατιωτικοί λόγοι! Εγκαλεί μάλιστα την Τουρκία και την καθιστά υπεύθυνη όχι μόνο για τις πράξεις αυτών των ομάδων, αφού αναγνωρίζει ότι είναι η Τουρκία που τις στηρίζει, αλλά και για το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχει μετακινηθεί βιαίως από αυτές τις περιοχές στην ίδια την Τουρκία και αγνοείται η τύχη τους. Υπενθυμίζουμε ότι μια άλλη δύναμη που είχε αποτύχει να βάλει σε «τάξη» αυτό τον ορυμαγδό τζιχαντιστικών ομάδων, παρ’ όλο που δαπάνησε ένα δισεκατομμύριο δολάρια ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες! Από την άλλη, η Ρωσία, βλέπει, για μια ακόμα φορά,  η τακτική της να της αποφέρει προβλήματα. Η συμφωνία που έκανε με την Τουρκία για την κατάπαυση του πυρός στην Ίντλιμπ, έδωσε απλώς χρόνο στην Τουρκία να παρατάξει περισσότερο στρατό στην περιοχή, να προμηθεύσει τις παραστρατιωτικές οργανώσεις με πυραυλικά συστήματα και να εκπαιδεύσει πιο εντατικά όλες τις τζιχαντιστικές ομάδες. Παράλληλα, οι επιθέσεις τζιχαντιστικών ομάδων εναντίον των ρωσικών περιπολιών συνεχίζονται, με συνέπεια να σταματήσουν οι κοινές περιπολίες Ρωσσίας-Τουρκίας στην περιοχή.

Ο δεύτερος παράγων που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της η Ρωσσία είναι το καθεστώς Άσαντ. Ο Άσαντ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δεχθεί τον συμβιβασμό που προωθεί η Ρωσία με την Τουρκία, ο οποίος έγκειται στο να παραδοθεί τμήμα της Ίντλιμπ στη Συρία και το λοιπό να παραμείνει υπό την κατοχή των Τούρκων. Επιπλέον, αναφορικά και με το ζήτημα της ιρανικής παρουσίας, η Ρωσσία φαίνεται να έχει αποδεχθεί την υφιστάμενη κατάσταση, με μια προσπάθεια να πείσει τους Ιρανούς να απομακρυνθούν από τα σύνορα με το Ισραήλ. Τέλος, σημαντικό είναι και το ζήτημα της οικονομικής ενίσχυσης που επιδιώκει ο Άσαντ. Και εδώ, ενώ η Ρωσσία έχει επιτύχει να διεισδύσει οικονομικά σε κερδοφόρους τομείς όπως η ηλεκτρική ενέργεια, τα λιμάνια, οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, τα λιπάσματα, ενώ θέλει να αποκτήσει και τον έλεγχο στις τηλεπικοινωνίες, τις κατασκευές, την χαλυβουργία. Ωστόσο, οι οικονομικές της δυνάμεις δεν είναι τέτοιες που να της δώσουν τη δυνατότητα να αναστυλώσει οικονομικά τη Συρία.  Επιπλέον, η Ρωσία δεν μπορεί αν επιβληθεί πλήρως του Άσαντ γιατί και οι δύο πλευρές γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια απομάκρυνση του Άσαντ από την εξουσία θα θέσει υπο αμφισβήτηση τα όσα κέρδη έχει η Ρωσία στην Συρία. Λόγω αυτού του γεγονότος, η Ρωσσία δεν μπορεί να πείσει την κυβέρνηση να δεχθεί μια πιο αυτόνομη διοίκηση των Κούρδων και, συνεπώς, να φανεί στα μάτια των τελευταίων ως ο αδιαφιλονίκητος ηγεμονικός παίκτης στην περιοχή. Γι’ αυτό, μολονότι έχει κάνει πολλές κινήσεις προσεταιρισμού των Κούρδων, οι τελευταίοι συνεχίζουν να διατηρούν την συμμαχία τους με τους Αμερικάνους.

Ένα άλλο μέτωπο στο οποίο η Τουρκία προχωρεί πλέον σε ανοικτή κατοχή είναι το Ιράκ. Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας στο Ιράκ φαίνεται ότι πάνε πολύ πιο πέρα από την υποτιθέμενη υπερνίκηση του PKK. Ο Ερντογάν έχει τονίσει πολλές φορές τη σημασία που έχει το βόρειο Ιράκ για τα συμφέροντα της Τουρκίας. Επίσης, περίεργες είναι και οι αναφορές του σε ένα Εθνικό Σύμφωνο του 1920, όπου αναφέρεται το Βιλαέτι της Μοσούλης. Για όσους ενδιαφέρονται και για την ενεργειακή πλευρά του θέματος, το βιλαέτι αυτό περιλαμβάνει και το Κιρκούκ.

Στο Βόρειο Ιράκ, η Τουρκία ακολουθεί την αγαπημένη της τακτική της γενοκτονίας και του εξανδραποδισμού. Από τις αρχές του 2020 έως σήμερα δεκάδες χωριά έχουν εξαφανιστεί, ενώ από τους συνεχείς βομβαρδισμούς έχουν καεί ολόκληρες εκτάσεις, εργοστάσια, σπίτια και νεκροταφεία. Σημειώνεται ότι 25 από αυτά κατοικούνταν από χριστιανικούς πληθυσμούς, για τους οποίους βέβαια δεν ενδιαφέρθηκε κανένας διεθνής οργανισμός ή ΜΚΟ. Οι Τούρκοι μετά τους βομβαρδισμούς εγκαθιστούν στρατιωτικές βάσεις στις περιοχές αυτές, απ’ όπου κλιμακώνει τις εδαφικές της επιχειρήσεις. Υπολογίζεται ότι σήμερα η Τουρκία διαθέτει 37 στρατιωτικές βάσεις και προκεχωρημένα φυλάκια στα εδάφη του Ιράκ. Στις διαμαρτυρίες της Ιρακινής κυβέρνησης για την εισβολή στα εδάφη της, η Τουρκία απάντησε ότι θα συνεχίσει τις επιχειρήσεις έως να εκπληρώσει τους στόχους που έχει θέσει. Πέραν των στρατιωτικών μέσων, η Τουρκία διαθέτει δύο άλλα όπλα με τα οποία ταλανίζει το Ιράκ: το εμπόριο και τα νερά του Τίγρη και του Ευφράτη. Υπολογίζεται ότι το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών –κυρίως εισαγωγές αγαθών από την Τουρκία- ανέρχονται στα 13 δισεκατομμύρια δολάρια. Μολονότι η κυβέρνηση του Ιράκ έχει επανειλημμένα διακηρύξει την βούλησή της να αντικαταστήσει τα τουρκικά προϊόντα με άλλα, φαίνεται αδύναμη να πράξει κάτι τέτοιο. Αδύναμη παρουσιάζεται και στο γεγονός υπεράσπισης της ροής των υδάτων των δύο ποταμών. Η Τουρκία, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει μια σταθερή πολιτική να κρατάει τα νερά των δύο ποταμών σε φράγματα που έχει κατασκευάσει, παραβιάζοντας ακόμα και συμφωνίες που έχει υπογράψει τόσο με τη Συρία όσο και το Ιράκ. Παρόμοια πολιτική απέναντι στο Ιράκ ακολουθεί και το Ιράν. Συνέπεια αυτού είναι μεγάλες περιοχές του Ιράκ να κινδυνεύουν με ξηρασία. Σύμφωνα με μια έκθεση του ιρακινού Κοινοβουλίου, η κατασκευή του φράγματος Ιλισού από την Τουρκία μείωση κατά το ήμισυ το ποσό των υδάτων που φθάνουν στο Ιράκ. Οι εκτιμήσεις είναι ότι 7 εκατομμύρια στρέμματα αγροτικής γης θα χαθούν. Παράλληλα, από τα φράγματα του Ιράν έχει μειωθεί κατά 80% η ροή των παραποτάμων προς το Ιράκ. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια εκρηκτική κατάσταση στην περιοχή.

Το Ιράν με την Τουρκία μοιράζονται δύο κοινούς στρατηγικούς στόχους στο Ιράκ. Την περιθωριοποίηση των Κούρδων και ένα αδύναμο Ιράκ, το οποίο έτσι δεν θα αποτελεί εμπόδιο σε κανέναν από τους δύο.

Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Η Τουρκία έχει βασιστεί σε μία σειρά από παραμέτρους για να καλλιεργήσει την επεκτατική πολιτική της, στην προσπάθεια της να αναβιώσει την παλιά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρώτον έχει βασιστεί, ιδιαιτέρως έως το 2018, στην οικονομική επιρροή. Οι δράσεις σε αυτό τον τομέα περιλαμβάνουν από οικονομική βοήθεια, επενδύσεις, ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων, άμεσες ξένες επενδύσεις της Τουρκίας σε άλλες χώρες. Η πολιτική αυτή φάνηκε να φθάνει στα όρια της ήδη από το 2018, καθώς η Τουρκία αρχίζει πλέον να αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα με την ίδια την οικονομία της. Η πανδημία του κορωνοϊού επιτείνει ακόμα περισσότερο την δυσπραγία της σε αυτό τον τομέα. Ένα δεύτερο όπλο που χρησιμοποιεί είναι αυτό της ήπιας ισχύος αλλά και γενικότερα μια προσπάθεια κυριάρχησης στο ιδεολογικό επίπεδο μέσα, κιόλας, από την καλλιέργεια της επιρροής του τουρκικού ισλάμ. Η συμμαχία με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους αποτέλεσε μια στρατηγική επιλογή της για να αποκτήσει μέσω αυτών επιρροή σε πάνω από 40 χώρες όπου αυτοί δραστηριοποιούνται. Η ανατροπή του Μόρσι στην Αίγυπτο, η παρέμβαση και στήριξη των Ρώσων στον Άσαντ και η σταθεροποίησή του στην πολιτική σκηνή της Συρίας, τέλος η ανατροπή του Όμαρ Ελ Μπάσαρ στο Σουδάν, αποτέλεσε ένα ακόμα ράπισμα στις πολιτικές της Τουρκίας. Ακόμα περισσότερο που αυτή η συμμαχία δημιούργησε μια αντισυσπείρωση εναντίον της νεοθωμανικής πολιτικής της Τουρκίας –ο όρος «νεοθωμανική» χρησιμοποιείται πλέον ευρέως στην Μέση Ανατολή για να περιγραφούν οι βλέψεις του Ερντογάν- και, μετέφερε την αντίθεση με την Τουρκία και στην Αφρική.

Επιπλέον, η Τουρκία πόνταρε και στην υποχώρηση του ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή και πίστεψε ότι λόγω του γεγονότος ότι πλέον μεγάλο μέρος των εξαγωγών πετρελαίου των χωρών του Κόλπου έχει κατεύθυνση προς Ανατολάς, οι ΗΠΑ θα επιδεικνύουν όλο και μικρότερο ενδιαφέρον εμπλοκής στα τεκταινόμενα της περιοχής. Εν μέρει αυτό είναι αλήθεια, αλλά όπως δείχνει και η Συρία, όπου οι Αμερικάνοι υποστηρίζουν το YPG και αναβαθμίζουν στρατιωτικά την παρουσία τους έτσι ώστε να ελέγχουν –τα λιγοστά είναι αλήθεια- πετρέλαια της Συρίας, άλλο είναι ο περιορισμένος ρόλος και άλλο η πλήρης εξάλειψη του ρόλου.

Όσον αφορά τις βλέψεις του Ερντογάν να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, η σκληρή εμπειρία της Κουάλα Λουμπούρ έδειξε ότι έχει πολύ δρόμο μπροστά του για να ανέβει στο θρόνο. Κατά κάποιο τρόπο, τόσο ο Ερντογάν, όσο και διάφοροι οραματιστές του νεοθωμανισμού όπως ο Νταβούτογλου, πίστευαν ότι οι Άραβες θα προσκυνούσαν μπροστά στο νεοθωμανικό μεγαλείο του. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Σόναρ Καπταγκάι,  «το σχέδιο δεν ήταν ένα που βασιζόταν σε μια ισότιμη εταιρικότητα, αλλά μάλλον στόχος ήταν η Τουρκία να πλησιάσει τις Αραβικές πρωτεύουσες, να καλλιεργήσει την επιρροή της επ’ αυτών και μετά να τις έχει να ακολουθούν την ηγεσία της». Στο σχέδιο αυτό ξεχάστηκε μια κρίσιμη παράμετρος που δεν ήταν άλλη από την γνώμη των Αραβικών πρωτευουσών! Χώρες που βασίζουν την ύπαρξή τους στην ιδεολογική κυριαρχία –κυρίως μέσω της θρησκείας όπως η Σαουδική Αραβία, και πολιτιστική-θρησκευτική επιρροή στον αραβικό κόσμο όπως η Αίγυπτος, είναι μάλλον δύσκολο να παραχωρήσουν τη θέση τους στα νεοθωμανικά μάτια του Ερντογάν.

Και στον οικονομικό τομέα η κατάσταση για την Τουρκία είναι ιδιαίτερα προβληματική. Μάλιστα, εάν δεν ήταν τα πετροδολάρια του Κατάρ –και την αμέριστη υποστήριξη της Γερμανίας- να στηρίζουν πολλαπλά τις ενέργειές της, η κατάρρευση θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Οι οικονομικές επιδόσεις στις χώρες της Αφρικής παρουσιάζουν από στασιμότητα έως υποχώρηση. Εάν μάλιστα η κατάσταση στη Λιβύη αντιστραφεί, τότε οι απώλειες για την Τουρκία θα είναι δυσαναπλήρωτες. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι οι τελευταίες κινήσεις της Σαουδικής Αραβίας στοχεύουν ακριβώς εκεί: στο να περιορίσουν τις οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία και να της επιφέρουν οικονομικό πλήγμα. Αρκετοί Σαουδάραβες αποσύρουν τις επενδύσεις τους από την Τουρκία, κυρίως στον κτηματομεσιτικό τομέα, η κυβέρνηση καλεί τους Σαουδάραβες να μην επισκέπτονται ως τουρίστες την Τουρκία, και, τέλος, γίνεται προσπάθεια αντικατάστασης των προϊόντων που εισάγονται από την Τουρκία με εισαγωγές από άλλες χώρες. Κάτι, που τα Εμιράτα έχουν ήδη ξεκινήσει να κάνουν δύο χρόνια πριν και που, όπως προαναφέρθηκε, προσπαθεί να κάνει και η κυβέρνηση του Ιράκ.

Έτσι, στον Ερντογάν απέμεινε αυτό που αποτελούσε και την μεγάλη κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: η στρατιωτική κατάκτηση. Σε αυτό χρησιμοποιεί την θρησκευτική του επιρροή, με ένα τρόπο που και πάλι θυμίζει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, χρησιμοποιώντας ως μισθοφόρους τους ποικίλους τζιχαντιστές που χρηματοδότησε και εκπαίδευσε στρατιωτικά όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η Τουρκία δεν κάνει τίποτε άλλο σήμερα από το να χρησιμοποιεί την στρατιωτική ισχύ για να βοηθήσει την οικονομία. Δύσκολο αυτό να γίνει αντιληπτό από την αριστερο-νεοφιλελεύθερη ελίτ που ταλανίζει τη χώρα μας, αλλά κάτι που ένας απλός μελετητής της ιστορίας μπορεί εύκολα να αντιληφθεί. Στη Συρία, την Αρμενία, την Λιβύη, την Υεμένη, την Σομαλία, ο Ερντογάν δεν κάνει τίποτε άλλο από το να χρησιμοποιεί στρατιωτικά μέσα για να στηρίξει τα οικονομικά συμφέροντα. Και εργαλείο του σε αυτό είναι οι τζιχανιστικές πολιτοφυλακές. Ας ελπίσουμε ότι οι Παλαιστίνιοι δεν θα πέσουν και αυτοί θύματα στην παγίδα του, αν και οι δηλώσεις του Χανίγιε για το ότι ο Ερντογάν θα έπρεπε να είναι ο θρησκευτικός ηγέτης όλου του μουσουλμανικού κόσμου, καθώς και η πρεμούρα της Χαμάς να χαιρετίσει την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, δεν προμηνύουν κάτι θετικό. Απλά, της θυμίζουμε την μοίρα των Οιγούρων στην Τουρκία: για 50 δισεκατομμύρια δολάρια κινέζικες επενδύσεις, η Τουρκία όχι μόνον αποδέχθηκε την πολιτική της Κίνας και μίλησε για δικαίωμά της να καταπολεμά τους «τρομοκράτες», αλλά έστειλε στη φυλακή και αρκετούς από τους εξόριστους Οιγούρους που πριν τους παρείχε προστασία. Να θυμίσουμε επίσης ότι η Χαμάς, πάνω στον ενθουσιασμό της να καταδικάσει μαζί με τους ομοϊδεάτες Τούρκους το σύμφωνο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων-Ισραήλ, ξέχασαν ότι η Τουρκία έχει με το Ισραήλ τέτοιο σύμφωνο από το 1948! Αλλά ένα ακόμα χαρακτηριστικό που έχει οικειοποιηθεί από την Οθωμανική κληρονομιά ο Ερντογάν και οι σύμμαχοί του, είναι η διγλωσσία.

Κάποιες μερίδες της Ελληνικής κυβέρνησης φαίνεται να έχουν αρχίσει να κατανοούν τα τεκταινόμενα στον ευρύτερο του ελληνισμού χώρο. Η αποστολή επιτετραμένου στη Συρία, η συμφωνία με τον Μακρόν για το Μαλί, η συμφωνία με την Αίγυπτο, είναι από τα βήματα που είναι στη σωστή κατεύθυνση. Αλλά ούτε αρκετά είναι, ούτε χαρακτηρίζονται από σταθερότητα. Τόσο η ανακοίνωση για την επίθεση του Αζερμπαϊτζάν και της Τουρκίας εναντίον της Αρμενίας, η παραγνώριση της κατοχής της Κύπρου στο πλαίσιο του «διαλόγου» με την Τουρκία, ακόμα και η αμυντική στάση στα τεκταινόμενα στο Αιγαίο και η αποδοχή των συνεχών και πολυεπίπεδων προκλήσεων του Ερντογάν, δείχνουν ότι υπάρχουν μερίδες που καλλιεργούν την συνθηκολόγηση, την φιλανδοποίηση της πολιτικής της χώρας και το διαμοιρασμό του πλούτου του Αιγαίου.

Σήμερα η κυβέρνηση, θα πρέπει να προχωρήσει με ταχύτατους ρυθμούς στην καλλιέργεια βαθύτερων και πιο ουσιαστικών σχέσεων με τα μέλη της συμμαχίας που έχει ήδη διαμορφωθεί στη ευρύτερη περιοχή μας. Είναι απαραίτητο, η διπλωματική μας εκπροσώπηση να αναβαθμισθεί ταχύτατα σε όλη την περιοχή του Αραβικού κόσμου, στη Βόρεια Αφρική και πιθανότατα και στο Κέρας της Αφρικής. Η Ελλάδα πρέπει οικονομικά και διπλωματικά να ανακαλύψει και πάλι τις σχέσεις που είχε με αυτή την περιοχή στις δεκαετίες του ‘70 και του ’80. Σε συμμαχία με ελληνικές επιχειρήσεις, η οικονομική διπλωματία πρέπει να αναβαθμιστεί από την οκνηρία στην οποία έχει περιέλθει. Η ανοικοδόμηση της Συρίας, η Αίγυπτος, οι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, οι Κουρδικές περιοχές, είναι περιοχές όπου πρέπει να επιστρέψει η ελληνική δραστηριότητα.

Στο ιδεολογικό επίπεδο, θα πρέπει, θεωρώ, ως χώρα να αρχίσουμε να χτίζουμε συμμαχίες με εκείνες τις τάσεις του Ισλάμ που δεν έρχονται σε αντίθεση με την δική μας κοσμοθεωρία. Το αναφέρω αυτό γιατί σε μια έρευνά μου για τους ιδεολογικούς προκατόχους του Ντάες ανακάλυψα ότι όλη τους η ιδεολογία έχει οικοδομηθεί πάνω στην αντίθεση με την Ελληνική σκέψη, όπως ρητά είχε αναφέρει ο Ιμπν Ταϊμίγια, ιδεολογικός πρόγονός τους. Η σημασία της πολιτιστικής διπλωματίας είναι τέτοια που σήμερα κιόλας θα πρέπει να διαμορφωθούν πολιτιστικά ινστιτούτα στη Μέση Ανατολή για τη διάδοση του Ελληνικού Πολιτισμού. Η προστασία των χριστιανικών μνημείων και ομάδων στην περιοχή πρέπει να είναι επίσης κύριο μέλημα πολιτείας και εκκλησίας. Επίσης, στον κτηματομεσιτικό τομέα και τον τουρισμό, πρέπει να υπάρξει μια οργανωμένη προσπάθεια, έτσι ώστε η Ελλάδα να αντικαταστήσει τον ρόλο της Τουρκίας για τους πολίτες της Μέσης Ανατολής.

Τέλος, στο στρατιωτικό επίπεδο, οι σχέσεις πρέπει να αναβαθμισθούν. Ο Υπουργός Άμυνας θα πρέπει να εξετάσει ενδελεχώς την σκέψη για τη δημιουργία κάποιων μονάδων στη Μέση Ανατολή, επανδρωμένων με αξιωματικούς και με στόχο την εκπαίδευση στρατιωτών των συμμαχικών μας χωρών. Μια στρατιωτική ακαδημία στην Ελλάδα, που θα απευθύνονταν σε αξιωματικούς αλλά και στρατιώτες –κυρίως ειδικές δυνάμεις- χωρών της Μέσης Ανατολής θα πρέπει να εξεταστεί άμεσα.

Η κρίση στο Αιγαίο και το γεγονός ότι η Ελλάδα ύψωσε το ανάστημά της και διεκδίκησε δυναμικά και αποφασιστικά τα δίκαιά της, είχαν ως αποτέλεσμα να αναβαθμισθούν αστραπιαία οι συμμαχίες της χώρας. Ποιος θα το φανταζόταν πριν από λίγα χρόνια ότι ελληνικά μαχητικά θα πετούσαν μαζί με μαχητικά των Εμιράτων για να υπερασπισθούν τον εναέριο χώρο μας; Η κρίση έδειξε ότι μπορούμε. Η κρίση έδειξε ότι η στρατιωτική αντιπαράθεση οδήγησε και σε οικονομικά οφέλη για τη χώρα. Αν μάλιστα ο πρωθυπουργός έβγαζε και κόκκινη κάρτα σε όσους αντί να δουλεύουν πυρετωδώς για να προσελκύσουν συμμάχους και επενδυτές στην χώρα, περνούν την ώρα τους περιδιαβαίνοντας τα κανάλια, τα αποτελέσματα θα ήταν θεαματικά. Ποτέ δεν είναι αργά, αλλά οι καιροί ου μενετοί!



[1] Σημειώνεται, για να μην υπάρχει σύγχυση, ότι η Χώρα της Σομαλίας είναι μια περιφέρεια της Σομαλίας, ιδιαίτερης στρατηγικής συμμαχίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.