Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Η προσέγγιση της ΕΕ στην υιοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και η ελληνική περίπτωση


(Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο "Κοινωνικές ανισότητες στη σύγχρονη Ελλάδα". Διοργάνωση   Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών-Επιστημονική Εταιρεία για την Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη, Αθήνα, 27-28 Νοεμβρίου 2009)

Η παρουσίαση θα αναπτυχθεί σε πέντε άξονες. Κατά πρώτον θα γίνει μια μικρή αναφορά στη συζήτηση για το βασικό εισόδημα και τις παραλλαγές του. Αυτό είναι απαραίτητο έτσι ώστε να διαμορφωθεί το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συζήτηση για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Ο δεύτερος άξονας αφορά την  ευρωπαϊκή πολιτική για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Είναι ουσιαστικής σημασίας γιατί όπως έχει τονίσει ο Σακελλαρόπουλος «η γνώση και αφομοίωση των υπερεθνικών κοινωνικών πολιτικών αποτελεί σήμερα απαραίτητο όρο σχεδιασμού και υλοποίησης κοινωνικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο» (Σακελλαρόπουλος, 2001:15). Πόσο μάλλον, όταν αυτός ο οργανισμός είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο τρίτος άξονας αφορά την αντίδραση της Ελληνικής Πολιτείας στην Ευρωπαϊκή σύσταση. Ο τέταρτος την καταγραφή των ιδιαιτεροτήτων τους συστήματος κοινωνικής προστασίας της χώρας. Τέλος, θα γίνει μια προσπάθεια περιγραφής της μεθόδου για την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στη χώρα μας.


1. Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός και το βασικό εισόδημα

Οι σύγχρονες κοινωνίες, μολονότι κοινωνίες αφθονίας αντιμετωπίζουν το παράδοξο της εμμονής του φαινομένου της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Τα μέχρι σήμερα υπάρχοντα μέσα και μέτρα κοινωνικής πολιτικής, έχουν βέβαια σημαντικά αποτελέσματα στον περιορισμό αυτών των φαινομένων, αδυνατούν ωστόσο να τα εξαλείψουν. Αρκεί να αναφερθεί ότι ακόμα και οι πιο αποτελεσματικές χώρες της Ευρώπης στον τομέα της καταπολέμησης της φτώχειας έχουν ποσοστά που αγγίζουν το 12% (Δανία και Σουηδία). Στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 17% με την Ελλάδα να αγγίζει το 20% (Eurostat-2007). Το πρόβλημα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού δύναται να αντιμετωπιστεί μόνον με μια πολυδιάστατη πολιτική που θα απαντά σε όλους τους παράγοντες που δημιουργούν το πρόβλημα. Από αυτή την άποψη, τα μέτρα πολιτικής αντιμετώπισης του προβλήματος ξεφεύγουν από τα στενά πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής και επιζητούν το συνδυασμό των πολιτικών σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο (Atkinson 1998, Barry 1998, Bowring 2000, Gans 1995, Mayes 2001, O’Connor 2000, Offe 1996).
Η ιδέα του βασικού εγγυημένου εισοδήματος έχει πολύ μακριά ιστορία και οπαδούς τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερά. Ήδη το 1796 ο Thomas Paine στο Agrarian Justice προτείνει μια μορφή του (Paine 1945). Τέθηκε σε εφαρμογή στην Αγγλία τη δεκαετία του 1820, αλλά πολύ γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Προτάθηκε και πάλι από το Social Credit Movement στις δεκαετίες του 1920 και 1930 στην Μεγάλη Βρετανία αλλά και αργότερα από γερουσιαστές στις ΗΠΑ. (Γκόρζ 1986, Murray 1997). Στην νεοφιλελεύθερη της εκδοχή παρουσιάζεται από τον Milton Friedman με τον αρνητικό φόρο εισοδήματος και την εξασφάλιση μέσω αυτού ενός ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος που θα αντικαθιστούσε όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές παροχές (Friedman 1962). Ο διάλογος σε όλη την δεκαετία του 1960 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν έντονος. Στη συνέχεια ο διάλογος γύρω από το βασικό εισόδημα ατονεί για να παρουσιαστεί με έναν πιο ολοκληρωμένο τρόπο από τον Γκορζ  (Γκορζ 1986). Όχι τυχαία στη Γαλλία εκείνη την περίοδο θεσμοθετείται και το Ελάχιστο Εισόδημα Συμπερίληψης (Rosanvallon 2003) ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν έντονος ο διάλογος για την θέσπιση του 35ώρου. Η συζήτηση για το βασικό εισόδημα εντείνεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, ενώ αναμένεται να αποτελέσει έναν από τους κύριους άξονες της κοινωνικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια. Οι κύριοι λόγοι γι’ αυτό είναι η όξυνση των προβλημάτων της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, η αποτυχία των δικτύων ασφαλείας να αποτρέψουν αυτά τα φαινόμενα, η περαιτέρω πορεία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας και οι προσπάθειες για την διατήρηση της αξιοπρέπειας των πολιτών.

2. Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, για τους οπαδούς του βασικού εισοδήματος είναι «το εισόδημα που παρέχεται άνευ όρων σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση σε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί ως ένα ατομικό δικαίωμα της ιδιότητας του πολίτη και συνεπώς χωρίς αναφορά στην απασχόληση, την εργασιακή σταδιοδρομία, την πρόθεση προς αναζήτηση απασχόλησης ή το εάν κάποιος είναι έγγαμος ή όχι» (Fitzpatrick, 1999, 3).
Μολονότι μιας πλήρης μορφή του βασικού εισοδήματος δεν έχει υιοθετηθεί ακόμα σε κάποια χώρα, πολλές είναι αυτές που έχουν εισαγάγει μια πιο περιορισμένη μορφή του, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Τα συστήματα ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος στοχεύουν στη διασφάλιση ελαχίστων επιπέδων διαβίωσης για τα πρόσωπα και τα εξαρτώμενα από αυτά μέλη, όταν αυτά  δεν έχουν κανένα άλλο μέσο εισοδηματικής στήριξης. Η εφαρμογή των παραπάνω στην πράξη έχει διαμορφώσει μια ευρεία γκάμα συστημάτων που διαφέρουν αναφορικά με τη στόχευση, τα κριτήρια, τις υποχρεώσεις, τους δικαιούχους και το ύψος των παροχών.
Πάντως είναι κοινά αποδεκτό ότι το βασικότερο κίνητρο πίσω από την εγκαθίδρυση των συστημάτων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι η προσπάθεια για τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας των ατόμων. Παράλληλα είναι ένα αποτελεσματικό μέτρο για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού (Frazer, 2009:11).
Όπως ένα σύνολο από άλλες δράσεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, φαίνεται ότι και το ζήτημα του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος αποτελεί θέμα το οποίο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο προωθήθηκε από τον Ντελόρ. Αυτός, προφανώς επηρεασμένος από την συζήτηση που λάμβανε χώρα στην Γαλλία εκείνη την περίοδο προώθησε το ζήτημα της διαμόρφωσης μιας πολιτικής σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Μάλιστα η αρχική πρόθεση ήταν για τη διαμόρφωση οδηγίας γι’ αυτό το ζήτημα, ωστόσο οι αντιδράσεις κάποιων κρατών μελών, είχαν ως τελική κατάληξη την υιοθέτηση συστάσεων.
 Οι δύο συστάσεις ήταν απόρροια απόφασης του Συμβουλίου του 1989. Η πρώτη Σύσταση 92/441/EEC για τα «κοινά κριτήρια αναφορικά με τους επαρκείς πόρους και την επαρκή κοινωνική πρόνοια στα συστήματα κοινωνικής προστασίας» ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Η Επιτροπή αναγνώριζε το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη από μόνη της δεν ήταν επαρκής για να επιτευχθεί ο στόχος της κοινωνικής ενσωμάτωσης και υπάρχει ανάγκη εξειδικευμένων πολιτικών. Έκανε σαφή αναφορά στην ανάγκη τα κράτη μέλη, μέσα στα πλαίσια των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, να διασφαλίσουν το βασικό δικαίωμα σε επαρκείς πόρους οι οποίοι να επιτρέπουν στους ανθρώπους να ζουν με έναν τρόπο «συμβατό με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Με άλλα λόγια η Σύσταση 92/441/EEC (Συμβούλιο, 1992α) εισήγαγε για πρώτη φορά το ζήτημα του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος ή άλλων ισοδύναμων παροχών.
Η δεύτερη σύσταση αναφέρεται στον εκσυγχρονισμό των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Η Σύσταση έκανε αναφορά στην αναγκαία προσαρμογή των συστημάτων κοινωνικής προστασίας έτσι ώστε να ανταποκριθούν στο στόχο της εξασφάλισης του θεμελιώδους δικαιώματος σε επαρκείς και ποιοτικούς πόρους. Μάλιστα, σκιαγραφούσε τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να υιοθετηθεί ο στόχος των «ελάχιστων επαρκών πόρων» (Αμίτσης,2001). Κατ’ αρχάς το ποσό αυτό έπρεπε να καλύπτει τις βασικές ανάγκες ανάλογα με το επίπεδο διαβίωσης της κάθε χώρας κι έπρεπε επίσης να αναθεωρείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Επισημαίνεται ωστόσο ότι δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως αντικίνητρο προς την ανεύρεση εργασίας. Το μέτρο θα πρέπει να συμπληρώνεται με παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών. Επηρεασμένη προφανώς από την γαλλική εμπειρία η σύσταση δήλωνε ότι η αρωγή θα πρέπει να συνδέεται με δράσεις κατάρτισης (Συμβούλιο, 1992β, Σακελλαρόπουλος, 2001:213-220).
Το 2000, εγκαινιάζεται η Στρατηγική της Λισσαβώνας με τους τρεις πυλώνες παρέμβασης, ανάπτυξη, απασχόληση και κοινωνική συνοχή. Μολονότι ο πυλώνας της κοινωνικής συνοχής ήταν θεωρητικά ισότιμος με τους άλλους, γι’ αυτόν δεν τέθηκαν ούτε συγκεκριμένοι ούτε και δεσμευτικοί στόχοι. Στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα γίνεται μια αναφορά στο εισαγωγικό κείμενο όπου επισημαίνεται ότι «τα εθνικά συστήματα κοινωνικής μέριμνας και τα συστήματα στοιχειώδους εισοδήματος συνιστούν σημαντικά μέτρα της πολιτικής στον τομέα της κοινωνικής προστασίας» (Συμβούλιο, 2000). Επίσης στον στόχο 1.2 «Προώθηση της πρόσβασης όλων στους πόρους, τα δικαιώματα, τα αγαθά και τις υπηρεσίες» καλούνται τα κράτη μέλη να οργανώσουν τα συστήματα κοινωνικής προστασίας έτσι ώστε «να συμβάλλουν στην εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων για μια αξιοπρεπή ζωή, για όλους».
 Το 2005 λαμβάνει χώρα η αναδιαμόρφωση της Στρατηγικής της Λισσαβώνας. Με το επιχείρημα ότι χρειάζεται καλύτερη στόχευση, η κοινωνική διάσταση της Στρατηγικής εξαλείφεται. Στις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές που υιοθετούνται δεν υπάρχει καμμία αναφορά στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Την ίδια χρονιά αναθεωρούνται και οι στόχοι της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού, υποτίθεται για να βελτιωθεί η εφαρμογή της. Και εδώ, οι αναφορές στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα εξαλείφονται. Οι στόχοι πλέον καλούν για την «προώθηση της κοινωνικής συνοχής και των ίσων ευκαιριών για όλους μέσω επαρκών, προσιτών, οικονομικά βιώσιμων, προσαρμόσιμων και αποτελεσματικών συστημάτων κοινωνικής προστασίας και πολιτικών κοινωνικής ένταξης». Επιπλέον καλούνται τα κράτη μέλη να εργαστούν για την «εξασφάλιση ενεργού κοινωνικής ένταξης για όλους με την προώθηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και με την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στα περιθωριοποιημένα άτομα και ομάδες» (Επιτροπή, 2005).
Από τη μεριά της, η Επιτροπή έχει κάπως διαφορετική στρατηγική. Στην Ατζέντα Κοινωνικής Πολιτικής του 2000-2005 (Επιτροπή 2000), η οποία θα υποβοηθούσε τους στόχους που υιοθέτησε το Συμβούλιο στον τομέα της κοινωνικής ένταξης, η αναφορά στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι ελλειπτική και γίνεται απλά λόγος για συστήματα κοινωνική προστασίας που διασφαλίζουν ένα ασφαλές εισόδημα. Αντιθέτως, καθώς οι αναφορές στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα εξαφανίζονται από τις αποφάσεις του Συμβουλίου, η Επιτροπή επαναφέρει το θέμα στην Κοινωνική Ατζέντα του 2005, όπου ανακοινώνει πρωτοβουλία επί του ζητήματος.
Η τακτική της Επιτροπής συνολικά για τον τομέα της απασχόλησης και της κοινωνικής ένταξης φαίνεται ότι βασίζεται, πρώτον, στην διαμόρφωση μια πολιτικής ευελιξίας με ασφάλεια αναφορικά με την απασχόληση, όπου θα συμπεριληφθούν όλες οι κατευθυντήριες για την απασχόληση. Κατά δεύτερον, στον τομέα της κοινωνικής ένταξης, διαφαίνεται η προσπάθεια να ενοποιηθούν όλοι οι στόχοι υπό την έννοια της ενεργούς ένταξης. Αναφορά στις δύο παραπάνω έννοιες γίνεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2008-2010.
Η έννοια της ενεργούς ένταξης στηρίζεται σε τρεις άξονες παρέμβασης για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
α) Την ενίσχυση εισοδήματος σε επαρκές επίπεδο για να μπορούν οι άνθρωποι να ζουν αξιοπρεπώς.
β) Την επαφή με την αγορά εργασίας μέσω παροχής ευκαιριών εργασίας ή επαγγελματικής κατάρτισης και
γ) τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες.
Η ενεργός ένταξη είναι συμπληρωματική της προσέγγισης «ευελιξία με ασφάλεια στην απασχόληση», και απευθύνεται σε αυτούς που βρίσκονται στο περιθώριο της αγοράς εργασίας. Διαμορφώνει «ενεργό κράτος πρόνοιας» με την παροχή εξατομικευμένων οδών προς την απασχόληση και εξασφαλίζοντας για εκείνους που δεν μπορούν να εργαστούν, τη δυνατότητα να ζήσουν αξιοπρεπώς και να συμβάλλουν όσο το δυνατόν περισσότερο στην κοινωνία.
Την άνοιξη του 2006, η Επιτροπή εγκαινιάζει τη δημόσια διαβούλευση με στόχο την προώθηση της ενεργητικής ένταξης των ανθρώπων που έχουν απομακρυνθεί πολύ από την αγορά εργασίας (Επιτροπή, 2006).
Στην ανακοίνωση με την οποία ξεκίνησε η διαβούλευση αναφέρονται τα κοινά χαρακτηριστικά που διαθέτουν τα συστήματα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην Ευρώπη. Αυτά είναι ότι:
·      ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες για την εξασφάλιση του ελάχιστου βιοτικού επιπέδου, παρέχοντας βοήθεια στα ίδια τα άτομα και στα άτομα που συντηρούν, όταν δεν διαθέτουν καμία άλλη πηγή οικονομικής ενίσχυσης ·
·      είναι μη ανταποδοτικά και χρηματοδοτούνται από τους φόρους·
·      ως επί το πλείστον, δεν έχουν χρονικούς περιορισμούς, αν και υποτίθεται ότι είναι προσωρινά·
·      απαιτούν ικανούς ανθρώπους διαθέσιμους για εργασία·
·      υπόκεινται σε έλεγχο των πόρων και, σε ορισμένο βαθμό, στη διακριτική ευχέρεια των αρχών·
·      η επιλεξιμότητά τους εξαρτάται από την ηλικία και τον τόπο διαμονής για μια ελάχιστη καθορισμένη περίοδο·
·      οι παροχές εξαρτώνται συνήθως από την κατάσταση του νοικοκυριού της οικογένειας και συνδυάζονται συχνά με άλλες κοινωνικές παροχές (στέγαση, θέρμανση, επιδόματα παιδιών).
Στις 3 Οκτωβρίου 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε τη Σύσταση για την ενεργό ένταξη των ανθρώπων που αποκλείονται από την αγορά εργασίας ενώ παράλληλα εξέδωσε και την Ανακοίνωση με παρεμφερή τίτλο (Commission 2008).
Η Σύσταση δεν κάνει τίποτε άλλο από το να παραθέτει τους τρεις άξονες της πολιτικής της ενεργούς ένταξης Επίσης, παραπέμπει πολλές φορές στη σύσταση του 1992. Οι τρεις άξονες παρέμβασης που αναφέρει είναι:
α) η επαρκής εισοδηματική στήριξη
β) οι αγορές εργασίας που προωθούν την ένταξη
γ) η πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες.
Στη Σύσταση αναγνωρίζεται επίσης το δικαίωμα των ατόμων σε επαρκείς πόρους και κοινωνική πρόνοια έτσι ώστε να μπορούν να διάγουν έναν βίο συμβατό με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Από την άλλη τονίζεται ότι τα άτομα πρέπει να είναι διαθέσιμα για ένταξη στην αγορά εργασίας, για κατάρτιση ή για άλλα μέτρα κοινωνικής ένταξης.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και ο τρίτος άξονας των ποιοτικών υπηρεσιών αφού θεωρείται απαραίτητο στοιχείο των πολιτικών κοινωνικής ένταξης. Τέτοιες υπηρεσίες μπορούν να είναι προνοιακές υπηρεσίες, υπηρεσίες απασχόλησης και κατάρτισης, κοινωνική κατοικία, φροντίδα παιδιών, μακροχρόνια φροντίδα, υπηρεσίες υγείας. Τέλος ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο γεγονός της πληροφόρησης όλων για τα δικαιώματά τους, καθώς και την ανάγκη για απλές διοικητικές διαδικασίες στην παροχή των υπηρεσιών και των πόρων. 
 Τα παραπάνω σκιαγραφούν σε αδρές γραμμές τη στρατηγική που προκρίνει η Επιτροπή αναφορικά με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Είναι λοιπόν καιρός να δούμε πώς η Ελλάδα ανταποκρίθηκε στις παραπάνω συστάσεις.

3. Η απάντηση της Ελληνικής Πολιτείας στις Ευρωπαϊκές Συστάσεις

Η υιοθέτηση της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού για την Κοινωνική Ένταξη το 2000 σήμανε και την απαρχή των συστάσεων προς την Ελλάδα εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υιοθέτηση εκ μέρους μας ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ήδη από το Σχέδιο κοινής έκθεσης για την κοινωνική ενσωμάτωση του 2001 (Επιτροπή, 2001), αναφερόταν ότι η Ελλάδα «δεν έχει θεσπίσει ούτε τυπικό όριο φτώχειας, ούτε ένα εθνικό ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα». Επισημαινόταν η συνύπαρξη μεγάλης ποικιλίας επιδομάτων, καθώς και η ανάγκη για εφαρμογή ενιαίων κριτηρίων.
Η ίδια σύσταση επαναλήφθηκε και τα επόμενα χρόνια με την επιπλέον επισήμανση ότι «η κάλυψη [που παρείχαν τα κατηγορικά επιδόματα σε ευπαθείς ομάδες] έχει επεκταθεί σε νέες πληθυσμιακές ομάδες τα πρόσφατα χρόνια» (European Commision, 2004, Συμβούλιο, 2007).
Συμπερασματικά, η Ελλάδα εγκαλείται για το ότι δεν έχει προχωρήσει ακόμα στην υιοθέτηση του μέτρου του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ενώ γίνεται αποδεκτό ότι κάποια βήματα έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η πλήρης εισαγωγή του μέτρου είναι δυνατόν να διορθώσει μια σειρά από χρόνιες αδυναμίες του ελληνικού συστήματος κοινωνικής προστασίας όπως και τον κατακερματισμό που το διακρίνει.
Σε αυτές τις συστάσεις, η επίσημη απάντηση της ελληνικής πλευράς όλα αυτά τα χρόνια ήταν η απουσία οποιασδήποτε πρωτοβουλίας. Στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ενσωμάτωση 2001-2003 αναγνωριζόταν το γεγονός ότι «οι επιδοματικές ενισχύσεις σε χρήμα παίζουν σημαντικό ρόλο και αποτελούν σοβαρό συμπλήρωμα του εισοδήματος για ομάδες όπως οι άνεργοι, οι ηλικιωμένοι, οι οικογένειες με παιδιά, ή τα άτομα με αναπηρίες… Τα προσεχή χρόνια, οι εξελίξεις στην κοινωνία, την οικονομία και στην οικογένεια ενισχύουν την ανάγκη πύκνωσης αυτού του ιστού κάλυψης» (Υπουργείο Εργασίας, 2001:6). Επιπλέον, σε εκείνο το Εθνικό Σχέδιο δράσης γινόταν αναφορά στο ότι «ο συνδυασμός εισοδηματικών μεταβιβάσεων, υποδομών και υπηρεσιών συμβάλει αποτελεσματικότερα στην κοινωνική ενσωμάτωση και την απεξάρτηση από την κοινωνική πρόνοια, προσφέροντας στους επωφελούμενους τους απαραίτητους πόρους για την ενεργοποίησή τους, ιδιαίτερα σε θέματα απασχόλησης». Συνεπώς το Σχέδιο άφηνε υπόνοιες για την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στο μέλλον. Αντιθέτως, το επόμενο ΕΣΔΕΝ, χρησιμοποιούσε επιθετικές διατυπώσεις εναντίον του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, με εκφράσεις μάλιστα που δεν προσιδιάζουν σε έκθεση χώρας προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κατηγορούνταν ως μέτρο «εντυπωσιασμού», ως μέτρο που «αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των πολιτών» και «δυσφημίζει την κοινωνική αλληλεγγύη». Στην έκθεση χρησιμοποιούνται μάλιστα καινοφανείς έννοιες όπως η «αστοχία», η «ταλαιπωρία» και οι «καταπατήσεις ατομικών δικαιωμάτων». Ο συγγραφέας του κειμένου ισχυρίζεται ότι η εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου θα είχε ως αποτέλεσμα «οι μεγάλοι χαμένοι [να] είναι αυτοί που πραγματικά έχουν ανάγκη» (Υπουργείο Εργασίας, 2003). Ομολογουμένως, τόσο επιθετικούς τόνους εναντίον ενός καθολικού μέτρου στήριξης του εισοδήματος των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού δεν έχουμε συναντήσει ακόμα και σε ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα (Γεώρμας, 2004).
Στη συνέχεια, στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την κοινωνική ένταξη 2005-2006, εγκαταλείπεται η αντίθεση απέναντι στην εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και υιοθετείται μια θέση που έχει κοινά στοιχεία με αυτή του ΕΣΔΕΝ 2001-2003. Έτσι, γινόταν αναφορά για «τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου διαβίωσης για όσους είναι άνω των 65 ετών. Επισημαίνονταν ότι ο Εθνικός Διάλογος για το ασφαλιστικό πρέπει να έχει ως στόχο την διαμόρφωση των όρων για την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς κατώτατης σύνταξης, η οποία θα συμπληρώνεται από μια σειρά άλλα αγαθά και υπηρεσίες όπως η υγεία, οι μεταφορές, η στέγαση κ.λπ. (Υπουργείο Απασχόλησης, 2005:42) Με άλλα λόγια, υιοθετείται μια κατηγοριακή προσέγγιση του ζητήματος, αλλά τονίζεται και η πρόσβαση σε υπηρεσίες όσον αφορά τη διατήρηση ενός αξιοπρεπούς βίου. Ακόμα πιο εμφανής αναφορά, γίνεται στην Εθνική Έκθεση για την Κοινωνική Προστασία και την Κοινωνική Ένταξη 2008-2010, όπου στις στρατηγικές κατευθύνσεις της επόμενης περιόδου αναφέρονται οι «δράσεις που αφορούν στη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου διαβίωσης των ευπαθών ομάδων μέσω α) της αναβάθμισης των δεξιοτήτων τους και της ένταξής τους στην αγορά εργασίας και β) της εισοδηματικής και άλλης στήριξής τους» (Υπουργείο Απασχόλησης, 2008).
Συμπερασματικά, μπορεί να επισημανθεί ότι μετά την υιοθέτηση της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού στον τομέα της κοινωνικής ένταξης, η πολιτική που προκρίθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως απάντηση στις επαναλαμβανόμενες συστάσεις για την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος παραμένει σταθερή. Χωρίς να εκδηλώνεται γενικά αντίθεση στο μέτρο, από την άλλη δεν αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες για την υλοποίησή του. Η αναγνώριση της αναγκαιότητας κάλυψης του ελλείμματος αξιοπρεπούς διαβίωσης από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, αντιμετωπίζεται είτε με εξαγγελίες μέτρων που δεν υλοποιούνται, είτε με την εισαγωγή, κατά καιρούς κατηγοριακών επιδομάτων.


4. Η ιδιαιτερότητα του Ελληνικού κοινωνικού κράτους και οι στόχοι της εισαγωγής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος

Σύμφωνα με τους Σακελλαρόπουλο και Οικονόμου, οι μέθοδοι μέσω των οποίων επιδρά η  Ευρώπη στην κοινωνική πολιτική της χώρας είναι τρεις: οι διακηρύξεις, οι νομοθετικές ρυθμίσεις και οι πόροι της πολιτικής συνοχής, κυρίως οι πόροι του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (Σακελλαρόπουλος, 2006:25, Σακελλαρόπουλος & Οικονόμου 2006). Σε αυτές πρέπει να προστεθεί η Στρατηγική της Λισσαβώνας και η ΑΜΣ για την κοινωνική προστασία και την κοινωνική ένταξη.
Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι αδύνατον να υλοποιηθεί μέσω της ευρωπαϊκής επιρροής για δύο λόγους: α) δεν αποτελεί υποχρέωση που απορρέει από κάποια οδηγία και συνεπώς δεν είναι υποχρεωτικό, και β) οι κοινοτικοί πόροι, λόγω των κανονισμών των διαρθρωτικών ταμείων, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για τέτοιες παροχές. Συνεπώς το ζήτημα είναι αποκλειστικά εθνικό και άπτεται κυρίως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της διαμόρφωσης του ελληνικού κοινωνικού κράτους.
Το γεγονός ότι η ανάπτυξη αυτού του κοινωνικού κράτους έχει υπάρξει ελλιπής και καθυστερημένη, καθώς και ότι αυτό το κράτος δεν διαθέτει καμμία συστηματική εφαρμογή κοινωνικού σχεδιασμού σε μακροπρόθεσμό επίπεδο έχει τονιστεί από πολλούς συγγραφείς (Σακελλαρόπουλος, 2006, 8, Πετμεζίδου-Τσουλουβή, 1992).
Σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, η κύρια μέριμνα των σχεδιαστών πολιτικής, όταν διαμόρφωναν τους πρώτους θεσμούς των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, ήταν να διατηρήσουν την συνοχή του έθνους, να συμπεριλάβουν όλους τους πολίτες σε μία μορφή κοινωνικού συστήματος (de Neubourg, 2009, 64). Γι’ αυτό ακριβώς και ο Jessop το αποκαλεί το Εθνικό Κεϋνσιανό Κράτος Πρόνοιας (Jessop, 1999). Στην Ελλάδα ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Κικίλιας «τα κριτήρια πρόσβασης στις κοινωνικές παροχές έχουν πολύ μικρή σχέση με την κατοχύρωση της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη» (Κικίλιας, 2007). Με άλλα λόγια απέχουν πολύ από το να είναι καθολικά.
Στην Ελλάδα λοιπόν απουσιάζει η καθολικότητα των θεσμών κοινωνικής προστασίας λόγω στρεβλής ανάπτυξης του εθνικού κράτους. Γι’ αυτό άλλωστε το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας έχει αναπτυχθεί με αποσπασματικό τρόπο και χωρίς την ύπαρξη ενός συνολικού σχεδιασμού. Οι παροχές φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί στη βάση πολιτικών-πελατειακών κριτηρίων και η έμφαση είναι στις πολλές κατηγοριακές εισοδηματικές μεταβιβάσεις. Το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνική ασφάλιση και ελάχιστη σημασία έχει αποδοθεί στο προνοιακό τμήμα αυτού. (Σωτηρόπουλος, 2003, Ματσαγγάνης 2004, Κοντιάδης, 2008, Κικίλιας 2007).
Η προβληματική ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα έχει βέβαια σημαντικές επιπτώσεις στην αναποτελεσματικότητα των πολιτικών κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η εκτεταμένη παραοικονομία, η εισφοροδιαφυγή, η απουσία εκτεταμένης μεταποιητικής βάσης, η περίεργη διαπίδυση ασφάλισης με την κοινωνική πρόνοια είναι προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Επιπλέον, η εισαγωγή ενός καθολικού θεσμού αποτελεί ένα μέσο για την καταπολέμηση των πελατειακών διαμορφώσεων των κοινωνικών παροχών. Ακόμα περισσότερο, όπως έχει δείξει και η Ευρωπαϊκή εμπειρία, η καθολικοποίηση των παροχών θα συνεισφέρει και στην άνοδο της ποιότητας τόσο των διοικητικών μηχανισμών όσο και των προσφερόμενων υπηρεσιών.


5. Βήματα για την εγκαθίδρυση ενός συστήματος ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος στην Ελλάδα

Ας έρθουμε λοιπόν τώρα στα βήματα που είναι αναγκαία για την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στη χώρα μας. Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι το εάν πρέπει πρώτα να εισαχθεί το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και έπειτα να οικοδομηθεί το κοινωνικό κράτος στη χώρα ή το αντίστροφο. Είναι ένα ερώτημα που δεν έχει αναλυθεί επαρκώς, ούτε στη χώρα μας αλλά ούτε και στην ευρύτερη συζήτηση γύρω από την εισαγωγή του βασικού ή του εγγυημένου εισοδήματος. Ωστόσο θεωρώ ότι είναι βάσιμο το επιχείρημα ότι «η πλήρης ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους πρέπει να έχει προτεραιότητα απέναντι στο βασικό εισόδημα γιατί το τελευταίο δεν εκπληρώνει μια βασική λειτουργία του κοινωνικού κράτους: τη διασφάλιση ότι συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες θα εκπληρωθούν» (Bergmann 2006). Αυτές οι κοινωνικές ανάγκες δεν είναι άλλες από τα αγαθά και υπηρεσίες ιδιαίτερης κοινωνικής αξίας, όπως η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική στέγαση, οι δημόσιες μεταφορές, οι κοινωνικές υπηρεσίες.
Η παραπάνω συζήτηση σχετίζεται άμεσα με το θέμα μας, αφού μέσω αυτής αναδεικνύεται η κύρια αρχή που πρέπει να καθοδηγεί τις δράσεις μας, όπως τονίζει ο Paugam στη συζήτηση της γαλλικής εμπειρίας (Paugam, 2003). Αυτή η αρχή θεωρώ ότι δεν είναι άλλη από την διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου διαβίωσης για όλους. Επισημαίνω ότι η αρχή αυτή συνάδει με την Ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά και τον διεθνή προβληματισμό σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, στο βαθμό που συνδυάζει επιδόματα με υπηρεσίες. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι μελέτες του ΕΚΚΕ όπου αναφέρεται ότι «η προσπάθεια υλοποίησης ενός προγράμματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην Ελλάδα δεν θα πρέπει να εξαντλείται στην παροχή οικονομικής ενίσχυσης, αλλά να περιλαμβάνει και δράσεις κοινωνικής ενσωμάτωσης και προώθησης ίσων ευκαιριών. Υπό αυτή την έννοια το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δε θα λειτουργεί ως ανεξάρτητο μέτρο, αλλά ως συμπληρωματικό των μέτρων που ήδη περιλαμβάνονται στις υπάρχουσες πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας. Γενικότερα, η ορθή εφαρμογή του προϋποθέτει την πλαισίωσή του από ένα σύνολο κοινωνικών υπηρεσιών…» (Ομάδα εργασίας, 2007:209).
Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα έχει να κάνει με το θέμα των μέσων για την επιθυμητή κοινωνική παρέμβαση, δηλαδή το θέμα του διοικητικού μηχανισμού. Η βιβλιογραφία τονίζει ότι τα συστήματα ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος λειτουργούν καλύτερα όταν εντάσσονται σε καλά οργανωμένα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Επιπλέον, είναι κοινής αποδοχής η άποψη ότι «οι καθολικές παροχές [είναι πιο] κατάλληλες από τη σκοπιά της διαμόρφωσης ενός δημοκρατικού κράτους. [Αυτό διότι] η υλοποίηση των μεταβιβάσεων με έλεγχο εισοδήματος απαιτούν ένα ρωμαλέο και αρκετά εκλεπτυσμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό που συχνά δεν είναι διαθέσιμος σε χώρες που οικοδομούν την ικανότητα τους στην κοινωνική πολιτική (de Neubourg, 2009,70). Πώς λοιπόν θα λυθεί ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα που έχουν αναδείξει όλες οι προτάσεις για εισαγωγή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στη χώρα μας, δηλαδή το πρόβλημα του διοικητικού μηχανισμού που θα αναλάβει την παροχή του; (Σπυροπούλου, 2007, Μπαλφούσιας 2007, Ματσαγγάνης 2004). Η διαμόρφωση επαρκούς και αποτελεσματικής κοινωνικής διοίκησης αποτελεί απαραίτητη δράση για την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Λειτουργίες όπως ο σχεδιασμός, οι αναγκαίοι εισοδηματικοί έλεγχοι, η επιλογή των ομάδων, η συμβουλευτική και η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, δεν μπορούν παρά να έλθουν εις πέρας από έναν κεντρικό διοικητικό μηχανισμό. Η δημιουργία ενός Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τη συγκέντρωση των αντίστοιχων λειτουργιών που είναι διασπαρμένες σε διάφορα άλλα υπουργεία είναι αποφασιστικό βήμα για την ομαλή λειτουργία του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Φυσικά, το ζήτημα έχει επίσης να κάνει με την γενικότερη υπανάπτυξη του κράτους στην Ελλάδα και τα συναφή φαινόμενα όπως η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή. Η διαμόρφωση ενός κράτους δικαίου στη χώρα μας θα αλληλεπιδράσει θετικά με την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος αφού το τελευταίο, μεταξύ άλλων, μέσω του ελέγχου του εισοδήματος  «ασκεί και μια ‘ελεγκτική’ λειτουργία καθώς αποτρέπει φαινόμενα παράνομης επιδότησης ατόμων με εισοδήματα από την απασχόληση και την παραοικονομία» (Ματσαγγάνης, 2004:123).
Τέλος, το ζήτημα σχετίζεται τόσο με την διυπουργική συνεργασία όσο και με τις σχέσεις κεντρικής διοίκησης και περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης (Σπυροπούλου, 2007).
Πάντως η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού διοικητικού φορέα απαντά σε μια σειρά από άλλα ζητήματα που σχετίζονται με το εγγυημένο εισόδημα, όπως η αξιοποίηση των στατιστικών στοιχείων, ο κατακερματισμός των φορέων παροχής ενισχύσεων και υπηρεσιών, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των φορέων, η ελλιπής ενημέρωση των δικαιούχων, η έλλειψη σχεδιασμού μακροχρόνιων στρατηγικών.
Το τρίτο σημαντικό ζήτημα έχει να κάνει με το ύψος του εγγυημένου εισοδήματος. Ο Ματσαγγάνης θεωρεί ότι ένα «υψηλό» [στα όρια του κινδύνου φτώχειας] εγγυημένο εισόδημα είναι αδύνατο για λόγους δημοσιονομικού ρεαλισμού και ανεπιθύμητο για λόγους διατήρησης κινήτρων για εργασία. Παρόμοιες θέσεις εκφράζουν και οι Μπαλφούσιας και Κωτσής. Επίσης, οι παραπάνω συγγραφείς τονίζουν ότι ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δεν πρέπει να φιλοδοξεί να εξαλείψει τη φτώχεια, διότι απλούστατα, για να γίνει αυτό θα πρέπει επίσης να κινητοποιηθούν η δημοσιονομική και η οικονομική πολιτική. Στόχος θα πρέπει να είναι η πρόληψη της ακραίας φτώχειας και της εξαθλίωσης (Ματσαγγάνης, 2004:108). 
Το ύψος του εγγυημένου εισοδήματος δεν είναι δυνατό να καθοριστεί χωρίς να διευκρινιστεί ποιος είναι ο στόχος της πολιτικής σου. Πιστεύω ότι ο στόχος της αποτροπής απλώς της εξαθλίωσης είναι μάλλον αδύναμος, αστήρικτος πολιτικά και χωρίς μακρόπνοη θεώρηση. Όπως επισημαίνει ο Richard Titmus η κοινωνική πολιτική υπόρρητα αναφέρεται σε αλλαγές: αλλαγές σε συμπεριφορές, καταστάσεις, συστήματα και πρακτικές. Η κοινωνική πολιτική αναφέρεται τόσο στο υφιστάμενο όσο και στο δέον γενέσθαι (Titmuss, 1974). Η κοινωνική πολιτική διαθέτει μια δυναμική διάσταση που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να παραβλέπεται.
Ποιο λοιπόν είναι το δέον στην περίπτωσή μας; Το δέον είναι η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου διαβίωσης για όλους, μέσα σε μια κοινωνία και οικονομία που θα χαρακτηρίζεται από ίσες ευκαιρίες για όλους, και σύμφωνα με τις διατυπώσεις του Esping-Andersen, από την ενεργοποίηση του συνόλου του πληθυσμού σε μια σφύζουσα και δυναμική οικονομία, (Esping-Andersen, 2006,55). Εάν γίνει αποδεκτό αυτό ως στόχος τότε τόσο το ύψος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος όσο και το άλλο κρίσιμο στοιχείο του ποιοι είναι επιλέξιμοι, είναι εύκολο να διασαφηνιστούν.
Η επένδυση στα παιδιά αποτελεί το πρωταρχικό βήμα για μια πολιτική που μπορεί να απαντήσει μακροπρόθεσμα στο ζήτημα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η οικογένεια είναι το κλειδί για την κοινωνική ενσωμάτωση και την ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης. Ευάλωτες οικογένειες και κακοπληρωμένη απασχόληση είναι ένα εκρηκτικό μίγμα που παράγει φτώχεια. Τα παιδιά που ζουν στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό αποτελούν την ασφαλή συνταγή για ενήλικες που θα ζήσουν στην φτώχεια, για κοινωνίες και οικονομίες με χαμηλή παραγωγικότητα και εργαζόμενους φτωχούς, όπως ακριβώς η ελληνική οικονομία σήμερα. Συνεπώς, η πρώτη ομάδα ωφελουμένων από την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι τα φτωχά παιδιά. Κατά την άποψή μου το ύψος του επιδόματος γι’ αυτή την κατηγορία πρέπει να ανέρχεται στα 1800 ευρώ ετησίως. Εννοείται ότι θα υπάρχει πρόνοια τα παιδιά να απολαμβάνουν το σύνολο των υπολοίπων δημόσιων αγαθών. Το ποσό που αναφέρθηκε εάν προστεθεί στο κόστος των βασικών δημόσιων αγαθών (υγεία+παιδική φροντίδα+εκπαίδευση+μεταφορές) ξεπερνά το επίπεδο του ορίου του κινδύνου φτώχειας στη χώρα μας.  Το συνολικό κόστος υπολογίζω ότι είναι γύρω στα 550 εκατομμύρια ευρώ.
Η παραπάνω παρατήρηση μας οδηγεί στην δεύτερη ομάδα που παρουσιάζει υψηλά ποσοστά φτώχειας στη χώρα μας και η οποία μάλιστα δεν έχει την δυνατότητα να ξεφύγει από το φαύλο κύκλο της φτώχειας μέσω άλλων μεθόδων όπως η εκπαίδευση και η απασχόληση. Η φτώχεια της τρίτης ηλικίας, θα αποτελέσει ένα από τα πιο εκρηκτικά προβλήματα για πολλούς λόγους, οι οποίοι μάλιστα συνδέονται με την παραγωγική δομή της χώρας. Στο μέλλον το συνταξιοδοτικό σύστημα θα πρέπει να διασφαλίσει αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης στο κομμάτι του πληθυσμού που ήταν ανενεργό. Σε όσους δούλευαν στην παραοικονομία και έτσι δεν πλήρωναν εισφορές. Σε όσους δούλευαν σε ανειδίκευτες και χαμηλής παραγωγικότητας εργασίες και ήταν εργαζόμενοι φτωχοί. Σε μητέρες που έχουν διακεκομμένο εργασιακό βίο και συνεπώς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην συλλογή των απαραίτητων ενσήμων. Η καθιέρωση της εθνικής σύνταξης για όλους άνω των 67 ετών θεωρώ ότι αποτελεί ένα απαραίτητο μέτρο τόσο για το παρόν όσο, ακόμα περισσότερο, για το μέλλον.
Η σύνταξη αυτή θα πρέπει να καθοριστεί έτσι ώστε σε συνδυασμό με την παροχή μιας σειράς υπηρεσιών, να βοηθά τους ανθρώπους να ξεπερνούν τον κίνδυνο της φτώχειας. Γιατί αναφορικά με την τρίτη ηλικία, το μεγάλο έλλειμμα που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι οι υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας, των οποίων η ζήτηση αυξάνεται κατακόρυφα. Αριθμητικά, η φτώχεια στους ηλικιωμένους αγγίζει περίπου 490.000 άτομα (Γκαζόν, 2007).
Η τρίτη σημαντική κατηγορία που πρέπει να ενταχθεί στο σύστημα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι τα Άτομα με Αναπηρία. Είναι γνωστό ότι τα επιδόματα που παρέχονται στα ΑΜΕΑ ποικίλουν από 165 ευρώ έως πάνω από 600 ευρώ, χωρίς να είναι πάντοτε σαφή τα κριτήρια με τα οποία γίνονται αυτοί οι διαχωρισμοί. Σήμερα υπάρχουν περίπου 195.000 άτομα που λαμβάνουν επιδόματα, με το συνολικό ποσό να φθάνει τα 650 εκατομμύρια ευρώ. Στο βαθμό που τα άτομα αυτά χρηματοδοτηθούν στο ύψος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος το κόστος θα πλησιάσει τα 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η επόμενη κατηγορία στη σταδιακή εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι φτωχοί και οι ανενεργοί στην ηλικιακή κατηγορία 18-64. Εδώ βέβαια η οικονομική πολιτική, οι δράσεις για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, η αύξηση της παραγωγικότητας, η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, είναι ένα σύνολο δράσεων που πρέπει να υλοποιηθούν, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η φτώχεια σε αυτή την κατηγορία του πληθυσμού.

6. Συμπέρασμα

Η Ελλάδα έχει ανάγκη για μια πολιτική κοινωνικής προστασίας που να ενισχύει την ενεργοποίηση όλων των πολιτών της χώρας και συνάμα να ενισχύει την κοινωνική αλληλεγγύη. Όπως έχει δείξει η εμπειρία τα κράτη με σκανδιναβικού τύπου συστήματα κοινωνικής προστασίας, διαθέτουν υψηλά επίπεδα προσαρμογής στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και η έμφασή τους στην εκπαίδευση και την αλληλεγγύη τους παρέχει τη δυνατότητα να είναι από τα πιο ανταγωνιστικά κράτη στον κόσμο.
Το σύστημα κοινωνικής προστασίας της χώρας κατατρύχεται από σωρεία προβλημάτων, που αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις συνολικές αδυναμίες της χώρας. Η απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, η έμφαση σε έκτακτα μέτρα, η εμμονή σε χρηματικές παροχές, ο κατακερματισμός υπηρεσιών, η απουσία υλοποίησης εξαγγελθέντων πολιτικών και στρατηγικών, η απουσία στοχοθέτησης, δείχνουν το μεγάλο έλλειμμα τόσο της δημόσιας διοίκησης, αλλά το κυριότερο την απουσία πολιτικής βούλησης εκ μέρους των ελίτ της χώρας. Στο βαθμό που δεν υπάρξει πολιτική βούληση και μέριμνα για τους φτωχούς της χώρας, το ζήτημα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα αποτελεί διάττοντα αστέρα στις πολιτικές και κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Επιπλέον, στο βαθμό που δεν υπάρξει ένα παραγωγικό όραμα για τη χώρα, είναι επίσης αδύνατο να υιοθετηθεί ένα πρόγραμμα εισαγωγής ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος.
Το κόστος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν είναι απαγορευτικό, ακόμα και στην πλήρη υλοποίησή του. Σύμφωνα με δικούς μου υπολογισμούς, το συνολικό κόστος ανέρχεται στα 12 δισεκατομμύρια ευρώ, εάν το επίδομα αγγίξει το όριο του κινδύνου φτώχειας. Με άλλα λόγια το κόστος του ανέρχεται στο 1/3 της φοροδιαφυγής στη χώρα μας. Και εδώ μιλάμε για χρήματα που καταναλώνονται για πισίνες, τζιπ, και μεζονέτες, ενώ θα μπορούσαν να ενισχύουν την κοινωνική συνοχή.
Με δεδομένες όμως τις αδυναμίες του ελληνικού σχηματισμού, θεωρώ ότι η σταδιακή εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, με την παράλληλη οικοδόμηση κοινωνικών υπηρεσιών σκανδιναβικού τύπου αποτελούν μια λύση που ούτε το όραμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης υπονομεύει, ούτε παραβλέπει την υφιστάμενη δημοσιονομική και παραγωγική κατάσταση της χώρας.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Αμίτσης Γαβριήλ Ν., Η θεσμική κατοχύρωση των ελαχίστων ορίων διαβίωσης στην ελληνική και διεθνή έννομη τάξη, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001.
Γεώρμας Κωνσταντίνος Δ., Παγκοσμιοποίηση και φτώχεια. Τα ιδεολογικά πλαίσια και οι πολιτικές των διεθνών οργανισμών για την καταπολέμηση της φτώχειας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004.
Γκαζόν Ερίκ, «Για μια ‘πίστωση φόρου’ με επίκεντρο τις οικογένειες», στο EKKE, Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2006, ΕΚΚΕ, Αθήνα 2007.
Γκορζ Αντρέ, Οι δρόμοι του παραδείσου: η επιθανάτια αγωνία του κεφαλαίου, εκδόσεις Κομμούνα, Αθήνα, 1986.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με διαβούλευση για την ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ, με σκοπό να προωθηθεί η ενεργητική ένταξη των ανθρώπων που έχουν αποκοπεί περισσότερο από την αγορά εργασίας, COM(2006)44 τελικό, Βρυξέλλες, 8.2.2006.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή Περιφερειών, Εργαζόμαστε μαζί, εργαζόμαστε καλύτερα: Ένα νέο πλαίσιο για τον ανοικτό συντονισμό των πολιτικών κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, COM(2005) 706 τελικό, Βρυξέλλες, 22.12.2005.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών, Σχέδιο Κοινής Έκθεσης για την κοινωνική ενσωμάτωση, COM(2001) 565 τελικό, Βρυξέλλες, 10.10.2001.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών, Ατζέντα Κοινωνικής Πολιτικής, COM(2000) 379 τελικό, Βρυξέλλες, 28.6.2000.
Ματσαγγάνης Μάνος, Η κοινωνική αλληλεγγύη και οι αντιφάσεις της. Ο ρόλος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε μι σύγχρονη κοινωνική πολιτική. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2004.
Esping-Andersen Gosta κ.ά, Γιατί χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό κράτος, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα, 2006.
Κικίλιας Ηλίας, «Η αποτελεσματικότητα της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα: οι επιπτώσεις των κοινωνικών επιδομάτων στην καταπολέμηση της φτώχειας», στο EKKE, Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2006, ΕΚΚΕ, Αθήνα 2007.
Κοντιάδης Ξενοφών Ι., Εισαγωγή στην Κοινωνική Διοίκηση και τους Θεσμούς Κοινωνικής Ασφάλειας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2008.
Ομάδα εργασίας, «Μια πρόταση για την υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος κοινωνικής υποστήριξης και ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», στο EKKE, Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2006, ΕΚΚΕ, Αθήνα 2007.
Μπαλφούσιας Αθανάσιος Θ. και Κωνσταντίνος Ν. Κώτσης, Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα στην ΕΕ-5 και δυνατότητες εφαρμογής του στην Ελλάδα, ΚΕΠΕ, Αθήνα, 2007.
Πετμεζίδου-Τσουλουβή Μαρία, Κοινωνικές ανισότητες και κοινωνική πολιτική, Εξάντας, Αθήνα, 1992.
Ροζανβαλόν Πιερ, Το νέο κοινωνικό ζήτημα. Επανεξετάζοντας το κράτος πρόνοιας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003.
Σακελλαρόπουλος Θεόδωρος, Ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, Τόμος Β΄, Διόνικος, Αθήνα, 2006.
Σακελλαρόπουλος Θεόδωρος & Χαράλαμπος Οικονόμου, «Εθνικές προτεραιότητες και ευρωπαϊκές προκλήσεις στο σύστημα κοινωνικής προστασίας και απασχόλησης στην Ελλάδα, 1980-2004», Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη, Άνοιξη 2006, Τόμος 1ος, τεύχος 1, σελ. 5-36.
Σακελλαρόπουλος Θεόδωρος, Υπερεθνικές κοινωνικές πολιτικές την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η κοινωνική πολιτική διεθνών οργανισμών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2001.
Σπυροπούλου Ναταλία, «Η πολιτική του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στο ελληνικό κράτος πρόνοιας», στο EKKE, Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2006, ΕΚΚΕ, Αθήνα 2007.
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Κοινή Έκθεση για την κοινωνική προστασία και την κοινωνική ένταξη 2007, 6694/07, Βρυξέλλες, 23 Φεβρουαρίου 2007.
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Καθορισμός των κατάλληλων στόχων, 14110/00, SOC 470, Βρυξέλλες, 30 Νοεμβρίου 2000.
Συμβούλιο, (1992α), 92/441/ΕΟΚ, Σύσταση του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1992 σχετικά με τα κοινά κριτήρια για τους επαρκείς πόρους και τις παροχές στα συστήματα της κοινωνικής προστασίας.
Συμβούλιο, (1992β), 92/442/ΕΟΚ, Σύσταση του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 1992 για τη σύγκλιση των στόχων και των πολιτικών κοινωνικής προστασίας.

Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Εθνική Έκθεση Στρατηγικής για την Κοινωνική Προστασία και την Κοινωνική Ένταξη 2008-2010, Σεπτέμβριος 2008.
Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ένταξη 2005-2006, Αθήνα, 2005.
Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ενσωμάτωση 2001-2003, Αθήνα, Ιούνιος 2001.


Atkinson A.B., John Hills (eds), Exclusion, Employment and Opportunity, CASE Paper 4, Centre for Analysis of Social Exclusion, London School of Economics, 1998.
Barry Brian, Social Exclusion, Social Isolation and the Distribution of Income, Case Paper 12, Center for Analysis of Social Exclusion, London School of Economics, August 1998.
Bergmann Barbara R., «A Swedish-Style Welfare State or Basic Income: Which should have priority?», στο Bruce Ackerman, Ann Alstott and Philippe Van Parijs, Redesigning Distribution. Basic Income and Stakeholder Grants as Cornerstones for an Egalitarian Capitalism, Verso, 2006.
Bowring Finn, «Social exclusion: limitations of the debate», Critical Social Policy, Vol. 20 (3), 2000, σελ. 307-330.
Commission, Commission Recommendation of 3 October 2008 on the active inclusion of people excluded from the labour market (2008/867/EC).
De Neubourg Chris, «Social Protection and Nation-Building: an Essay on why and How Universalist Social Policy Contributes to Stable Nation-States», στο Peter Townsend (ed.), Building decent Societies. Rethinking the Role of Social Security in Development, Palgrave MacMillan-ILO, 2009.
European Commission, Joint report on social inclusion 2004, Employment & Social Affairs, EC, 2004.
Eurostat, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page/portal/eurostat/home
Fitzpatrick Tony, Freedom and Security. An Introduction to the Basic Income Debate, MacMillan Press LTD, 1999.
Frazer Hugh & Eric Marlier, Minimum Income Schemes Across EU Member States, Synthesis Report, EU Network of National Independent Experts on Social Inclusion, EC, DG Employment, Social Affairs and Equal Opportunities, October 2009.
Friedman Milton, Capitalism and Freedom, University of Chicago Press, Chicago, 1962.
Jessop Bob, «The Changing Governance of Welfare: Recent Trends in its Primary Functions, Scale, and Modes of Coordination», Social Policy and Administration, vol. 33, No. 4, Δεκέμβριος 1999, σελ. 348-359.
Gans Herbert J., The War Against the Poor: The Underclass and Antipoverty Policy, Basic Books, 1995.
Mayes David G., Jos Berghman and Robert Salais (eds), Social Exclusion and European Policy, Edward Elgar, 2001.
Murray Michael L., «And economic justice for all». Welfare Reform for the 21st Century, M.E. Sharpe, 1997.
O’Connor Alice, «Poverty Research and Policy for the Post-Welfare Era», Annual Review of Sociology, 26, 2000, σελ. 547-562.
O’Connor Alice, Poverty Knowledge: Social Science, Social Policy and the Poor in Twentieth Century U.S. History, Princeton University Press, Princeton, 2000.
Offe, Claus, Modernity and the State: East, West, The MIT Press, 1996.
Paine Thomas, The Complete Writings of Thomas Paine, The Citadel Press, New York, 1945.
Parijs Philippe van (ed.), Arguing for Basic Income: Ethical Foundations for a Radical Reform, Verso, New York, 1992.
Paugam Serge, «The Revenu Minimum d’ Insertion (RMI) in France: The limits of a progressive social policy», στο Guy Standing (ed.) Minimum Income Schemes in Europe, ILO, Geneva, 2003.
Standing Guy (ed.), Minimum Income Schemes in Europe, ILO, Γενεύη, 2003.
Titmuss Richard, Social Policy: An Introduction, Pantheon Books, Νέα Υόρκη, 1974.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.