Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΠΕΚΑ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

 

Περίληψη

Ο τομέας της κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα έχει ένα μακρύ ιστορικό από ανολοκλήρωτες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Κατά τη διάρκεια, ιδιαίτερα της Μεταπολίτευσης, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες έπασχαν ή αναιρούνταν από το γεγονός της απουσίας τολμηρών εγχειρημάτων που να αναιρούν τον πελατειακό-κορπορατιστικό χαρακτήρα των πολιτικών του τομέα και τον οργανωτικό του κατακερματισμό. Η σύναψη των μνημονίων συντέλεσε στο να ξεπεραστεί το συγκεκριμένο εμπόδιο, με την παράλληλη εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος αλλά και τον επαναπροσανατολισμό της επιδοματικής πολιτικής στους έχοντες την μεγαλύτερη ανάγκη.Επιπλέον, στοιχείο κρίσιμης σημασίας ήταν η μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης αλλά και του ασφαλιστικού συστήματος. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την αφανή μεταρρύθμιση του τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Ο ΟΠΕΚΑ αποτέλεσε ένα από τα επιστεγάσματα αυτών των πολιτικώνγιατί αφενός προσέφερε τη δυνατότητα να ικανοποιηθούν συγκεκριμένες διοικητικές απαιτήσεις για το νέο τοπίο στην επιδοματική προνοιακή πολιτική, και, αφετέρου, η πύκνωση των προνοιακών δράσεων  κατέστησε αναγκαιότητά την ύπαρξή του, έτσι ώστε να καταστεί αποτελεσματική, διαφανής, δίκαια και με αξιοπρέπεια προς τον πολίτη, η παροχή τους. 

Abstract

The Greek welfare sector has a long history of unfulfilled reform endeavors. Especially during the Metapolitefsi, the reform efforts suffered or were nullified due to the fact of lack of bold initiatives that will overturn the clientalist-corporatist character of the policies in the field of social protection and its organizational fragmentation. The Memoranda contributed to the fact of overcomingthis impediment, with the parallel development of the introduction of the minimum guaranteed income scheme as well as the refocusing of the welfare benefit policies to those most in need. Moreover, a crucial element were the two reforms, of the tax system administration as well as the social security system. Thus, the appropriate conditions were formed for an imperceptible reform of the welfare sector. The Organization of Welfare Benefits and Social Solidarity was among the capstones of these policies as it provided the administrative requirements for this new landscape in welfare policy and, on the other hand, the broad range of new welfare benefits created the need for its existence, so as, the provision of the benefits to become effective, transparent, fair, and with decent procedures for the citizens.

Key words: greek social policy, greek welfare system, reform of welfare provision

 

 

 

1.      Εισαγωγή

Ο τομέας της κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα, ακολουθώντας και την μοιραία πορεία του ασφαλιστικού, διαθέτει ένα μακρύ ιστορικό από ανεκπλήρωτες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες τόσο αναφορικά με την διαμόρφωση ενός διχτυού ασφαλείας για τους έχοντες ανάγκη όσο και αναφορικά με τις αναγκαίες διοικητικές διαρθρώσεις για την αξιοπρεπή και ορθή απονομή των παροχών.

Κατά τη διάρκεια, ιδιαίτερα της Μεταπολίτευσης, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες έπασχαν ή αναιρούνταν από το γεγονός της απουσίας τολμηρών εγχειρημάτων που να αναιρούν τον πελατειακό-κορπορατιστικό χαρακτήρα των πολιτικών του τομέα και τον οργανωτικό του κατακερματισμό.

Την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, οι διαδικασίες που επιβλήθησαν από τις μνημονιακές υποχρεώσεις, οδήγησαν τόσο στον εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό του διοικητικού συστήματος του τομέα της πρόνοιας, όσο και στο πολλαπλασιασμό των παροχών προς τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας.

Στο παρόν κείμενο, θα εξεταστούν οι κυριότερες προσπάθειες μεταρρύθμισης του τομέα της κοινωνικής πρόνοιας στη χώρα στη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Θα γίνει προσπάθεια να καταδειχθούν τα αίτια που οδήγησαν ακόμα και ορθές ως προς την πρόθεση μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην αναίρεσή τους.

Έπειτα θα καταδειχθεί το γεγονός ότι η διοικητική μεταρρύθμιση του τομέα της πρόνοιας συνδέονταν αποφασιστικά με τις μεταρρυθμίσεις στις παροχές που υφίσταντο στον τομέα και, ιδιαίτερα, με την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και μιας σειράς άλλων παροχών προς τα πιο φτωχά στρώματα των πολιτών της χώρας.

Τέλος, θα περιγραφεί πώς αυτός ο διάλογος αποτυπώθηκε στις μνημονιακές υποχρεώσεις και πώς μέσα από τις τελευταίες αναδείχθηκε ένα πιο ολοκληρωμένο, δίκαιο και αποτελεσματικό τοπίο στον τομέα της προνοιακής πολιτικής, με τον ΟΠΕΚΑ να συνιστά έναν από τους πυλώνες της.

 


2.     

Η κοινωνική πρόνοια: Η ελλειμματική οργανωτική εξέλιξη του τομέα της πρόνοιας

Ένα βασικό συμπέρασμα της επιστημονικής έρευνας είναι ότι στην Ελλάδα η κοινωνική πολιτική διακρίνεται από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αυτά έχουν να κάνουν, όπως επισημαίνει ο Κοντιάδης (1997, σελ. 18) με την «καθυστερημένη ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας… σε συνάρτηση με τα φαινόμενα άνισης κατανομής και της –ως ένα σημείο οφειλόμενης στο πελατειακό σύστημα–οργανωτικής πολυδιάσπασης των φορέων κοινωνικής κάλυψης».

Όπως επισημαίνει η Τσουλουβή (1992, σελ. 124, 147, 149), σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο, «η κοινωνική πρόνοια έχει κυρίως τη μορφή σπασμωδικών μέτρων για την αντιμετώπιση κρίσιμων περιστάσεων παρά αποτελεί αντικείμενο μακροχρόνιου σχεδιασμού». Για να επισημάνει παρακάτω ότι: «Καθώς απουσιάζει ένα συστηματικό θεσμικό πλαίσιο για την εφαρμογή της κοινωνικής πολιτικής και ρητά διατυπωμένοι στόχοι που προσδιορίζουν τις επιμέρους ρυθμίσεις (στο τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, της κοινωνικής ασφάλισης κτλ.), οι αποφάσεις που παίρνονται συνιστούν τις περισσότερες φορές πολιτικούς χειρισμούς που εντάσσονται στη λογική των πελατειακών σχέσεων (ενισχύουν ή αναδιαρθρώνουν τα κυκλώματα των πελατειακών σχέσεων και, κατ’ επέκταση, και των κομματικών συνασπισμών)».

Στα ίδια, λίγο-πολύ, συμπεράσματα καταλήγει και ο Βενιέρης (2003, σελ. 42), ο οποίος αναλύοντας την κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα επισημαίνει ότι «Κύριο χαρακτηριστικό αναδείχθηκε η απουσία/ατολμία διαρθρωτικών παρεμβάσεων σε κρίσιμους τομείς, όπως η απασχόληση και η κοινωνική προστασία. Η αποσπασματική άσκηση επιμέρους πολιτικών με διφορούμενα κριτήρια αποδυνάμωσε την αποτελεσματικότητα και διάβρωσε τη φιλοσοφία της κοινωνικής πολιτικής». Για να καταλήξει ότι, τελικά, το αποτέλεσμα ήταν «ανώδυνες μεταρρυθμίσεις και επώδυνες καθυστερήσεις» και να αναδείξει τρεις παραμέτρους που επηρεάζουν αποφασιστικά την διαμόρφωση της κοινωνικής πολιτικής: α) τη διάρθρωση της οικονομίας, β) τηναπουσία ιδεολογικής υποδομής, γ) τηναπουσία στρατηγικού σχεδιασμού, δ) τιςπελατειακές-κορπορατιστικές προσεγγίσεις των ηγετικών ελίτ.

 

3.      Οι ανεκπλήρωτες μεταπολιτευτικές  μεταρρυθμίσεις

3.1 Οι μεταπολιτευτικές αλυσιτελείς παρεμβάσεις στην οργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας

Το 1970 με το Νομοθετικό Διάταγμα 572, δημιουργείται ο Εθνικός Οργανισμός Πρόνοιας. Αποστολή του η οργάνωση παιδοπόλεων, παιδικών σταθμών, αστικών κέντρων παροχής κοινωνικών βοηθειών, σχολών τεχνικής εκπαιδεύσεως, εργαστηρίων ειδών οικοτεχνίας και ομάδων βοηθείας μέσω της εργασίας κατοίκων της υπαίθρου. Επίσης, λίγο πριν την πτώση της Χούντας, με δύο νομοθετικές παρεμβάσεις –που έμελλε να χρησιμοποιηθούν από πολλές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις και ταλανίζουν ακόμα και σήμερα τον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας- διαμορφώνεται ένα πλαίσιο παρεμβάσεων αφενός για τους απόρους και αφετέρου για τους υπερήλικες και τους χρόνια πάσχοντες[1]. Στα διατάγματα αυτά προβλέπονταν «τοπικές επιτροπές κοινωνικής προστασίας» σε κάθε δήμο, οι οποίες απαρτίζονται από ένα στέλεχος της εκκλησίας, έναν δημόσιο υπάλληλο και έναν ευυπόληπτο πολίτη. Μολονότι γενικά στη βιβλιογραφία δεν υπάρχουν αναφορές σε αυτές τις νομοθετικές παρεμβάσεις, μία πρώτη αποτίμησή τους είναι ότι έπασχαν από το ίδιο πρόβλημα που θα συναντηθεί από μία σειρά μελλοντικές παρεμβάσεις: μεγαλεπήβολοι σχεδιασμοί και εξαγγελίες, χωρίς κάποια υλοποιήσιμα προγράμματα προνοιακής πολιτικής.

Η πρώτη μεταπολιτευτική απόπειρα συντονισμού των προνοιακών πολιτικών λαμβάνει χώρα με την αναδιοργάνωση του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. Στο Υπουργείο δημιουργείται η Γενική Διεύθυνση Πρόνοιας. Ειδικότερα, το Π.Δ. 544/1977 ορίζει τις παρακάτω διευθύνσεις: Δημόσιας αντιλήψεως, η οποία αποτελεί και την επιτελική Διεύθυνση για την παρακολούθηση του συνόλου της προνοιακής πολιτικής. Επιπλέον, καθορίζονται η Διεύθυνση Παιδικής Προστασίας, η Διεύθυνση Προστασίας Υπερηλίκων, η Διεύθυνση Αναπήρων, η Διεύθυνση Στεγάσεως και, τέλος, η Διεύθυνση Κοινωνικής Εργασίας.  Εδώ, δύο είναι οι παρατηρήσεις. Ο σχεδιασμός παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένος, αφού αναφέρεταιστο σύνολο των δυνητικών πολιτικών στην κοινωνική πρόνοια. Ωστόσο, αυτό που απουσιάζει και πάλι, και όπως θα δειχθεί και παρακάτω είναι το ουσιαστικό πρόβλημα όλων των επόμενων δυνητικών μεταρρυθμίσεων είναι οι προτάσεις για ολοκληρωμένα μέτρα πολιτικής. Κρίσιμης σημασίας εδώ είναι το γεγονός ότι στην περιγραφή των αρμοδιοτήτων ελάχιστη αναφορά υπάρχει σε επιδοματικές πολιτικές, ελάχιστες υπηρεσίες αναφέρονται και απουσιάζει η αναφορά σε ζητήματα που αφορούν την σχέση του κεντρικού κράτους με την τοπική αυτοδιοίκηση σε προνοιακά ζητήματα.

Όπως αναφέρει ο Αμίτσης (2001, σελ. 368-369), μεταξύ των πολλών αποτυχημένων προσπαθειών για μεταρρύθμιση του συστήματος πρόνοιας της χώρας ήταν και το σχέδιο νόμου του 1988 «Εκσυγχρονισμός και Αναδιοργάνωση Φορέων Κοινωνικής Πρόνοιας». Το σχέδιο προέβλεπε δύο νέους φορείς κοινωνικής πρόνοιας, τον Οργανισμό Πρόνοιας και Οικογένειας και τον Οργανισμό Πρόνοιας Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες. Γιατί απέτυχε αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία; Όπως αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας αιτίες ήταν «η έλλειψη πολιτικής υποστήριξης για την προώθηση ουσιαστικών διαχειριστικών παρεμβάσεων, καθώς και η αδυναμία κοινωνικοπολιτικού σχεδιασμού για την κάλυψη των οργανωτικών παρεμβάσεων του συστήματος πρόνοιας». Πάντως, τουλάχιστον σε διακηρυκτικό επίπεδο, γίνονταν αποδεκτή η ανάγκη για εξορθολογισμό του τομέα και αντιμετώπισης της πολυδιάσπασής του.

Ο Νόμος 2082/1992 «Αναδιοργάνωση της Κοινωνικής Πρόνοιας και καθιέρωση νέων θεσμών Κοινωνικής Προστασίας» είναι άλλη μία αλυσιτελής οργανωτική προσπάθεια. Σε διακηρυκτικό επίπεδο, καλλιεργείται η λογική της προσπάθειας οργάνωσης του πολυδιασπασμένου χώρου της κοινωνικής πρόνοιας. Ο νόμος προέβλεπε ότι το ΠΙΚΠΑ θα καταστείοκεντρικός φορέας για την προστασία και αποκατάσταση ατόμων με ειδικές ανάγκες και ηλικιωμένων (Αμίτσης, 2001, σελ. 269-377). Ο ΕΟΠ, με τη σειρά του, θα συνιστούσε τον κύριο φορέα προγραμμάτων για την οικογένεια. Ο νόμος είχε την ίδια κατάληξη με τις άλλες «μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις»: έμεινε στα χαρτιά. Στην βιβλιογραφία δεν υφίσταται μια ανάλυση για τα αίτια. Ο Αμίτσης αναφέρει την μη έκδοση σχετικής απόφασης του Υπουργού (Αμίτσης, 2001, σελ. 373), χωρίς ωστόσο να παράσχει μια πιο λεπτομερή εξήγηση των αιτίων αυτής της μετέωρης προσπάθειας. Η άποψή μας συνάδει με τις αναλύσεις των Τσουλουβή-Βενιέρη –αλλά και άλλων μελετητών- και ως κύριο αίτιο καταδεικνύεται η ανικανότητα των ελληνικών ηγετικών ελίτ για μακροχρόνιο σχεδιασμό και επιμονή στην υλοποίηση των όποιων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο είναι η απουσία εξειδικευμένων γνώσεων και πολιτικής αντίληψης περί του αντικειμένου της κοινωνικής πρόνοιας. Συνέπεια αυτών είναι η απουσία κατανόησης από την ηγεσία των αρμόδιων Υπουργείων των αναγκαίων απαιτήσεων των εκάστοτε μεταρρυθμιστικών αποπειρών και, κατά συνέπεια, των οργανωτικών προϋποθέσεων, συμμαχιών και αναγκαίων βημάτων υλοποίησης της εκάστοτε  μεταρρυθμιστικής απόπειρας. Τέλος, σημαντική παράμετρος είναι η πελατειακή-κορπορατιστική προσέγγιση των μεταρρυθμίσεων, το οποίο έχει ως συνέπεια, ότι στο βαθμό που αυτές θίγουν κατεστημένα συμφέροντα, αποφεύγεται ή αναβάλλεται η υλοποίησή τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2001 (Γιαννίτσης, 2007, σελ. 173).Η επισήμανση του συγγραφέα, μολονότι αναφέρεται στην κοινωνική ασφάλιση, έχει γενικότερη εφαρμογή. Μια μεταρρύθμιση, επισημαίνει,  απαιτεί ηθικό κύρος, πολιτικό ήθος, διαχειριστική ακεραιότητα και αξιοπιστία και διασφάλιση του συλλογικού συμφέροντος.

Ακολούθησε μια έτερη φιλόδοξη πρόταση μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής φροντίδας με το νόμο 2646/1998 και τη θεσμοθέτηση του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας. Η μεταρρύθμιση προέβλεπε μια σειρά από δράσεις, ωστόσο, ένας από τους βασικούς παράγοντεςαλυσιτελούς υλοποίησής της ήταν ότι «περιορίστηκε στη διαρρύθμιση των προνοιακών υπηρεσιών, χωρίς να υπεισέλθει στην διαμόρφωση ενός αντίστοιχου συστήματος κοινωνικής βοήθειας σε επίπεδο χρηματικών παροχών» (Κοντιάδης&Απίστουλας, 2006, σελ. 70-71).

Ο νόμος θεσμοθέτησε έναν κεντρικό Εθνικό Οργανισμό Κοινωνικής Φροντίδας. Ο νόμος περιείχε ρηξικέλευθες προβλέψεις, ιδιαίτερα σε οργανωτικά ζητήματα, αφού στόχος ήταν η κατάργηση μιας σειράς οργανισμών όπως το ΠΙΚΠΑ, ο ΕΟΠ, το Κέντρο Βρεφών «Μητέρα» και η συγχώνευσή τους στον Εθνικό Οργανισμό. Ο Οργανισμός αυτός ουδέποτε υλοποιήθηκε τόσο λόγω έλλειψης πόρων όσο και λόγω αδυναμίας συγκρότησης του σχετικού οργανωτικού μηχανισμού, αλλά και λόγω αντιδράσεων.  Όπως αναφέρουν οι Κοντιάδης&Απίστουλας (2006, σελ. 71), ενώ το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Φροντίδας αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση του κατακερματισμού του συστήματος κοινωνικής προστασίας της χώρας «κατέληξε σε έναν υπέρμετρο, δυσλειτουργικό συγκεντρωτισμό». Πρέπει επίσης να τονιστεί, ότι ενώ ο νόμος προέβλεπε ένα βαθμό ενοποίησης των επιδοματικών πολιτικών και έκανε αναφορά σε «μηχανογραφημένο μητρώο των δικαιούχων επιδοματικών παροχών», ούτε αυτές οι προβλέψεις δεν υλοποιήθηκαν. Μια ακόμα νομοθετική μεταρρύθμιση παρέμεινε έωλη αφού ο ΕΟΚΦ καταργήθηκε με τον νόμο3106/2003!

Η πρώτη προσπάθεια που ξεκινούσε από την διακήρυξη προγραμμάτων σε συνάφεια με τη διαμόρφωση μιας οργανωτικής πρότασης για την υλοποίησή τους ήταν το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής. Το Ταμείο θα διαχειρίζονταν τη «χρηματοδότηση προγραμμάτων ετήσιας εισοδηματικής ενίσχυσης φυσικών προσώπων ή νοικοκυριών, που κατοικούν νόμιμα ή είναι νόμιμα εγκατεστημένα, αντιστοίχως, στην Ελλάδα και έχουν ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο από το κατ’ έτος εκάστοτε εκτιμώμενο όριο της φτώχειας στην Ελλάδα»[2]. Όπως αναφέρει ο Κοντός, «Η ίδρυση και η λειτουργία του Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής αποτελεί αναμφίβολα ορόσημο στην προσπάθεια για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας. Για πρώτη φορά, θεσμοθετείται στην Ελλάδα ένα ισχυρό χρηματοδοτικό εργαλείο, με κύρια αποστολή την άμβλυνση και την εξάλειψη του φαινομένου της φτώχειας» (Κοντός, 2009, σελ. 101).

Το Ταμείο συνιστούσε μια μάλλον σπασμωδική και σε μεγάλο βαθμό πρόχειρη στο σχεδιασμό προσπάθεια για έναν ενιαίο φορέα για την παροχή επιδομάτων και, ακολουθεί και αυτό τη μοίρα των άλλων «μεταρρυθμίσεων»: δεν υλοποιήθηκε λειτουργικά ποτέ, εκτός από δύο δράσεις, χαρακτηριστικές της αντίληψης για την προνοιακή πολιτική: έκτακτα επιδόματα σε ..συνταξιούχους, μακροχρόνια ανέργους και άτομα με αναπηρίες. 

Επιπλέον,το ΕΤΑΚΣ παρουσίαζε μια σειρά από δυσλειτουργίες στην ίδια την σύλληψή του. Κατ’ αρχάς το Ταμείο «ιδρύονταν» στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, για να επιβλέπει προγράμματα που θα υλοποιούσαν άλλα Υπουργεία Εν τη γενέσει της, δηλαδή, έχουμε μια διοικητική ασυνέχεια που, που σε συνδυασμό με την φεουδαλική κουλτούρα της ελληνικής πολιτικής ελίτ και την αδυναμία της για διυπουργικό συντονισμό δημιουργούσε προβλήματα συνεννόησης και συντονισμού. Δεύτερον, η διαμόρφωση του ήταν ιδιαίτερα αναποτελεσματική και υπερβολικά γραφειοκρατική. Για την διαχείριση μιας και μόνον παροχής διαμορφωνόταν ένα Ταμείο με επταμελές διοικητικό συμβούλιο, επιστημονικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό και επιπρόσθετα περιλάμβανε και Μονάδα Έρευνας, Ανάλυσης και Τεκμηρίωσης. Τελικά το Ταμείο καταργήθηκε με τον νόμο 3895/2010.

Ωστόσο, δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός ότι το ΕΤΑΚΣ αποτέλεσε την πρώτη μεταρρυθμιστική προσπάθεια με γνώμονα την παροχή επιδομάτων από μία ενιαία αρχή. Η μεταρρύθμιση αυτή ακολουθούσε διαφορετική λογική από όλες τις προηγούμενες τέτοιες στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Δηλαδή, με βάση την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός νέου επιδοματικού τοπίου στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, με στόχευση των πολιτικών στους πιο ευπαθείς πολίτες του πληθυσμού, διαμορφώνονταν και ένας νέος φορέας για την παροχή αυτών των επιδομάτων.

 

3.2.Η συζήτηση για τις οργανωτικές προϋποθέσεις της εισαγωγής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στη χώρα

Η συζήτηση για την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην χώρα, αποτέλεσε κρίσιμης σημασίας παράμετρο για την αφανή μεταρρύθμιση που έλαβε χώρα στον τομέα των επιδοματικών προνοιακών πολιτικών κατά τη δεκαετία 2010-2020. Γιατί ένα βασικό στοιχείο της μεταρρύθμισης της προνοιακής πολιτικής στην Ελλάδα ήταν οι παρεμβάσεις σε δύο άξονες: πρώτον, η εκ βάθρων αναμόρφωση των επιδοματικών πολιτικών έτσι ώστε αυτές να στοχεύουν κατά κύριο λόγο στα φτωχότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, και να καλύπτουν το σύνολο των προνοιακών αναγκών. Και δεύτερον, οι αναγκαίες οργανωτικές παρεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας (το επιδοματικό μέρος) έτσι ώστε η στόχευση των επιδομάτων να είναι αποτελεσματική και αποδοτική, να καταπολεμηθεί η πελατειακή προσέγγιση και να είναι ευχερής η  εξυπηρέτηση των πολιτών.

Στην πρόταση Σούρλα για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που ο τότε Υπουργός Υγείας και Πρόνοιας απέρριψε με το εκπληκτικό επιχείρημα ότι οι οικονομικά αδύνατοι ικανοποιούνται μέσα από «ένα σύνθετο πλέγμα παροχών» (Σούρλας, 2019, 154), προέβλεπε ως αρμόδιες υπηρεσίες τις νομαρχιακές υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας (Σούρλας, 2019, 118).

Στην πρόταση νόμου που παρουσιάζεται από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ το 2000, υιοθετείται το περίεργο σχήμα των Τοπικών Δημοτικών Επιτροπών Παρακολούθησης που «περιλαμβάνουν μέλη που εκπροσωπούν τους δημόσιους οργανισμούς οι οποίοι είναι υπεύθυνοι, μέσα στην εδαφική περιφέρειά τους, για τους τομείς κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ασφάλισης, της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης, της εκπαίδευσης και της υγείας». (Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 2008, 297). Επιπρόσθετα προέβλεπε και Περιφερειακές Επιτροπές Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος με την ευθύνη της εποπτείας των Τοπικών Δημοτικών Επιτροπών, αλλά και Εθνική Επιτροπή του Ελάχιστου Εισοδήματος για να παρακολουθεί την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου.

Οι Ziomas, Bouzas και Ntontis, το 2004, στην αξιολόγηση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Κοινωνική Ένταξη 2003-2005 σημειώνουν χαρακτηριστικά στην αξιολόγησή τους: «απουσιάζουν ακόμα κατάλληλοι θεσμικοί μηχανισμοί που απαιτούνται για την προώθηση συνέργειας και στενής αλληλεπίδρασης μεταξύ των ποικίλων μέτρων …παρεκτός τα κατάλληλα εργαλεία, μηχανισμοί και διαδικασίες τεθούν σε εφαρμογή, είναι αμφισβητούμενο εάν κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα της χώρας μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.» (Ziomasetal, 2004, σελ. 4).

Την ίδια χρονιά παρουσιάζεται η μελέτη του Ματσαγγάνη για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, όπου αναφορικά με τις προϋποθέσεις του εγχειρήματος για την εισαγωγή του αναφέρει τον ορθό έλεγχο του εισοδήματος των αιτούντων, της σύνδεσης της εισοδηματικής ενίσχυσης με την κοινωνική επανένταξη και την σταδιακή εφαρμογή του προγράμματος. Επιπλέον αναφέρει δύο αλληλένδετους παράγοντες: τις δημοσιονομικές επιπτώσεις και τις διοικητικές προϋποθέσεις. Μολονότι δεν προχωρά σε μια  ενδελεχή ανάλυση των διοικητικών προϋποθέσεων, εντούτοις αναφέρει ότι απαιτείται ο συντονισμός υπηρεσιών, ενώ αναθέτει σε μια μικρή ομάδα «υπεύθυνων προγράμματος» των νομαρχιών ή των δήμων τις διαδικασίες απονομής του(Ματσαγγάνης, 2004).

Το 2005, κατατίθεται πρόταση νόμου από τον ΣΥΡΙΖΑ για τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και συνοδευτικών υπηρεσιών κοινωνικής υποστήριξης. Εκεί προβλέπεται ίδρυση ανεξάρτητης διοικητικής αρχής για την διαχείριση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, χωρίς όμως περαιτέρω ανάλυση της δομής και της στελέχωσης. (Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 2008, σελ. 307-308).

Το 2007 δημοσιεύεται το Κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2006, όπου παρουσιάζεται από την Σπυροπούλου ένας ολοκληρωμένος προβληματισμός αναφορικά με την εισαγωγή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, τόσο σε επίπεδο αναγκαίων παρεμβάσεων στα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής όσο και οι διοικητικές προϋποθέσεις (Σπυροπούλου, 2007). Όπως αναφέρεται στη σχετική μελέτη «η απουσία προγράμματος Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος στην Ελλάδα, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις αδυναμίες του συστήματος κοινωνικής προστασίας για την υλοποίηση πολιτικών με υψηλές απαιτήσεις χειρισμών και διοίκησης, καθώς και στην μειωμένη πολιτική βούληση για τη λήψη δραστικών μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών προς αυτή την κατεύθυνση». Σημειώνει παράλληλα, ότι η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος απαιτεί την αντιμετώπιση του φοροδιαφυγής, τον κατακερματισμό των φορέων που παρέχουν ενισχύσεις και την ελλιπή ενημέρωση των δικαιούχων. Η μελετητής τονίζει ότι οι δήμοι «έχουν μάλλον περιορισμένες δυνατότητες» για την υλοποίηση του μέτρου, το οποίο απαιτούσε «επαναπροσδιορισμό αρμοδιοτήτων φορέων, ορθή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, υποστήριξη από έναν μηχανισμό μεθοδολογικά και διοικητικά άρτιο … διαφάνεια και αυτοματοποίηση στις διαδικασίες», δηλαδή ηλεκτρονικά συστήματα διαχείρισης και παρακολούθησης.

Κατά περίεργο τρόπο, στον ίδιο τόμο, υπάρχει η πρόταση ομάδας εργασίας για την υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για την εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η οποία ορίζει τον δήμο ως αρμόδιο φορέα για την υλοποίησή του (!). Προβλέπει και αυτή μια «Επιτροπή παρακολούθησης» ωστόσο αναφέρεται σε έναν «ενιαίο διοικητικό μηχανισμό για τον έλεγχο των δικαιολογητικών και τον καθορισμό του εισοδήματος του νοικοκυριού», (Ομάδα εργασίας, 2007).

Ακολούθησε, όπως προαναφέρθηκε, το 2008 η σύσταση του Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού συνδύαζαν πάντα στις κριτικές αποτιμήσεις των Ελληνικών Σχεδίων Δράσης την αναγκαιότητα βελτίωσης της στόχευσης των κοινωνικών δαπανών και ενίσχυσης της αποτελεσματικότητάς τους με την προτροπή για βελτίωση της διακυβέρνησης (EuropeanCommission, 2009, σελ. 290).

Τέλος, το 2012 λαμβάνει χώρα στη Βουλή των Ελλήνων Ειδική Συνεδρία για την καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Όσον αφορά στην προβληματική της έρευνας του παρόντος πονήματος, ελάχιστα αναφέρθηκαν τόσο για τις οργανωτικές προϋποθέσεις της εισαγωγής του όσο και για την εξεύρεση των απαραίτητων πόρων (Βουλή των Ελλήνων, 2012).

 

4.      Οι παρεμβάσεις στην περίοδο των μνημονίων: η αφανής μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας

 

Οι παρεμβάσεις την περίοδο των μνημονίων κινούνται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, έχει να κάνει με δράσεις και πρακτικές που λίγο πολύ συνεχίζουν τις ίδιες αλυσιτελείς λογικές των παρεμβάσεων της προηγούμενης περιόδου. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η «στρατηγική προσέγγιση», η οποία συνήθως καταλήγεισε δυσκίνητα σχέδια «παρατηρητηρίων», «εθνικών επιτροπών» και μια λεπτομερή απαρίθμηση επιδοματικών και άλλων δράσεων, χωρίς  αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων και μεταρρύθμισής τους μέσα από κατάργηση επιδομάτων, ανεύρεση πόρων κ.ά..

Σε ένα δεύτερο επίπεδο έχουμε τις παρεμβάσεις που υλοποιούνται μέσα από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, οι οποίες θα οδηγήσουν τελικά στο να διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και, ειδικότερα, της κοινωνικής πρόνοιας, στη χώρα. Σίγουρα, σε μεγάλο βαθμό, οι παρεμβάσεις εδώ είναι επηρεασμένες από τον διάλογο για την εισαγωγή του εγγυημένου εισοδήματος και, βέβαια, τις απαραίτητες διοικητικές προϋποθέσεις.

 

4.1 Η συνέχιση των παρεμβάσεων σε επίπεδο εθνικών συστημάτων

Στο επίπεδο αυτό τρεις ήταν οι κεντρικές παρεμβάσεις αναφορικά με τον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Η πρώτη είναι η υιοθέτηση της Εθνικής Στρατηγικής για την Κοινωνική Ένταξη το 2014 (Υπουργείο Εργασίας, 2014).

Η Εθνική Στρατηγική αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό τη συζήτηση τόσο για τα προβλήματα της κοινωνικής προστασίας στη χώρα, όσο και την ανάγκη για βελτίωση του συντονισμού σε όλο το πεδίο της απονομής και ελέγχου των παροχών. Επιπλέον θέτει επιτακτικά το ζήτημα εισαγωγής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Η Στρατηγική κάνει μια ευρεία αναφορά σε μέτρα και πολιτικές, η πλειονότητα των οποίων είτε είχαν ήδη περιληφθεί στις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, είτε υλοποιούνταν.

Αναφορικά με το ζήτημα της βελτίωσης του συντονισμού και της διακυβέρνησης, η Στρατηγική εξαντλείται στην Διυπουργική Επιτροπή Κοινωνικής Ένταξης και τον Εθνικό Συντονιστή Κοινωνικής Ένταξης. Η πρόβλεψη ενός Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Ένταξης δεν αναπαραγάγει ούτε τις προβλέψεις του ΕΤΑΚΣ και παραμένει στο επίπεδο της συγκέντρωσης πόρων και, προβλέπεται και ένα Εθνικό Παρατηρητήριο.

Η κριτική αποτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σημειώνει χαρακτηριστικά για την ΕΣΚΕ: «Είναι ύψιστης σημασίας η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού μηχανισμού για το συντονισμό και την παρακολούθηση της κοινωνικής ένταξης και των παρεμβάσεων ενάντια στη φτώχεια. Το υποβληθέν έγγραφο παρέχει ελάχιστη πληροφόρηση επ’ αυτού του ζητήματος και περαιτέρω λεπτομέρειες απαιτούνται για την προσέγγιση της στρατηγικής αναφορικά με την παρακολούθηση και την αξιολόγηση» (Αμίτσης, 2016, 391).

Η δεύτερη παρέμβαση γίνεται με τον νόμο με το Ν. 4445/2016, ο οποίος διαμόρφωσε τον Εθνικό Μηχανισμό Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Πολιτικών Κοινωνικής Ένταξης και Κοινωνικής Συνοχής.

Ο Εθνικός Μηχανισμός προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, να προχωρά σε διαπίστωση των κοινωνικών αναγκών, το συντονισμό της χάραξης πολιτικών κοινωνικής ένταξης, την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής τους έτσι ώστε να βελτιωθεί η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητας του συστήματος κοινωνικής προστασίας.

Κεντρικά σημεία του μηχανισμού ήταν η Διεύθυνση Κοινωνικής Ένταξης και ΚοινωνικήςΣυνοχής και η Διεύθυνση Καταπολέμησης της Φτώχειαςτης Γενικής Διεύθυνσης Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Πέραν των άλλων, ο Μηχανισμός προέβλεπε Εθνική Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας και έναν ακόμα «Εθνικό Μηχανισμό αυτοδιοικητικού επιπέδου», όπου συμμετείχαν οι Διευθύνσεις Κοινωνικής Μέριμνας των Περιφερειών,τα Περιφερειακά Παρατηρητήρια Κοινωνικής Ένταξης, οι κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων,τα Κέντρα Κοινότητας, η Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης και η Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης.

Όσον αφορά την αρχιτεκτονική του Εθνικού Μηχανισμού κάποιες παρατηρήσεις έχουν να κάνουν με το ότι, κατά πρώτον, και μόνη πολυπλοκότητά του ήταν εγγύηση για την αδυναμία εφαρμογής του. Προέβλεπεπληθώρα επιπέδων και διασυνδέσεων που καθιστούσε αδύνατη την παρακολούθησή τους. Επιπλέον, στο νόμο γίνεται αναφορά σε μια μόνον παροχή, το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, και παραβλέπονται μια σειρά από άλλες βαρυσήμαντες πολιτικές όπως τα αναπηρικά επιδόματα και τα επιδόματα παιδιού. Μάλιστα, στην όλη αρχιτεκτονική απουσιάζει η αναφορά στις αντίστοιχες διευθύνσεις που ασχολούνται με τις πολιτικές για την αναπηρία και τις οικογενειακές πολιτικές. Επιπλέον, παραδόξως, η διεύθυνση που διαχειρίζεται το ΚΕΑ δεν επιφορτίστηκε και με την διαχείριση άλλων δράσεων που αφορούν στο αντικείμενό της. Βέβαια, για μια ακόμα φορά, προβλέπονται μια σειρά επιτροπών, οι οποίες ακολουθώντας την ιστορική μοίρα αυτών των δράσεων, δεν λειτούργησαν ουσιαστικά ποτέ.

Τέλος, η τρίτη σχετική παρέμβαση παρουσιάζεται τον Οκτώβριο του 2018 από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η αναθεωρημένη Εθνική Στρατηγική για την Κοινωνική Ένταξη αναφέρει ρητά ότι, σε μεγάλο βαθμό, η εκπόνηση της στρατηγικής ήταν αποτέλεσμα του ότι πολλά στοιχεία της αποτελούσαν αιρεσιμότητα για την νέα προγραμματική περίοδο. Πέραν τούτου, στην ΕΣΚΕ παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο ΟΠΕΚΑ και μάλιστα ως ένας από τους δύο πυλώνες της Στρατηγικής.

Έτσι, δύο μόλις χρόνια μετά την παρουσίαση του Εθνικού Μηχανισμού, η ΕΣΚΕ φαίνεται να τον μεταρρυθμίζει, αναγνωρίζοντας ότι «Η αναμόρφωση του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ένταξης ήταν αναγκαία για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του και την ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος. Για το σκοπό αυτό σχεδιάστηκε και υλοποιείται σταδιακά η αναδιοργάνωση του συστήματος, δημιουργείται, δηλαδή, ένα σύγχρονο Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ένταξης, ψηφιακό, διαφανές, ικανό να συγκεντρώνει και να παρακολουθεί στοιχεία και άρα να σχεδιάζει και να παράγει τεκμηριωμένες παρεμβάσεις,  με απλούστερες διαδικασίες για τον πολίτη και αξιόπιστους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Το σύστημα αυτό στηρίζεται σε δύο πυλώνες, τον Εθνικό Μηχανισμό Παρακολούθησης, Συντονισμού και Αξιολόγησης των πολιτικών κοινωνικής ένταξης και κοινωνικής συνοχής (Εθνικό Μηχανισμό) και τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων Κοινωνικής Αλληλεγγύης (δηλαδή τον ΟΠΕΚΑ)» (Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 2018).

Ωστόσο, στη συνέχεια στο κείμενο της ΕΣΚΕ, ο ΟΠΕΚΑ αναφέρεται ελάχιστα. Κατά περίεργο τρόπο, η απουσία αναφοράς στον ρόλο του ΟΠΕΚΑ στην ΕΣΚΕ συνεχίζεται και σε επόμενες κινήσεις. Έτσι, από την ΚΥΑ του 2019[3] που ορίζει τις προδιαγραφές λειτουργίας των Κέντρων Κοινότητας απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά για τις σχέσεις τους με τον ΟΠΕΚΑ. Παρομοίως, και στην νέα ΕΣΚΕ που τέθηκε προς διαβούλευση τον Ιούνιο του 2021, δεν υπάρχουν αναφορές στον ρόλο του ΟΠΕΚΑ. 

Συνεπώς, ενώ οι κατά καιρούς ΕΣΚΕ αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα για εξορθολογισμό του πεδίου της κοινωνικής πρόνοιας, είναι σίγουρο ότι δεν είχαν εγγράψει στο σκεπτικό τους την δημιουργία μιας ενιαίας αρχής πληρωμών. Αυτή θα προέλθει από μια άλλη γραμμή μεταρρυθμιστικών ενεργειών στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, αυτή των μνημονιακών υποχρεώσεων.

 

4.2 Οι μνημονιακές παρεμβάσεις: η αφανής μεταρρύθμιση

Στο δεύτερο επίπεδο, αυτό τωνμνημονιακών παρεμβάσεων οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες.Στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων, ο ΟΟΣΑ αναλαμβάνει μια μελέτη για την μεταρρύθμιση των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας. Στη μελέτη αποτυπώνονται, σε μεγάλο βαθμό, οι προβληματισμοί που αναφέρθηκαν στο κεφάλαιο 3.2. Γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι τα υπουργεία δεν διαθέτουν μητρώα με τους ωφελούμενους και τα τοπικά πληροφοριακά συστήματα καταγράφουν πολύ λίγα στοιχεία για τον κάθε ωφελούμενο. Ο έλεγχος της πληροφορίας αναφορικά με το εισόδημα των αιτούντων και για το ποιος είναι επιλέξιμος για ένα επίδομα είναι ανεπαρκής και τα τοπικά στελέχη δεν είναι σε θέση να ελέγξουν εάν τα επιδόματα καταβάλλονται στα σωστά άτομα.

Η έκθεση συνεχίζει προτείνοντας μια σειρά από δράσεις που έμελλε να υλοποιηθούν λίγο αργότερα. Έτσι, προτείνει α) την ενίσχυση του ΟΓΑ για τον έλεγχο των ωφελουμένων αναφορικά με τα μέσα διαβίωσης και το εισόδημα, β) τη δημιουργία σε κάθε δήμο γραφείου κοινωνικών υποθέσεων, το οποίο θα αναλάβει και την καταβολή των παροχών και γ) ως σημείο όπου οι πολίτες τα καταθέτουν τις αιτήσεις τους προτείνει τα ΚΕΠ. Η έκθεση επίσης επισημαίνει το γεγονός ότι η διαχείριση των παροχών, έως σήμερα, στο τοπικό επίπεδο ήταν «αδύναμη». (OECD, 2013, σελ. 19, 22, 88-92).

Τέλος επισημαίνεται η πολυπλοκότητα της διοίκησης του όλου συστήματος, γεγονός, που όπως το θέτει ευγενικά, υπονομεύει την «αποδοτικότητα, την λογοδοσία και την αποτελεσματική υλοποίηση». Μεγάλος αριθμός υπουργείων, φορέων και τα τοπικά τους δίκτυα είναι εμπλεκόμενοι. Οι κεντρικές κυβερνητικές δομές για την επίβλεψη και την καθοδήγηση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας είναι κατακερματισμένες, αδύναμες και ανεπαρκείς, χωρίς κάποιο εποπτεύων υπουργείο, με αλληλοεπικαλύψεις και σύγχυση αρμοδιοτήτων».

Συνεπώς, εδώ έχουμε την πρώτη αποτύπωση της διοικητικής διάρθρωσης που θα προκύψει στον τομέα της προνοιακής επιδοματικής πολιτικής.

Στην ανάδειξη του ΟΠΕΚΑ ως ενός από τους κεντρικούς φορείς στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, ωστόσο, συνεισφέρουν τρεις ακόμα παράμετροι. Η πρώτη έχει να κάνει με τις γενικότερες διοικητικές εξελίξεις στον τομέα της κοινωνικής προστασίας, η δεύτερη με την λειτουργία του ΟΓΑ και η τρίτη με τις προτάσεις που ανέπτυξε η Παγκόσμια Τράπεζα, επηρεαζόμενη βέβαια από τις δύο πρώτες.

Μια σημαντική μεταρρύθμιση έχει ήδη λάβει χώρα με την σταδιακή δημιουργία ενός Υπουργείου όπου, πλέον, συγκατοικούν η κοινωνική ασφάλιση και η πρόνοια. Μία δεύτερη σημαντικότατη μεταρρύθμιση που έλαβε χώρα στη διάρκεια των μνημονίων και αποτέλεσε τον πυλώνα για τον εξορθολογισμό και του τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και δημιούργησε τις διοικητικές βάσεις για την εύχερη και με έλεγχο εισοδήματος απονομή των επιδομάτων ήταν η μεγάλη μεταρρύθμιση στη φορολογική διοίκηση.  Με αυτή, για πρώτη φορά, δημιουργούνται οι δυνατότητες από την πλευρά της Διοίκησης να έχει ουσιαστική γνώση των εισοδημάτων και της περιουσιακής κατάστασης των πολιτών.

Η έτερη μεταρρύθμιση αφορά τη δημιουργία του ΕΦΚΑ. Η συγχώνευση των δεκάδων ταμείων σε ένα, καλλιεργεί και μια συγκεκριμένη νοοτροπία για ενιαιοποίηση των διοικητικών διαδικασιών. Επιπρόσθετα, η δημιουργία ενός ενιαίου ταμείου κοινωνικής ασφάλισης είχε και μια άλλη συνέπεια: την ανάγκη για εξεύρεση ενός ουσιαστικού ρόλου για τον ΟΓΑ.

Στην εξεύρεση αυτού του νέου κάποια βασικά στοιχεία του ΟΓΑ και των στελεχών του διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Ήδη από το 1982, ο ΟΓΑ είχε αναλάβει την διαχείριση της πρώτης προνοιακής παροχής –μολονότι αναφερόταν ως σύνταξη– της σύνταξης ανασφάλιστων υπερηλίκων του νόμου 1286/1982. Επιπλέον, το 1992, όταν θεσμοθετήθηκαν τα πολυτεκνικά επιδόματα -το επίδομα τρίτου παιδιού, το μηνιαίο πολυτεκνικό επίδομα και η ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας - η χορήγησή τους ήταν ευθύνη του ΟΓΑ (Ματσαγγάνης, 2011).

Στην διάρκεια της κρίσης ο ΟΓΑ αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μια από τις μεγαλύτερες επιδοματικές μεταρρυθμίσεις, την μετατροπή των οικογενειακών επιδομάτων σε επίδομα τέκνων. Αργότερα, αναλαμβάνει την διαχείριση και την απόδοση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων. Η επιτυχημένη υλοποίηση όλων αυτών των αρμοδιοτήτων στηρίχθηκε στην τεχνογνωσία του στελεχών του αναφορικά με διοικητικές διαδικασίες που απαιτούσαν δικτυώσεις, βαθειά γνώση του συνόλου της δημόσιας διοίκησης, καθώς και διασυνδέσεις με την τοπική πραγματικότητα μέσω των ανταποκριτών του και των περιφερειακών του διευθύνσεων. Επιπλέον, διέθετε μια υψηλή τεχνογνωσία σε ψηφιακά συστήματα.

Τον Απρίλιο του 2016, σε μια έκθεσή της, η Παγκόσμια Τράπεζα, προτείνει την δημιουργία ενιαίων φορέων τόσο για την κοινωνική ασφάλιση όσο και για την κοινωνική πρόνοια. Επιπλέον, προτείνει την συγκέντρωση των περισσότερων ή και του συνόλου των επιδομάτων υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και την δημιουργία ενός Φορέα Κοινωνικής Πρόνοιας για την υποστήριξη της παροχής κοινωνικών επιδομάτων και υπηρεσιών και την δημιουργία τοπικών γραφείων για την υποστήριξη των δυνητικών δικαιούχων των κοινωνικών προγραμμάτων (WorldBank, 2016, σελ. 48).Ακόμα, αναφέρεται στην δημιουργία ενός ενιαίου μητρώου δικαιούχων και μιας ενιαίας ψηφιακής πλατφόρμας για την απονομή των παροχών. Τέλος, επισημαίνει  και αυτή, την ανάγκη για βελτίωση των περιφερειακών και δημοτικών ικανοτήτων και στην διασύνδεσή τους με τις (την) κεντρική υπηρεσία (WorldBank, 2017, σελ.8). 

Συνεπώς, η νέα αρχιτεκτονική του συστήματος έχει αρχίσει πλέον να δομείται. Τον Φεβρουάριο του 2016 θεσμοθετούνται τα Κέντρα Κοινότητας[4]. Τον Δεκέμβριο του 2016[5]δημοσιεύεται μια απόφαση για την αλλαγή του ρόλου του ΟΓΑ και την μετατροπή του από ασφαλιστικό οργανισμό, σε φορέα χειρισμού προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας. Το 2017, ανακοινώνεται στην Κοινοβουλευτική Υποεπιτροπή για τα Θέματα των Ατόμων με Αναπηρία από την τότε Υφυπουργό κα Φωτίου, η δημιουργία μιας Ενιαίας Αρχής Διαχείρισης και Απονομής των ΠρονοιακώνΕπιδομάτων,με στόχο να απονέμονται, πλέον, τα προνοιακά επιδόματαμε τρόπο ενιαίο, απόλυτα διαφανή, αδιάβλητο και αντικειμενικό και με κορμό του νέου οργανισμού το τμήμα του ΟΓΑ που δεν ενσωματώθηκε στον ΕΦΚΑ. Τελικά, τον Φεβρουάριο του 2018, ο ΟΓΑ, με τον νόμο 4520/2018, μετασχηματίζεται στον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και αναλαμβάνει την διαχείριση της συντριπτικής πλειοψηφίας των προνοιακών επιδοματικών παροχών του συστήματος κοινωνικής προστασίας.

 

4.3 Ο σημερινός ρόλος του ΟΠΕΚΑ στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας

Το άρθρο 2 του ν. 4520/2018 καθορίζει τον ρόλο του ΟΠΕΚΑ: «Στο πλαίσιο του Εθνικού Συστήματος ΚοινωνικήςΑλληλεγγύης, σκοπός του ΟΠΕΚΑ είναι:α) Η χορήγηση χρηματοδοτούμενων από τον ΚρατικόΠροϋπολογισμό προνοιακών παροχών, επιδομάτων, οικονομικών ενισχύσεων, κοινωνικών υπηρεσιών, για τηνοικονομική στήριξη και κοινωνική ένταξη οικογενειώνκαι ευπαθών ομάδων του πληθυσμού,

β) Η υλοποίηση, εκτέλεση και διαχείριση προγραμμάτων, δράσεων και ενεργειών που αφορούν προνοιακέςπολιτικές» του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.

Ήδη από τον καταστατικό νόμο του ΟΠΕΚΑ, διαφαίνεται η βούληση του νομοθέτη για την διαμόρφωση ενός οργανισμού που θα αναλάβει όχι μόνον την χορήγηση των προνοιακών παροχών της χώρας, αλλά και λοιπών δράσεων, όπως π.χ. κοινωνικών υπηρεσιών. Επιπλέον, με τον ίδιο νόμο, ο ΟΠΕΚΑ καθίσταντο το συντονιστικό κέντρο της απονομής των προνοιακών επιδομάτων, αφού στο Άρθρο 48 του ιδίου νόμου οριζόταν η διαλειτουργική διασύνδεση του ΟΠΕΚΑ με τα Κέντρα Κοινότητας. Ειδικότερα, ο ΟΠΕΚΑ καλείται να παρέχει στα Κέντρα Κοινότηταςεπικαιροποιημένο πληροφοριακό-ενημερωτικόυλικό, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, σχετικά με τακριτήρια και τις προϋποθέσεις ένταξης στα προνοιακάπρογράμματα παροχών και υπηρεσιών που διαχειρίζεται, καθώς και σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, τόσο των ενδιαφερομένων όσο και των δικαιούχωντων παροχών και υπηρεσιών του. Επιπλέον, στα καθήκοντά του εμπίπτει και η παροχή οδηγιών προς τα Κέντρα Κοινότητας αναφορικά με τη διοικητική διαδικασία υποβολής και συμπλήρωσης των αιτήσεων και των απαιτούμενων δικαιολογητικών.

Σήμερα, η παρουσία του ΟΠΕΚΑ έχει συνεισφέρει στη συστηματικοποίηση και απλοποίηση των διαδικασιών υποβολής αιτημάτων για πληθώρα επιδομάτων. Συνεπικουρούμενος από τα Κέντρα Κοινότητας και τις Περιφερειακές του Διευθύνσεις έχει καταστεί το  σημείο αναφοράς για την ικανοποίηση των αιτημάτων των πολιτών.

Μέσα από την καθημερινή επαφή με τα Κέντρα Κοινότητας, τα ΚΕΠ και σε συνεργασία με τις αρμόδιες διευθύνσεις της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Αλληλεγγύης, έχει συνεισφέρει στην ομογενοποίηση και τον εξορθολογισμό των διαδικασιών απονομής των επιδομάτων σε όλη την επικράτεια. Η ύπαρξη ενός κεντρικού σημείου αναφοράς για οποιοδήποτε ζήτημα ανακύπτει στην απονομή των επιδομάτων και η ομογενοποίηση των απαντήσεων για την επίλυση αυτών των ζητημάτων είναι αποφασιστικής σημασίας στοιχείο τόσο για την ισότιμη αντιμετώπιση των πολιτών όσο και για την διασφάλιση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την Διοίκηση. Η διαμόρφωση του κανονισμού απονομής των παροχών που προβλέπεται στο καταστατικό του νόμο και του Ενιαίου Μητρώου Δικαιούχων θα είναι κρίσιμα στοιχεία στην ολοκλήρωση του ρόλου του στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.

Σήμερα ο ΟΠΕΚΑ διαχειρίζεται δεκατρείς επιδοματικές παροχές, με ύψος καταβολές σε αυτές στο τέλος του 2020 πάνω από ένα σύνολο επιδομάτων που αφορά σε περίπου 2,5 διεκατομμύρια ευρώ και εξυπηρετεί γύρω στα  2,5 εκατομμύρια ωφελούμενους. Μια συνοπτική εικόνα των παροχών του Οργανισμού αποδίδει ο παρακάτω πίνακας:

Επιδόματα, προϋπολογισμός και αριθμός δικαιούχων[6]

Επίδομα

Ποσό 2020

(σε ευρώ)

Αριθμός δικαιούχων

(αιτήσεις)

Συνολικός αριθμός ωφελουμένων

Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα

674.031.923

257.452

602.572

Επίδομα Στέγασης

353.068.452

247.526

625.024

Επίδομα Στεγαστικής Συνδρομής

3.703.216

1.037

 

Πρόγραμμα Επιδότησης Πρώτης Κατοικίας Λόγω COVID (Πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ»)

23.256.862

57.205

 

«Κόκκινα δάνεια» - ν. 4605/2019 για την προστασία της 1ης κατοικίας

995.022

2.497

 

Επίδομα Ομογενών/Παλιννοστούντων

3.110.931

6.987

 

Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανσφαλίστων Υπερηλίκων

43.817.967

14.274

14.274

Επίδομα (σύνταξη) Ανασφαλίστωντουν. 1289/1982

95.617.494

20.904

 

ΟικονομικήΕνίσχυσηΟρεινώνκαιΜειονεκτικώνΠεριοχών

1.702.200

3.433

 

Επίδομα Παιδιού

1.016.000.000

888.324

1.540.900

(παιδιά)

Επίδομα Γέννησης

109.864.000

66.064

 

Οικονομική Ενίσχυση Αναδοχής

90.059

205

 

Προνοιακά Επιδόματα Αναπηρίας

831.735.000

168.325

 

Σύνολο δαπάνης

2.550.365.126

 

 

 

 

5.      Συμπερασματικές παρατηρήσεις. Η μεγάλη μεταρρύθμιση: προς ένα νέο σύστημα προνοιακών παροχών;

Ο Αμίτσης (2016), επισημαίνει ότι η κρίση βρήκε τον τομέα της κοινωνικής προστασίας χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία τόσο στο επίπεδο των επιδομάτων όσο και στο οργανωτικό-διοικητικό. Δεν ήταν μόνον ότι το υφιστάμενο δίχτυ ασφαλείας ήταν  διάτρητοκαι ακατάλληλο  να αντιμετωπίσει τις νέες ανάγκες που αναδύθηκαν, αλλά και ότι τα υφιστάμενα διοικητικά σχήματα ήταν αδύναμα και ανήμπορα να ανταποκριθούν στην ένταση των κοινωνικών προβλημάτων.

Ωστόσο η κρίση αποτέλεσε μια ευκαιρία. Όπως τόνιζε η Σπανού, (Spanou, 2014) «η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην κόψη μιας πολυσχιδούς κρίσης η οποία, έχοντας ρίζες στην οικονομία, επηρεάζει το σύνολο της θεσμικής δομής. Πολλές πτυχές από τις λειτουργίες της διοίκησής της είναι ώριμες για ανανέωση. Έτσι, η κρίση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας καταλύτης για αλλαγή στη σχέση μεταξύ διοίκησης, πολιτικής και κοινωνίας».

Προς την μεγάλη μεταρρύθμιση στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας συνεπικούρησαν μια σειρά από παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας έχει να κάνει με την συζήτηση και τις προϋποθέσεις για την εισαγωγή και την υλοποίηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και γενικότερα την ανάγκη για μεταρρύθμιση της προνοιακής πολιτικής. Πολλά στοιχεία αυτής της συζήτησης και προτάσεις δράσεων αποτυπώνονται στα λεκτικά των μνημονίων όσο και στις κατά καιρούς εκθέσεις των διεθνών οργανισμών. Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με τη συγκέντρωση μιας σειράς συναφών πολιτικών κάτω από την σκέπη του ίδιου υπουργείου, γεγονός που περιόρισε τις ανάγκες για διυπουργικό συντονισμό. Η ενσωμάτωση των κοινωνικών ασφαλίσεων και της πρόνοιας σε ένα ενιαίο υπουργείο ήταν κρίσιμης σημασίας για την συνέχεια. Η τρίτη παράμετρος έχει να κάνει με τη μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης, που κατέστησε δυνατή, την δυνατότητα του ελέγχου του εισοδήματος με γρήγορες ψηφιακές διαδικασίες. Η τέταρτη παράμετρος είναι οι δραστικές αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, όπου και εκεί έχουμε σταδιακά την ενσωμάτωση των ποικίλων ταμείων κύριας και επικουρικής ασφάλισης σε ένα. Η πέμπτη παράμετρος ήταν η ίδια η μεταρρύθμιση υφιστάμενων παροχών, όπως για παράδειγμα το επίδομα παιδιού ή η εισαγωγή νέων όπως το επίδομα στέγασης και, γενικότερα,η διεύρυνση των παροχών αλλά με στόχευση και εισοδηματικό έλεγχο. Η έκτη παράμετρος έχει να κάνει με τις προτάσεις των διεθνών οργανισμών και αυτό που ο Φερώνας θα ονόμαζε «κάθετη επιβολή τουεξευρωπαϊσμού».Με άλλα λόγια, η μνημονιακή υποχρέωση, έθεσε τις κυβερνήσεις ενώπιον της ευθύνης να ακολουθήσουν με συνέπεια τις ίδιες πολιτικές για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, διάστημα που πιθανολογούμε ότι είναι αρκετό έτσι ώστε αυτές να εμπεδωθούν πέρα από τις κομματικές παλινωδίες των εκάστοτε κυβερνήσεων ή ακόμα και υπουργών.

Η θέση της παρούσας μελέτης είναι ότι οι μνημονιακές παρεμβάσεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, ιδιαίτερα στον τομέα της πρόνοιας, αναίρεσαν χρόνιες παθογένειες  και διαμόρφωσαν για πρώτη φορά στη χώρα ένα πλήρες πλαίσιο υποστηρικτικών προγραμμάτων για τους πολίτες που βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά και την απαραίτητη διοικητική υποδομή και οργάνωση για την αξιοπρεπή και με διαφάνεια απονομή αυτών των παροχών.

Η πολιτική που υλοποιήθηκε σε όλη την προηγούμενη δεκαετία στη χώρα, μια πολιτική που έτυχε της εύνοιας να υποστηριχθεί από όλες τις κυβερνήσεις αυτής της περιόδου, οδήγησε στην ανατροπή της παθογένειας που αναφέρει ο Βενιέρης: ότι, δηλαδή, οι δράσεις για την κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα, χαρακτηρίζονται από «απουσία/ατολμία διαρθρωτικών παρεμβάσεων σε κρίσιμους τομείς, όπως η απασχόληση και η κοινωνική προστασία. Η αποσπασματική πολιτική με διφορούμενα κριτήρια αποδυνάμωσε την αποτελεσματικότητα [της κοινωνικής πολιτικής]». Και, ότι, ειδικά για την κοινωνική πρόνοια, ο ρόλος της παραμένει αποσπασματικός, καταδεικνύοντας έτσι την διαχρονική αδυναμία καθολικής διασφάλισης. Ένα χαρακτηριστικό αυτής της απουσίας συστηματικών πολιτικών είναι αφενός η διατήρηση υψηλών ποσοστών φτώχειας σε όλη την μεταπολεμική περίοδο και, ιδιαίτερα, η ανησυχητική αύξηση της παιδικής φτώχειας από το 2000 και εντεύθεν (Βενιέρης, 2018, σελ. 44).

Σήμερα, στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και, αναφέρομε κυρίως στην επιδοματική πολιτική, υπάρχει ένα δομημένο σύστημα που περιλαμβάνει τις Διευθύνσεις της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τον ΟΠΕΚΑ και τα Κέντρα Κοινότητας και τις κοινωνικές διευθύνσεις των Δήμων και ενίοτε και τα ΚΕΠ.

Έχει ολοκληρωθεί η μεταρρύθμιση στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας στη χώρα μας;  Όχι. Πολλά μένουν ακόμα να γίνουν, στη διοικητική λειτουργική διασύνδεση των εμπλεκομένων φορέων και, κυρίως την καλύτερη οργάνωση, την μονιμοποίηση των Κέντρων Κοινότητας, την στενότερη  διασύνδεσή τους με τον ΟΠΕΚΑ και την αναβάθμιση της στελέχωσης όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Σήμερα είναι απαραίτητος, τουλάχιστον, ο διπλασιασμός των στελεχών που εμπλέκονται σε όλο αυτό το σύστημα.

Από την άλλη, όμως, δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρίσει κανείς ότι σήμερα υφίσταται στην κοινωνική πρόνοια της χώρας ένα ευρύ δίχτυ ασφαλείας για τους συμπολίτες μας που βρίσκονται σε ανάγκη. Ότι υπάρχουν διαδικασίες απονομής που σέβονται την αξιοπρέπειά τους. Ότι για να υφίστανται όλα αυτά, πέραν των άλλων, υπάρχουν άνθρωποι που μόχθησαν και παλεύουν ακόμα και σήμερα, με ελάχιστους διοικητικούς πόρους, για την υλοποίησή τους.

Οι δραστικές μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα, κάποτε αποτελούσαν στοιχείο συζήτησης, κυρίως σε ένα μικρό μέρος του ακαδημαϊκού κόσμου. Τα πορίσματα της σχετικής προβληματικής άρχισαν να τίθενται σε υλοποίηση μόνον υπό την πίεση των «προαπαιτούμενων» των μνημονίων. Σήμερα είναι καθήκον μας να προστατεύσουμε και να διευρύνουμε την πολιτική της «θεσμοθετημένης αλληλεγγύης», να πυκνώσουμε το δίχτυ αλληλεγγύης για τη φτώχεια, να στηρίξουμε τη δημογραφική αναγέννηση, να διευρύνουμε την μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης. Ο ΟΠΕΚΑ, σε όλη αυτή την εξέλιξη, υπήρξε τόσο το αποτέλεσμα όσο και ένα εργαλείο. Εργαλείο, γιατί έδωσε τη δυνατότητα να υλοποιηθούν συγκεκριμένες διοικητικές απαιτήσεις για το νέο τοπίο στην κοινωνική πρόνοια. Αποτέλεσμα, γιατί χωρίς την πύκνωση των δράσεων κοινωνικής πολιτικής, η αναγκαιότητά του δεν θα υπήρχε.

 

Βιβλιογραφία

Αμίτσης Γαβριήλ, (2016), Εμβληματικές πρωτοβουλίες διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής την εποχή των μνημονίων. Το υπόδειγμα της Εθνικής Στρατηγικής Κοινωνικής Ένταξης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

Αμίτσης Γαβριήλ, (2001),Αρχές οργάνωσης και λειτουργίας του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Το Ελληνικό μοντέλο των κοινωνικών υπηρεσιών και η Ευρωπαϊκή εμπειρία, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

ΒενιέρηςΔημήτρης, (2018), «Κοινωνική πολιτική σε χώρα χωρίς ‘πατρίδα’», στο Κώστας Δημουλάς& Γιάννης Κουζής (επιμ.), Κρίση και Κοινωνική Πολιτική. Αδιέξοδα και Λύσεις, Εκδόσεις Τόπος.

Βενιέρης Δημήτρης, (2003), «Αποσύνθεση και ανασύνθεση κοινωνικής πολιτικής: Η Ελληνική εμπειρία», στο Δημήτρης Βενιέρης και Χρίστος Παπαθεοδώρου (επιμ.), Η Κοινωνική Πολιτική στην Ελλάδα. Προκλήσεις και Προοπτικές, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

Βουλή των Ελλήνων, (2012), Νέα φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Πολιτικές καταπολέμησης και καθιέρωσης ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, Ειδική Συνεδρία Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων, Αθήνα.

Γιαννίτσης Τάσος, (2020), Ασφαλιστικό, ανάπτυξη, μακροοικονομία. Οι κρίσιμες διασυνδέσεις, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.

Γιαννίτσης Τάσος, (2016), Το ασφαλιστικό και η κρίση, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα.

Γιαννίτσης Τάσος, (2007), Το ασφαλιστικό (ως ορφανό πολιτικής) και μια διέξοδος, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα.

Κοντιάδης Ξενοφών, (2006), «Η δικτύωση των κοινωνικών υπηρεσιών και ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης», Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη, τεύχος 1(1), σελ. 49-66.

Κοντιάδης Ξενοφών & Δημήτρης Απίστουλας, (2006),Μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους και τοπική αυτοδιοίκηση, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

Κοντιάδης Ξενοφών, (1997), Η κοινωνική διοίκηση στην Ελλάδα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.

Κοντός Δημήτρης, (2009), Υπόθεση εργασία, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα.

Ματσαγγάνης Μάνος, (2011),Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς. Οικονομική κρίση, δημοσιονομική λιτότητα και κοινωνική προστασία, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα.

Ματσαγγάνης Μάνος, (2004), Η κοινωνική αλληλεγγύη και οι αντιφάσεις της. Ο ρόλος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε μια σύγχρονη κοινωνική πολιτική, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα.

Ομάδα εργασίας (2007), «Μία πρόταση για την υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος κοινωνικής υποστήριξης και ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» στο ΕΚΚΕ, Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2006, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής, Αθήνα.

Πετμεζίδου-Τσουλουβή Μαρία, (1992), Κοινωνικές ανισότητες και κοινωνική πολιτική, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα.

Σούρλας Ι. Γεώργιος, (2019), Αλήθειες και μύθοι για το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα. Για μια νέα ανάγνωση του Κοινωνικού Κράτους στην Ελλάδα, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

Σπυροπούλου Ναταλία, (2007), «Η πολιτική του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στο ελληνικό κράτος πρόνοιας», στο ΕΚΚΕ, Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2006, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής, Αθήνα.

Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, (2018),Εθνική Στρατηγική για την Κοινωνική Ένταξη, Γενική Γραμματεία Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Διεύθυνση Κοινωνικής Ένταξης και Κοινωνικής Συνοχής, Αθήνα, Οκτώβριος 2018.

Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, (2014), Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο για την Κοινωνική Ένταξη, Αθήνα.

Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, (2008), Οι στοχευμένες πολιτικές καταπολέμησης της φτώχειας στο ελληνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Προςένανέομοντέλοκοινωνικήςδικαιοσύνης, Αθήνα.

Φερώνας Ανδρέας, Ο εξευρωπαϊσμός της κοινωνικής πολιτικής. Θεωρητικό πλαίσιο, μεθοδολογικά προβλήματα και η ελληνική εμπειρία, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα.

OECD, (2013),Greece: Reform of Social Welfare Programmes, OECD.

European Commission, (2009), Joint Report on Social Protection and Social Inclusion 2009, European Commission, Directorate General for Employment, Social Affairs and Equal Opportunities.

Spanou Calliope, (2014), «Administrative elites and the crisis: what lies ahead for the senior civil service in Greece?», International Review of Administrative Sciences,Volume 80, Issue 4 , σελ. 709-725.

World Bank, (2017), Greece Social Welfare Review. Output D5: Reforming Social Welfare in Greece.

World Bank, (2016), Greece Social Welfare Review. Output D4: Preliminary Policy Recommendations (Second Report), Social Protection and Labour Global Practice, World Bank.

Ziomas D., N. Bouzas, D. Ntontis (2004), Group of non-governmental experts in the fight afianst poverty and social exclusion, First report 2004, Assessment of implementation of the Greek NAPincl 2003-2005, Institute of Social Policy, EKKE.

 

Νομοθεσία

Ν. 4520/2018 (ΦΕΚ Α΄30/22.02.2018), «Μετεξέλιξη του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων σε Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ) και λοιπές διατάξεις».

ΚΥΑ υπ’ Αριθμ. Φ.80000/57604/15285 (ΦΕΚ Β΄ 4318/30.12.2016), «Οργανωτική δομή, αποστολή, αρμοδιότητες καιστελέχωση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) (ΝΠΔΔ)».

Νόμου 4368/2016 (ΦΕΚ 21Α΄/21.02.2016) «Μέτρα για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις».

N. 4445/2016 (ΦΕΚ Α΄236) «Εθνικός Μηχανισμός Συντονισμού, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Πολιτικών ΚοινωνικήςΈνταξης και Κοινωνικής Συνοχής, ρυθμίσεις γιατην κοινωνική αλληλεγγύη και εφαρμοστικές διατάξεις του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) και άλλες διατάξεις».

Ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α΄ 87) «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης - Πρόγραμμα Καλλικράτης»

Ν. 3631/2008 (ΦΕΚ Α΄6), «Σύσταση Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής και άλλες διατάξεις».

Ν. 2082/1992 (ΦΕΚ Α΄ 158) «Αναδιοργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας και καθιέρωση νέων θεσμών κοινωνικής προστασίας».

ΠΔ 544/1977 (ΦΕΚ Α΄178) «Περί Οργανισμού του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών».

Ν. 2345/1995 (ΦΕΚ Α΄ 213), Οργανωμένες Υπηρεσίες Παροχής Προστασίας από Φορείς Κοινωνικής Πρόνοιας και Άλλες Διατάξεις.

Ν.Δ. 162/1973 (ΦΕΚ Α΄227), «Περί μέτρων προστασίας υπερηλίκων και χρονίως πασχόντων ατόμων». 

Ν.Δ. 57/1973 (ΦΕΚ Α΄ 149) «Περί λήψεως μέτρων κοινωνικής προστασίας των οικονομικώς αδυνάτων και καταργήσεως των διεπουσών τον θεσμό της απορίας διατάξεων»

 



[1] Ν.Δ. 57/1973 (ΦΕΚ Α΄ 149) «Περί λήψεως μέτρων κοινωνικής προστασίας των οικονομικώς αδυνάτων και καταργήσεως των διεπουσών τον θεσμό της απορίας διατάξεων» και Ν.Δ. 162/1973 (ΦΕΚ Α΄227), «Περί μέτρων προστασίας υπερηλίκων και χρονίως πασχόντων ατόμων». 

[2] Ν. 3631/2008 (ΦΕΚ Α΄6), «Σύσταση Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής και άλλες διατάξεις».

[3]KYA υπ’ Αριθμ. Δ14/15834/237 (ΦΕΚ B 1344/19.04.2019) «Καθορισμός προδιαγραφών λειτουργίας των Κέντρων Κοινότητας».

[4] Άρθρο 4 του Νόμου 4368/2016 (ΦΕΚ 21/Α) «Μέτρα για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις».

[5] Απόφαση με Αριθμ. Φ.80000/57604/15285, «Οργανωτική δομή, αποστολή, αρμοδιότητες και στελέχωση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ)».

 

[6] Όλα τα στοιχεία προέρχονται από τα μηνιαία Δελτία Τύπου που εκδίδει ο Οργανισμός για τις μηνιαίες πληρωμές. Για την οικονομική ενίσχυση αναδοχής τα στοιχεία αφορούν τον Ιούλιο του 2021. Για το Επίδομα Παιδιού και την οικονομική ενίσχυση Ορεινών και Μειονεκτικών Περιοχών τα στοιχεία αφορούν το σύνολο του έτους. Για τα λοιπά επιδόματα οι αριθμοί δικαιούχων είναι μηνιαίοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.