Η Ευρωπαϊκή εμπειρία στον τομέα της κοινωνικής
οικονομίας
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΓΕΩΡΜΑΣ
Δρ. Κοινωνιολογίας
1. Εισαγωγή
Στο παρόν κείμενο καταβληθεί
προσπάθεια για μια σύνοψη της ιστορικής εξέλιξης και της εμπειρίας σε κάθε
συγκεκριμένη χώρα των οργανώσεων του τομέα της κοινωνικής οικονομίας σε
ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο παρόν πόνημα δεν θα γίνει ανάλυση του όρου της
«κοινωνικής οικονομίας», ζήτημα το οποίο αναλύεται σε άλλα σημεία αυτού του
βιβλίου. Ωστόσο εδώ θα ήθελα να επισημάνω ότι η παρούσα μελέτη υιοθετεί τον όρο
της κοινωνικής οικονομίας για να καλύψει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος των
πρωτοβουλιών που περιλαμβάνονται σε αυτό τον τομέα και που κατά καιρούς έχουν
οριστεί ως μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, τρίτο σύστημα, τρίτος τομέας, κοινωνική
οικονομία, κοινωνικές επιχειρήσεις[1]. Στο
παρόν κείμενο θα γίνει μια προσπάθεια ενός γενικού μικρού ιστορικού της
εξέλιξης της κοινωνικής οικονομίας. Στη συνέχεια θα γίνεται μια πιο αναλυτική
περιγραφή της εμπειρίας του τομέα σε συγκεκριμένες χώρες. Στο βαθμό που το
είδος του κοινωνικού κράτους που έχει αναπτυχθεί ιστορικά σε κάθε χώρα παίζει
αποφασιστικό ρόλο στην μορφή των επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας η
επιλογή των χωρών δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει παραδείγματα και για τους
τέσσερις τύπους κοινωνικού κράτους[2]. Έτσι
θα εξεταστούν οι περιπτώσεις της Σουηδίας, της Γερμανίας, του Ηνωμένου
Βασιλείου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας.
1. Συνοπτικό ιστορικό
της κοινωνικής οικονομίας
Οι οργανώσεις με κοινωνικούς
στόχους και παράλληλη οικονομική δραστηριότητα έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην
κοινωνική, οικονομική και πολιτική ιστορία τόσο στις χώρες του ανεπτυγμένου
καπιταλισμού, όσο και τις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Επίσης,
σημαντικότατο ρόλο έχουν διαδραματίσει στο παρελθόν, αλλά και σήμερα στις χώρες
του τρίτου κόσμου.
Αναφορικά με την εξέλιξη της
κοινωνικής οικονομίας μπορούν να αναφερθούν τέσσερεις γενικές παρατηρήσεις:
- Οι οργανισμοί που ανήκουν σε αυτό τον τομέα έχουν
διαμορφωθεί μέσα στα εθνικά πλαίσια για μια μακρά χρονική περίοδο που ξεκινά
τουλάχιστον από τις αρχές του 19ου αιώνα.
- Οι σχέσεις μεταξύ κράτους και εκκλησίας έχουν
διαμορφώσει σε έντονο βαθμό τις δραστηριότητες του τομέα.
- Η εξέλιξη του τομέα της κοινωνικής οικονομίας παρουσιάζει
διακυμάνσεις, έχοντας άλλοτε έντονη ανοδική πορεία και άλλοτε φθίνουσα.
- Οι ρυθμοί ανάπτυξης του τομέα μέχρι την δεκαετία
του 1960 ήταν αργοί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι,
μολονότι υπάρχουν έντονες αντιπαραθέσεις για τη μορφή και το ρόλο των
οργανώσεων της κοινωνικής οικονομίας, από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα
οι ρυθμοί αύξησης τους είναι πολύ πιο έντονοι[3].
Φιλανθρωπικές οργανώσεις και
άλλοι τύποι μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στον τομέα της υγείας και των
κοινωνικών υπηρεσιών χρονολογούνται από την εποχή του Μεσαίωνα. Την ίδια πάνω
κάτω περίοδο αναπτύσσονται οι εταιρείες αμοιβαίας βάσης, εταιρείες που
δημιουργήθηκαν από εργαζομένους για να διασφαλίσουν συντάξεις και βοήθεια προς
τα μέλη τους.
Επιχειρηματικοί οργανισμοί με
κοινωνικούς στόχους αναπτύχθηκαν κατά κύριο λόγο τον 19ο αιώνα. Αυτοί
ήταν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι πιστωτικές ενώσεις και τα ταμιευτήρια. Στο
Ηνωμένο Βασίλειο αναπτύχθηκαν καταναλωτικοί συνεταιρισμοί ενώ οι στεγαστικοί
συνεταιρισμοί αναπτύχθηκαν σε αρκετές χώρες μεταξύ αυτών το Ηνωμένο Βασίλειο, η
Γερμανία και η Σουηδία. Σε χώρες με πιο βραδεία καπιταλιστική ανάπτυξη όπως η
Γαλλία και η Ιταλία και η Ισπανία αναπτύχθηκαν κυρίως οι εργατικοί
συνεταιρισμοί.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός
ότι οι πρώτοι τέτοιοι συνεταιρισμοί έλαβαν χώρα ήδη από το 1790 με τον πολλαπλασιασμό
των Φιλικών Εταιρειών, ενώ ιδιαίτερη έκταση έλαβαν οι συνεταιρισμοί κατά τον 19ο
αιώνα. Αναφέρεται ότι στη Γαλλία, οικονομικές πρωτοβουλίες με τη μορφή των
«αδελφοτήτων» ή των αλληλέγγυων πρωτοβουλιών» είχαν μεγάλη ανάπτυξη στις
δεκαετίες του 1830 και 1840[4].
Με ένα συνέδριο που έλαβε χώρα
στο Λονδίνο ιδρύθηκε η Διεθνής Συνεταιριστική Συμμαχία (International Cooperative Alliance), γεγονός που
επέδρασε καταλυτικά στην περαιτέρω ανάπτυξη των συνεταιρισμών. Εκεί τέθηκαν για
πρώτη φορά οι αρχές που θα υιοθετηθούν οι οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας,
όπως η ισότητα στην ψηφοφορία, η μη κατανομή των κερδών σύμφωνα με το κεφάλαιο
εκάστου, ακόμα και το γεγονός του να διατηρούνται αποθεματικά τα οποία δεν
διανέμονται στους εταίρους ακόμα και σε περίπτωση διάλυσης του συνεταιρισμού[5].
Στην Γερμανία, αναπτύχθηκαν την
ίδια περίοδο τόσο οι συνεταιρισμοί όσο και οι ενώσεις αλληλοβοήθειας. Ο πρώτος
καταγεγραμμένος συνεταιρισμός ήταν από υφαντές. Η πρώτη πιστωτική ένωση
ιδρύθηκε το 1862, ενώ το 1877 υπήρξε η πρώτη ομοσπονδία αγροτικών
συνεταιρισμών.
Παρόμοιοι οργανισμοί αναπτύχθηκαν
στην Ισπανία και την Ιταλία αλλά και στη Γαλλία. Πιθανότατα, είναι η Γαλλία
στην οποία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος «κοινωνική οικονομία». Τη
χρονιά εκείνη ένας φιλελεύθερος οικονομολόγος, ο Charles Dunoyer, δημοσιεύει την Πραγματεία περί Κοινωνικής Οικονομίας.Εκεί
ο πρώτος εργατικός συνεταιρισμός καταγράφεται το 1834. Προς τα τέλη του 19ου
αιώνα η Γαλλία αριθμούσε 2500 ενώσεις αλληλοβοήθειας με πάνω από 400.000 μέλη.
Έτσι, στις αρχές του εικοστού
αιώνα η κοινωνική οικονομία βρισκόταν ήδη σε πλήρη άνθιση. Ενδιαφέρον
παρουσιάζει το γεγονός ότι προωθήθηκε από όλες τις πλευρές του πολιτικού
φάσματος, με διαφορετική βέβαια προσέγγιση από τον καθένα. Επίσης πέρα από τις
πολιτικές δυνάμεις, μεγάλη συνεισφορά στην ανάπτυξή της είχε η εκκλησία, τόσο η
καθολική όσο και η προτεσταντική. Πάντως σε όλη αυτή την περίοδο το
χαρακτηριστικό που διακρίνει όλες αυτές τις δράσεις είναι ότι προωθώντας το
συμφέρον των μελών, συνεισέφεραν στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής όλων
αυτών των μειονεκτούντων ομάδων.
Η ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας
φαίνεται να περιορίζει τις αναπτυξιακές τάσεις του τομέα. Ιδιαίτερα μετά την
δεκαετία του 1930, οι κύριες τάσεις ανάπτυξης βρίσκονται στον ιδιωτικό και τον
δημόσιο τομέα. Η ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας μάλιστα, σε ορισμένες χώρες
απορροφά μέρος των δραστηριοτήτων της κοινωνικής οικονομίας με τη σύμφωνη γνώμη
μάλιστα των ίδιων των συμμετεχόντων σε αυτήν.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του
εικοστού αιώνα, η κρίση του κράτους πρόνοιας, οι τεχνολογικοί μετασχηματισμοί
στον χώρο της εργασίας, η δημογραφική γήρανση, και οι αλλαγές στις
οικογενειακές δομές δημιούργησαν νέες ανάγκες που δεν μπορούσαν να καλυφθούν
από τις παραδοσιακές δομές του κράτους πρόνοιας. Επίσης, φαινόμενα όπως η
μαζική μακροχρόνια ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ευημερία του αγροτικού
κόσμου, η υποβαθμισμένες αστικές περιοχές απαιτούσαν νέες προσεγγίσεις. Τέλος η δημοσιονομική κρίση του κράτους
πρόνοιας σε συνδυασμό με τις παραπάνω κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές έστρεψαν
την προσοχή προς νέες μορφές παροχής κοινωνικών υπηρεσιών[6].
Έτσι, η κοινωνική οικονομία, ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 1990 παρουσιάζει
ταχεία ανάπτυξη, ιδιαίτερα με την μορφή των κοινωνικών επιχειρήσεων κοινωνικής
ένταξης, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην κοινωνική ένταξη μειονεκτούντων
ομάδων με βάση την απασχόληση.
2.2 Η προσέγγιση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην κοινωνική
οικονομία
Ο παραπάνω ορισμός αντανακλά σε
μεγάλο βαθμό και τις απόψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕΚ) για το ζήτημα, όπως
αυτές προκύπτουν τόσο μέσα από τις ανακοινώσεις που έχουν εκδοθεί κατά καιρούς
όσο και στις ιστοσελίδες της[7].
Έτσι, για την ΕΕΚ οι επιχειρήσει
της κοινωνικής οικονομίας βρίσκονται σε όλους τους οικονομικούς τομείς. Οι
συνεταιρισμοί απαντούν κυρίως στον τραπεζικό τομέα, στις χειροτεχνίες, την
αγροτική παραγωγή και τις λιανικές πωλήσεις. Οι εταιρείες αμοιβαίας βάσης είναι
δραστήριες στις ασφαλίσεις και τα ενυπόθηκα δάνεια. Οι ενώσεις και τα ιδρύματα
δραστηριοποιούνται στην παροχή υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας, τον αθλητισμό,
την κουλτούρα, την περιβαλλοντική ανάπλαση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την
αναπτυξιακή βοήθεια, τα καταναλωτικά δικαιώματα, την εκπαίδευση, την κατάρτιση
και την έρευνα. Κάποιες κοινωνικές επιχειρήσεις εργάζονται στην ανοικτή αγορά
και κάποιες άλλες έχουν στενή σχέση με το κράτος.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των
επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας ανά κατηγορία είναι:
Α) Συνεταιρισμοί
- Εθελοντική και ανοικτή συμμετοχή
- Ισότιμα δικαιώματα στην ψήφο-οι αποφάσεις με την
πλειοψηφία
- Η κεφαλαιακή συνεισφορά των μελών διαφοροποιείται
- Αυτονομία και ανεξαρτησία
- Ιδιαίτερης βαρύτητας οι τομείς αγροτικής παραγωγής,
βιομηχανία, τραπεζικές υπηρεσίες, λιανικές πωλήσεις, υπηρεσίες
Β) Εταιρείες αμοιβαίας βάσης
- Εθελοντική και ανοικτή συμμετοχή
- Ισότιμα δικαιώματα στην ψήφο-οι αποφάσεις με την
πλειοψηφία
- Οι εισφορές των μελών ανάλογες της ασφάλισης –δεν
υπάρχουν κεφαλαιακές συνεισφορές
- Αυτονομία και ανεξαρτησία
- Ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, ασφάλειες ζωής,
ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια
Γ) Ενώσεις/εθελοντικές οργανώσεις
- Εθελοντική και ανοικτή συμμετοχή
- Ισότιμα δικαιώματα στην ψήφο-οι αποφάσεις με την
πλειοψηφία
- Εισφορές μελών-όχι κεφαλαιακές συνεισφορές
- Αυτονομία και ανεξαρτησία
- Παροχή υπηρεσιών, εθελοντική εργασία, αθλητισμός,
εκπροσώπηση συμφερόντων
- Σημαντική συνεισφορά στις φροντίδες υγείας,
φροντίδα για τους ηλικιωμένους, τα παιδιά και τις κοινωνικές υπηρεσίες
Δ) Ιδρύματα
- Διοικούνται από διορισμένα συμβούλια
- Το κεφάλαιο μέσω δωρεών
- Χρηματοδότηση και εκπόνηση ερευνών, υποστήριξη
τοπικών, εθνικών και διεθνών προγραμμάτων. Επιχορηγήσεις προς άτομα για
εκπλήρωση αναγκών, χρηματοδότηση εθελοντικής εργασίας, υγεία φροντίδα
ηλικιωμένων
Ε) Κοινωνικές επιχειρήσεις
·
Μη κοινά αποδεκτός ορισμός
·
Κοινωνικοί σκοποί
συνδυασμένοι με το επιχειρηματικό πνεύμα του ιδιωτικού τομέα
·
Επανεπένδυση των κερδών για
την επίτευξη ευρύτερων κοινωνικών ή κοινοτικών στόχων
·
Καταγραμμένες ως ιδιωτικές
εταιρείες, συνεταιρισμοί, ενώσεις, εθελοντικές οργανώσεις, φιλανθρωπικά
ιδρύματα, ή εταιρείες αμοιβαίας βάσης
Η κοινωνική οικονομία είναι
σημαντική γιατί
- Συνεισφέρει στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό των
αγορών
- Προσφέρει δυνατότητες για δημιουργία θέσεων
εργασίας και νέες μορφές επιχειρηματικότητας και απασχόλησης
- Βασίζεται σε δράσεις που προωθούν τη συμμετοχή
- Αντιμετωπίζει καινούργιες ανάγκες
- Ενισχύει την αλληλεγγύη και τη συνοχή
Η έννοια της κοινωνικής
οικονομίας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη από το γεγονός ότι εμπερικλείει ένα ευρύ
φάσμα περιπτώσεων. Έτσι, δίνει δυνατότητα αναφοράς σε οργανώσεις που δεν έχουν
οικονομικές δράσεις (όπως π.χ. ενίοτε τα ιδρύματα ή οι οργανώσεις εκπροσώπησης
συμφερόντων). Επιπλέον, ακριβώς λόγω της ευρύτητάς του ο όρος μπορεί να
συμπεριλάβει και νέες μορφές που αναδύονται όπως οι κοινωνικές επιχειρήσεις[8].
Ιδιαίτερη σημασία
έχει η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο ζήτημα των κοινωνικών
επιχειρήσεων. Η Επιτροπή θεωρεί τις κοινωνικές επιχειρήσεις ως μέρος του τομέα
της κοινωνικής οικονομίας. Είναι ένα είδος οργανισμών μεταξύ του ιδιωτικού και
του δημόσιου τομέα με προεξάρχων χαρακτηριστικό την αφοσίωση σε κοινωνικούς
στόχους σε συνδυασμό με το επιχειρηματικό πνεύμα. Η επιχειρηματική τους φύση
διακρίνεται
·
στη συνεχή τους δράση για την
παραγωγή και πώληση αγαθών και υπηρεσιών
·
στον υψηλό βαθμό αυτονομίας
·
στους οικονομικούς κινδύνους που
αντιμετωπίζουν
·
στο ελάχιστο ποσό έμμισθης εργασίας
Η κοινωνική τους διάσταση αντικατοπτρίζεται
στο ότι
- είναι μια
πρωτοβουλία από πολίτες
- η λήψη αποφάσεων δεν
βασίζεται στην κατοχή κεφαλαίου
- έχουν συμμετοχική φύση, και μάλιστα συμμετέχουν και
τα άτομα που επηρεάζονται από την δραστηριότητα
- ο ρητός στόχος τους είναι το όφελος της κοινότητας
Οι κοινωνικές
επιχειρήσεις λαμβάνουν πολλές νομικές μορφές (ιδιωτικές εταιρείες,
συνεταιρισμοί, ενώσεις, εθελοντικοί οργανισμοί, φιλανθρωπικά ιδρύματα,
εταιρείες αμοιβαίας βάσης κ.ά). Η λειτουργία τους επικεντρώνεται στα πεδία της
εργασιακής ένταξης, προσωπικές υπηρεσίες και τοπική ανάπτυξη υποβαθμισμένων
περιοχών (αστικών, αγροτικών κ.ά.)[9] .
3. Κοινωνική οικονομία: η σημερινή
κατάσταση στην Ευρώπη
Στο παρόν κεφάλαιο θα γίνει
παρουσίαση των υφιστάμενων τάσεων, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με
την κοινωνική οικονομία. Η αναφορά θα γίνει σε μια σειρά από χώρες οι οποίες
αντιπροσωπεύουν ένα μοντέλο κοινωνικού κράτους, σύμφωνα με αυτά που κυριαρχούν
στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία. Έτσι, από το σκανδιναβικό (σοσιαλδημοκρατικό
μοντέλο) θα παρουσιαστεί η περίπτωση της Σουηδίας. Από το
κορπορατιστικό-συντηρητικό μοντέλο θα γίνει παρουσίαση της περίπτωσης της
Γερμανίας. Από το φιλελεύθερο μοντέλο θα εξεταστεί η περίπτωση του Ηνωμένου
Βασιλείου[10]. Επίσης από το
νοτιοευρωπαϊκό μοντέλο[11] θα
παρουσιαστούν οι περιπτώσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας. Ωστόσο, για να είναι
πλήρης η παρουσίαση θα εξεταστεί και η εμπειρία των νεοεισερχόμενων χωρών στην
ΕΕ. Εδώ η περίπτωση της Πολωνίας παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μικρές
αναφορές θα γίνουν και για χώρες που παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον
όπως για παράδειγμα το Βέλγιο, η Ιρλανδία και η Γαλλία[12].
Η παρουσίαση θα αναφερθεί σε
στοιχεία όπως το ιστορικό της κοινωνικής οικονομίας στη συγκεκριμένη χώρα, η
υφιστάμενη κατάσταση του τομέα, οι σχέσεις κράτους-κοινωνικών επιχειρήσεων και
ιδιωτικού τομέα, οι ομάδες στόχος των κοινωνικών επιχειρήσεων καθώς και οι
τομείς δραστηριότητάς τους, το νομικό πλαίσιο των φορέων του τρίτου τομέα.
Τέλος, γίνεται επισήμανση κάποιων ιδιαίτερων σημείων τα οποία θα καταστούν
χρήσιμα για την ανάλυση της ελληνικής κατάστασης και των προτάσεων για την
Ελλάδα.
Όπως είναι γνωστό, στον τομέα της
κοινωνικής οικονομίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει ένας θεσμοθετημένος
μηχανισμός καλών πρακτικών, όπως για παράδειγμα στην Ανοικτή Μέθοδο Συντονισμού
για την Κοινωνική Προστασία και την Κοινωνική Ένταξη. Ωστόσο, η παρουσίαση
συγκεκριμένων περιπτώσεων θεωρείται απαραίτητη, για να μεταφερθεί ο πλούτος των
εμπειριών από τις συγκεκριμένες κοινωνικές πρωτοβουλίες. Έτσι επιλέχθηκε από τη
μία να γίνει η παρουσίαση των «καλών πρακτικών» από κάθε χώρα που έγινε στα
πλαίσια της Equal.
Επιπρόσθετα θα γίνει πιο συνοπτική παρουσίαση κάποιων πρωτοβουλιών που
διαθέτουν κάποια ιδιαίτερα και ενδιαφέροντα στοιχεία από μελέτες οργανισμών
αναγνωρισμένου κύρους όπως ο ΟΟΣΑ και το UNDP.
3.1 ΒΕΛΓΙΟ
Η κοινωνική οικονομία άρχισε να
αποκτά κάποια σημασία στο Βέλγιο από τις αρχές τα δεκαετίας του 1990.[13] Σε
ομοσπονδιακό επίπεδο τρεις ήταν οι κινήσεις για την προώθησή της: α) η δημιουργία
αντίστοιχης διεύθυνσης, β) η υπογραφή συμφωνίας με τις περιφέρειες, τέλος, γ) η
έναρξη του διαλόγου με τους εμπλεκόμενους. Οι συμφωνίες που υπεγράφησαν
κάλυπταν την περίοδο 2000-2004 και 2005 με 2008.
Αναφορικά με τον ορισμό των
επιχειρήσεων που εντάσσονταν στην κοινωνική οικονομία χρησιμοποιήθηκαν πέντε
κριτήρια. 1) Η προτεραιότητα της εργασίας επί του κεφαλαίου, 2) η αυτονομία
διαχείρισης, 3) η προσφορά υπηρεσιών από την λειτουργία της επιχείρησης προς τα
μέλη και την κοινωνία ως κύριος σκοπός παρά το κέρδος, 4) οι δημοκρατικές
διαδικασίες απόφασης, και 5) η βιώσιμη ανάπτυξη και ο σεβασμός του
περιβάλλοντος.
Το Βέλγιο χρησιμοποίησε ποικίλες
μεθόδους για να υποστηρίξει την κοινωνική οικονομία. Έτσι, όσα άτομα έβγαιναν
έξω από την αγορά εργασίας και ελάμβαναν προνοιακές παροχές τους προσφέρονταν
μια θέση απασχόλησης από τις τοπικές Δημόσιες Υπηρεσίες Απασχόλησης σε
αντίστοιχες επιχειρήσεις. Οι θέσεις αυτές ήταν επιδοτούμενες και ο αριθμός τους
ήταν συγκεκριμένος. Επίσης, με νόμο μειώθηκε ο ΦΠΑ (στο 6%) για τα προϊόντα και
τις υπηρεσίες που παρήγαγαν αυτές οι επιχειρήσεις. Μόνο το 2007, για την
προώθησή των κοινωνικών επιχειρήσεων, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διοχέτευσε 15,57
εκατομμύρια ευρώ. Τα μέτρα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης περιλαμβάνουν
μισθολογικές επιδοτήσεις, μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές για την
απασχόληση μακροχρόνια ανέργων με χαμηλές δεξιότητες ή αυτών που ζουν με το
ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, καθώς και άμεση οικονομική υποστήριξη για τις
πρωτοβουλίες της κοινωνικής οικονομίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα
επιδοτούμενο σχήμα «κουπονιών υπηρεσιών» για να προωθήσουν συγκεκριμένες
υπηρεσίες σε επίπεδο γειτονιάς (καθαρισμός οικιών, σιδέρωμα κ. ά), που
προσομοιάζει της μεθόδου που ακολουθήθηκε και με την πρόσφατη πρόσκληση για τις
κοινωνικές δομές παιδικής φροντίδας στη χώρα μας. Το σύστημα των κουπονιών
υιοθετήθηκε γιατί συνεισέφερε επίσης στην έξοδο των εργαζομένων από την
παραοικονομία[14].
Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει το στοιχείο ότι στην περιοχή της Φλάνδρας χρηματοδοτούνται όχι μόνο
οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας αλλά και «κανονικές» επιχειρήσεις, οι
οποίες ωστόσο αναλαμβάνουν να εντάξουν άτομα με ιδιαίτερες δυσκολίες.
Οι επιδοτήσεις δεν είναι
σταθερές. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το παράδειγμα της Βαλωνίας όπου παρέχεται
μία επιδότηση για να καλύπτονται λειτουργικά έξοδα για τα τρία πρώτα χρόνια, η
οποία ανά έτος βαίνει μειούμενη. Επιπλέον υπάρχει μία επιδότηση ανά εργαζόμενο
για τα πρώτα τέσσερα χρόνια. Έπειτα η επιχείρηση πρέπει να καταστεί βιώσιμη και
να λειτουργήσει μόνη της.
Κάποια από τα διδάγματα από την
υλοποίηση των μέτρων για την κοινωνική οικονομία στο Βέλγιο ήταν:
1)
Η ύπαρξη ισορροπίας –μεταξύ
μεταβατικών θέσεων απασχόλησης και μόνιμων θέσεων, μεταξύ του ανταγωνισμού της
αγοράς και της δημόσιας επιδότησης, μεταξύ σταθερότητας και καινοτομίας.
2)
Η ύπαρξη επαγγελματισμού σε όσους
συμμετέχουν
3)
Η συστηματική αξιολόγηση των
αποτελεσμάτων αναφορικά με την ενσωμάτωση των εργαζομένων
4)
Η δέσμευση των δημόσιων αρχών και
η ευθύνη τους έναντι του τομέα της κοινωνικής οικονομίας
Ο νόμος του 1995, που καθορίζει
το καθεστώς της «επιχείρησης με κοινωνικό σκοπό» θέτει τους εξής όρους:
1. Οι εταίροι συμφωνούν να μην
επιδιώκουν το κέρδος ή να επιδιώκουν περιορισμένο κέρδος.
2. Η επιχείρηση ορίζει ένα
συγκεκριμένο κοινωνικό σκοπό ή σκοπούς, του οποίου στόχος δεν είναι η προμήθεια
έμμεσου κέρδους για τους εταίρους
3. Η πολιτική της επιχείρησης για
την τοποθέτηση των κερδών και η δημιουργία αποθεμάτων θα πρέπει να
αντικατοπτρίζει τους κοινωνικούς της στόχους.
4. Η επιχείρηση πρέπει να εκδίδει
ετήσια έκθεση όπου θα περιγράφει πώς επιτυγχάνει τους κοινωνικούς της στόχους,
όπου θα συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες για τις δαπάνες, τα λειτουργικά έξοδα
και τις αποδοχές του προσωπικού.
5. Οποιοδήποτε μέλος του
προσωπικού μπορεί να καταστεί εταίρος μετά από ένα έτος στην επιχείρηση.
6. Οποιοδήποτε μέλος του
προσωπικού που διακόπτει το συμβόλαιό του παύει να είναι εταίρος.
7. Σε περίπτωση ρευστοποίησης,
κάθε πλεόνασμα, αφού εκπληρωθούν όλες οι υποχρεώσεις και οι εταίροι έχουν
αποζημιωθεί για τις επενδύσεις τους, τοποθετείται σε συγγενείς με τους
κοινωνικούς στόχους της επιχείρησης σκοπούς[15].
3.2 ΔΑΝΙΑ
Στην Δανία οι επιχειρήσεις του
κοινωνικού τομέα, και ιδιαίτερα αυτές που αποκαλούνται Κοινωνικές Επιχειρήσεις
Εργασιακής Ένταξης (Κ.ΕΠ.ΕΡ.Ε.) φαίνεται να προσανατολίζονται, όπως και στο
Βέλγιο, από τοπικά ενεργοποιημένες επιχειρήσεις όπου κυριαρχεί η προσφορά
υπηρεσιών μαθητείας και κατάρτισης και προσωρινή ένταξη στην αγορά εργασίας[16]. Το
κράτος είναι κυρίαρχο, ενώ ο ιδιωτικός τομές διαδραματίζει πολύ μικρότερο ρόλο.
Οι περισσότερες κοινωνικές
επιχειρήσεις έχουν μια επιχειρηματική διάσταση. Επίσης έχουν ιδρυθεί από
τοπικούς φορείς ή άτομα και διαθέτουν τα χαρακτηριστικά των συνεταιρισμών.
Η σχέση τους με το κράτος είναι
ιδιαίτερα στενή, αφού ενώ διατηρούν τυπικά την αυτονομία τους, πολύ συχνά είναι
το κράτος που καθορίζει τους στόχους τους.
Δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία για
τις ΚΕΠΕΡΕ. Συνήθως ιδρύονται από ενώσεις πολιτών, κυβερνητικούς φορείς, και
άτομα από τον τρίτο τομέα. Πάντως μια πιο ενδελεχής μελέτη των οργανωτών τους
αποκαλύπτει ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία στρατολογούνται από δίκτυα που
σχηματίζονται από άτομα που δραστηριοποιούνται μέσα στις διάφορες τοπικές
οργανώσεις, ομάδες συμφερόντων, και των δημόσιων αρχών.
Τέτοιες επιχειρήσεις έχουν δύο
τύπων παραγωγικές δραστηριότητες. Παραγωγή υπηρεσιών, που σε άλλες περιπτώσεις
παρέχονται από το κράτος, όπως υπηρεσίες κατάρτισης και εκπαίδευσης. Ο δεύτερος
τύπος είναι η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών προς πελάτες[17].
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι μολονότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, η
παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών μικρό ρόλο παίζει στην χρηματοδότηση των
προγραμμάτων, με άλλα λόγια οι πωλήσεις καλύπτουν μικρό μέρος του κόστους,
ωστόσο έχουν πολύ μεγάλη συμβολική αξία και δίνουν νόημα στα μέλη του
προγράμματος.
Σε όλες τις επιχειρήσεις
καταβάλλεται προσπάθεια να καλλιεργηθεί ένα επιχειρηματικό κλίμα όσο εγγύτερα
γίνεται προς αυτό του ιδιωτικού τομέα. Διότι σε τελική ανάλυση, σημασία έχει
αυτοί που συμμετέχουν να καταστούν ικανοί να κατέχουν μια θέση απασχόλησης στον
τυπικό τομέα της οικονομίας.
3.3 ΙΡΛΑΝΔΙΑ
Ο κελτικός τίγρης αποτελεί ίσως
μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας
και μάλιστα σε δράσεις κοινωνικής ένταξης, αφού ένα από τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του αποτελεί ο συνδυασμός υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης
με υψηλά ποσοστά φτώχειας.
Ιστορικά, ο τρίτος τομέας στην
Ιρλανδία αποτελούνταν από συνεταιρισμούς αγροτών. Φορείς της εκκλησίας είχαν
έναν σημαντικό ρόλο ιδιαίτερα στην παροχή υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης[18].
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις στην
Ιρλανδία έχουν αναπτύξει δράσεις στον τομέα της ένταξης στην αγορά εργασίας,
στις πιστωτικές ενώσεις, στην παροχή προσωπικών υπηρεσιών (ηλικιωμένοι, παιδιά,
άνεργοι, μειονότητες, μετανάστες), στην τοπική ανάπτυξη και στη στέγαση.
Παρατηρείται ότι και στην περίπτωση της Ιρλανδίας από τα τέλη της δεκαετίας του
1980 έλαβαν χώρα εξελίξεις που ενισχύουν τον τρίτο τομέα. Αυτές ήταν «η ανάδυση
της κοινωνικής εταιρικότητας στη διαμόρφωση της εθνικής οικονομικής και
κοινωνικής πολιτικής και η αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης προς τις
κοινότητες και τον εθελοντικό τομέα»[19].
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το κράτος θεωρεί ότι ο τρίτος τομέας έχει
σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της μακροχρόνιας ανεργίας και του κοινωνικού
αποκλεισμού. Οι πόροι των κοινωνικών επιχειρήσεων προέρχονται από τις συνήθεις
πηγές: κρατικές επιδοτήσεις, πωλήσεις υπηρεσιών και αγαθών, εθελοντισμός.
Η Ιρλανδία έχει ένα από τα
υψηλότερα ποσοστά δαπανών σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης (1,75% ΑΕΠ) και
μεγάλο μέρος αυτών των δαπανών πηγαίνει σε επιδοτήσεις προς τον τρίτο τομέα. Το
1999 οι επιδοτήσεις αυτές ανέρχονταν σε 1,2 δις. ευρώ.
Μια παλαιότερη έκθεση[20] για
τον τρίτο τομέα στην Ιρλανδία κατέληγε στα εξής συμπεράσματα:
α) Οι κοινωνικές επιχειρήσεις
έχουν δείξει ότι συνεισφέρουν στη στοχευμένη τοπική ανάπτυξη
β) Οι κοινωνικές επιχειρήσεις
προσφέρουν μια σημαντική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού
γ) Άμεση και έμμεση δημιουργία
θέσεων εργασίας θα πρέπει να είναι ένα υποπροϊόν της δράσης της κοινωνικής
επιχείρησης και όχι η κύρια εστίασή της.
Ιδιαίτερης αναφοράς αξίζει το Πρόγραμμα για την Κοινωνική Οικονομία.
Αυτό εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2000, και στόχος του ήταν να υποστηρίξει την
ανάπτυξη επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας που με τις υπηρεσίες τους
βοηθούν την αναγέννηση υπανάπτυκτων περιοχών, την αύξηση των ευκαιριών
απασχόλησης για μακροχρόνια ανέργους και άλλα άτομα σε μειονεκτική θέση. Την
επίβλεψη του προγράμματος είχε μία μονάδα της δημόσιας υπηρεσίας απασχόλησης
της χώρας[21].
Η παρουσίαση της θα επικεντρωθεί
σε δύο κατηγορίες, τους μακροχρόνια ανέργους και άτομα με μαθησιακές δυσκολίες
και φυσικά ανάπηρους.
Αναφορικά με τους μακροχρόνια
άνεργους ( κατηγορία η οποία περιλαμβάνει επίσης γονείς μονογονεϊκών
οικογενειών, τσιγγάνους και μικροαγρότες) οι αντίστοιχες κοινωνικές
επιχειρήσεις παρέχουν υπηρεσίες κατάρτισης και ευκαιρίες για απασχόληση. Η
παροχή κατάρτισης, επανακατάρτισης ή και απασχόλησης θεωρείται ότι ενισχύει
τόσο τις δεξιότητες του ανέργου όσο και την οικονομική του κατάσταση αλλά και
την αυτοπεποίθησή του. Οι επιχειρήσεις ασχολούνται με υπηρεσίες υποβοήθησης της
οικογένειας, παροχή γευμάτων και ανάπαυσης, κέντρα πληροφόρησης για ανέργους,
τοπικές συγκοινωνίες, κέντρα ανακύκλωσης, και παιδικούς σταθμούς.
Οι μορφές απασχόλησης μπορεί να
είναι πλήρης, μερική ή «επιβοηθούμενη από επιδότηση». Αναφορικά με το
τελευταίο, ένα πρόγραμμα με την επωνυμία Κοινοτική Απασχόληση, προσφέρει
επιδότηση έως 19 ώρες την εβδομάδα. Η επιδότηση λειτουργεί συμπληρωματικά στο
εισόδημα των απασχολούμενων. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα προγράμματα που
προβλέπουν τη χρηματοδότηση των ανέργων για 35 ώρες την εβδομάδα και μια
περίοδο έως τρία έτη. Η κατάρτιση που προσφέρουν οι κοινωνικές επιχειρήσεις
είναι συνυφασμένη με τις λειτουργίες και τα προϊόντα που παράγουν.
Η νομική μορφή που λαμβάνουν
αυτές οι επιχειρήσεις είναι είτε περιορισμένης ευθύνης είτε ταμεία
αλληλοβοήθειας (η μορφή των συνεταιρισμών). Διαθέτουν μια σαφώς καθορισμένη
διοικητική δομή. Ωστόσο, η ανάδυση των κοινωνικών επιχειρήσεων τα τελευταία
χρόνια δεν έχει οδηγήσει σε νομοθετικές αλλαγές[22].
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις για
την ένταξη ατόμων με φυσική ανικανότητα ή μαθησιακές δυσκολίες είναι
επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτό που παραδοσιακά αναφέρεται ως
«προστατευμένη απασχόληση», «ή προστατευμένα εργαστήρια»[23].
Παρέχουν κατάρτιση πάνω στην εργασία, προσωρινές ή μακροπρόθεσμες ευκαιρίες
επανένταξης στα άτομα που έχουν καταγραφεί ως ΑΜΕΑ. Αυτού του τύπου η κοινωνική
επιχείρηση αναδύθηκε ως απάντηση του εθελοντικού τομέα στις ανάγκες για
εργασιακή ένταξη των ΑΜΕΑ. Η επανένταξη στην ελεύθερη αγορά εργασίας δεν είναι
πάντοτε στόχος, μπορεί ωστόσο να είναι μια συνέπεια της δράσης της κοινωνικής
επιχείρησης.
Τέτοιες επιχειρήσεις αντλούν
πόρους από το κράτος, με τη μορφή κεφαλαίου ή επιδοτήσεων απασχόλησης, από την
αγορά, και μέσω δράσεων εράνων, όπως οι εθνικές λοταρίες.
Οι εθελοντές έχουν σημαντικό ρόλο
σε τέτοιες επιχειρήσεις, όχι μόνο προσφέροντας εργασία αλλά και σε διοικητικό
επίπεδο. Πολύ συχνά αυτοί είναι γονείς και είναι ένας πολύτιμος πόρος για την
διενέργεια εκδηλώσεων συγκέντρωσης χρημάτων ή δημοσιότητας.
3.4 ΙΣΠΑΝΙΑ
Η Ισπανία διαθέτει και αυτή μια
σειρά κοινά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, αφού και εκεί ο εθελοντικός και ο
τρίτος τομέας χαρακτηρίζονταν μέχρι πρόσφατα από σχετική υπανάπτυξη.
Παρατηρείται μια χρονική ταύτιση με τις άλλες χώρες στο γεγονός ότι στην
Ισπανία ο τρίτος τομέας γνώρισε μια σχετικά πιο έντονη ανάπτυξη κατά τη
δεκαετία του 1990. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ισπανία διαθέτει μια σειρά από
άλλα κοινά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα. Η διαμόρφωση του κοινωνικού κράτους
έγινε κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Επιπλέον, η εκκλησία διαθέτει ένα μεγάλο
δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών, το οποίο υφίσταται πολλά χρόνια τώρα.
Οι πρώτες πολιτικές του τρίτου
τομέα μπορούν να παρουσιαστούν ως μια «προσπάθεια να προωθηθούν εθελοντικές
οντότητες υποστηρικτικές του κράτους στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας»[24]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην
Ισπανία το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων έχει εμπλακεί ενεργητικά
στην προώθηση της κοινωνικής οικονομίας και μάλιστα έχουν εκπονηθεί –σε
συνεργασία με τον τρίτο τομέα- δύο Εθνικά Σχέδια για την Προώθηση του Εθελοντισμού.
Το Δεύτερο Σχέδιο που κάλυπτε την περίοδο 2001-2004 παρουσίαζε τις παρακάτω
δράσεις:
- Προώθηση και υποστήριξη αυτών των πρωτοβουλιών που
μεριμνούν για τη διάχυση των εθελοντικών δραστηριοτήτων, αναγνώριση των
εθελοντών και του κοινωνικού τους ρόλου.
- Εμπλοκή των ΜΜΕ σε θέματα σχετικά με τους ΜΚΟ,
εθελοντισμό και τις αξίες που αντιπροσωπεύει η κοινωνική δράση.
- Σταθεροποίηση της εθελοντικής δράσης σε όλες τις
εκπαιδευτικές βαθμίδες.
- Υποστήριξη για τον οργανωτικό και λειτουργικό
εκσυγχρονισμό του τρίτου τομέα
- Παροχή οικονομικών και ανθρώπινων πόρων σε ΜΚΟς.
- Ενθάρρυνση της κοινωνικής εμπλοκής των
κερδοσκοπικών επιχειρήσεων.
- Ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των ΜΚΟς.
- Συντονισμός μεταξύ ΜΚΟς και δημόσιου τομέα με στόχο
την παροχή δημόσιων υπηρεσιών.
- Σύμπηξη ΜΚΟς και δημόσιας διοίκησης για την
αντιμετώπιση διεθνών ζητημάτων.
Η ανάπτυξη του τρίτου τομέα στην
Ισπανία έγινε μέσα σε ένα πλαίσιο αδυναμίας της κοινωνίας των πολιτών που
συνοδευόταν από την αδυναμία του κράτους. Παράλληλα υπήρχε μικρή ανάπτυξη των
λειτουργιών ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Αυτό αντανακλάται και στο
ποσοστό των δημόσιων δαπανών που από 25% το 1975 έφτασαν πάνω από 40% στα τέλη
της δεκαετίας του 1980. Έτσι, «κατά τη διάρκεια της μεγάλης ενίσχυσης των
δημόσιων δαπανών, η κυβέρνηση συχνά προτίμησε να παρέχει ως υπεργολαβίες την
διαχείριση των δημόσιων υπηρεσιών. Αυτή η εκλογή ενθάρρυνε την ταχεία ανάπτυξη
του τρίτου τομέα στην Ισπανία»[25]. Το
ισπανικό σύστημα κοινωνικής προστασίας έχει επηρεασθεί ιδιαίτερα από τις
ευρωπαϊκές πολιτικές.
Το 1986 ιδρύθηκε η Πλατφόρμα για
την Προώθηση του Εθελοντισμού. Πάντως στην περίπτωση της Ισπανίας είναι κοινά
αποδεκτό ότι οι πρώτες πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη του επιχειρήσεων του
τρίτου τομέα εγκαινιάστηκαν από πρωτοβουλίες των τοπικών κυβερνήσεων.
Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του
τομέα, ιδιαίτερα αναφορικά με τις υπηρεσίες στον κοινωνικό τομέα, διαδραμάτισε
η υιοθέτηση ενός νόμου που αναφέρεται στην χρηματοδότηση τέτοιων πρωτοβουλιών
από τη φορολογία. Ο νόμος καθιέρωνε ότι το 0,52% από την φορολογία εισοδήματος
θα πηγαίνει στην καθολική εκκλησία και σε οργανισμούς με δραστηριότητες για
κοινωνικούς σκοπούς. Στόχος ήταν η προώθηση της εθελοντικής εργασίας και η
προώθηση φορέων για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Σε τέτοιους σκοπούς
πήγαινε το 80% των χρημάτων που συγκεντρώνονταν ενώ το υπόλοιπο 20% πήγαινε σε
διεθνή βοήθεια. Ο νόμος αποτέλεσε έναν αποφασιστικό παράγοντα τόσο στην
αναγνώριση του τρίτου τομέα όσο και την ανάπτυξή του[26].
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα
συμπεράσματα μιας μελέτης που έγινε για τις ισπανικές κοινωνικές επιχειρήσεις[27].
Στην Ισπανία έχουν αναπτυχθεί τέσσερεις τύποι τέτοιων επιχειρήσεων. α) ειδικά
κέντρα απασχόλησης, β) προστατευόμενα κέντρα απασχόλησης, γ) κέντρα απασχόλησης
τυφλών, δ) επιχειρήσεις κοινωνικής ένταξης. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις
διακρίνονται σε δύο τύπους: τις ενδιάμεσες που έχοντας ως στόχο την κοινωνική
ένταξη χρησιμοποιούν παραγωγικές δράσεις και άλλες υπηρεσίες γι’ αυτό τον σκοπό.
Ο άλλος τύπος κοινωνικών επιχειρήσεων είναι οι παραγωγικές. Για τις τελευταίες,
η απασχόληση σε αυτές έχει έναν χαρακτήρα μονιμότητας. Όσο πιο εξαρτημένη είναι
μια επιχείρηση από τις πωλήσεις σε
πελάτες τόσο πιο χαμηλό είναι το εισόδημά της και η εξάρτησή της από τις
κρατικές επιδοτήσεις. Αντιθέτως επιχειρήσεις που κέρδισαν κάποιο συμβόλαιο με
δημόσιες υπηρεσίες ή μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν οικονομική
μεγέθυνση.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις
απασχολούνται με τη συλλογή και διαλογή απορρημάτων, καθαρισμό δημοσίων
κτιρίων, κατασκευή δημοσίων έργων, παροχή υπηρεσιών κατάρτισης και
συμβουλευτικής ή άλλες κοινωνικές υπηρεσίες. Από τις ίδιες τις επιχειρήσεις
διατυπώθηκε η διαμρτυρία ότι οι δημόσιες υπηρεσίες όταν βγάζουν μια προκήρυξη
δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους την κοινωνική διάσταση που αυτές διαθέτουν.
Οι επιχειρήσεις του τρίτου τομέα προσφέρουν
στους καταναλωτές-πελάτες περισσότερα κίνητρα για αγορές από τέτοιες
επιχειρήσεις. Ωστόσο αυτά τα κίνητρα δεν επαρκούν από μόνα τους. Η προσφορά
ποιοτικών προϊόντων και οι ανταγωνιστικές τιμές είναι επίσης κάποια στοιχεία
που συνεισφέρουν στην οικονομική ευρωστία των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Πάντως είναι σημαντικό να
παρατηρηθεί ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν την ένταξη των ατόμων
με αναπηρία θεωρούν τους εαυτούς τους ως «μακροχρόνιες» επιχειρήσεις, δηλαδή
επιχειρήσεις όπου ο εργαζόμενος μπορεί να παραμείνει για μεγάλα χρονικά
διαστήματα. Ωστόσο μια σύγχρονη τάση είναι να θεωρούνται αυτές οι επιχειρήσεις
ως «βραχυπρόθεσμες», ως δηλαδή ένα βήμα για την τελική ένταξη του ωφελούμενου
στην ανοικτή αγορά εργασίας. Κοινωνικές επιχειρήσεις που έχουν αυτό τον
προσανατολισμό διαθέτουν τμήματα που δρουν ως υπηρεσίες απασχόλησης. Τα άτομα
που εργάζονται εκεί έχουν δύο ρόλους. Από τη μια απευθύνονται στην ανοικτή
αγορά εργασίας, στις επιχειρήσεις, αναζητώντας θέσεις εργασίας και εξηγώντας τα
πλεονεκτήματα από την πρόσληψη ΑΜΕΑ και, παράλληλα διασφαλίζουν ότι το άτομο
μπορεί να επιστρέψει εάν υπάρξουν προβλήματα στη νέα του εργασία.. Από την άλλη
καταρτίζουν τα άτομα με αναπηρία παρέχοντας τους ψυχολογική στήριξη και
επαγγελματικές δεξιότητες τέτοιες που να επιτρέπουν την ομαλή ένταξή τους στην
ανοικτή αγορά εργασίας[28].
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις που
απευθύνονται σε κοινωνικά αποκλεισμένους είναι όλες «μεταβατικές», από την
άποψη ότι αποτελούν ένα στάδιο στην τελική ένταξη του ατόμου στην ανοικτή αγορά
εργασίας.
Το 50% περίπου των κρατικών
επιδοτήσεων είναι για τη δημιουργία προσωρινών θέσεων εργασίας -δηλαδή έως ότου
οι επιδοτούμενοι αποκτήσουν τις δεξιότητες που χρειάζονται για την κύρια αγορά
εργασίας. Έτσι οι επιδοτήσεις διαρκούν από ένα έως τρία έτη. Ωστόσο αυτές οι
επιδοτήσεις δεν απευθύνονται κυρίως στις κοινωνικές επιχειρήσεις, αλλά είναι
γενικές επιδοτήσεις για τις οποίες αυτές οι επιχειρήσεις έπρεπε να καταθέσουν
προτάσεις. Εδώ αναδύεται ένα επιπλέον πρόβλημα που έχει να κάνει με την
ικανότητα και την τεχνογνωσία που αυτές οι επιχειρήσεις διέθεταν για την
διαπραγμάτευση των δημόσιων επιδοτήσεων.
Υπάρχουν οι εξής εξαιρέσεις από
φόρους και λοιπές εισφορές, μολονότι αυτές δεν παίζουν μεγάλο ρόλο στους
συνολικούς πόρους των επιχειρήσεων του συγκεκριμένου δείγματος. Με νόμο του
2001 μειώνονται κατά 65% οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Επιπλέον όσες
επιχειρήσεις έχουν το καθεστώς του συνεταιρισμού αποκλείονται κατά 90% από το
φόρο επιχειρήσεων. Κάποιες κοινωνικές επιχειρήσεις εξαιρούνται παντελώς φόρου,
καθ’ ό,τι αναγνωρίζονται ως «οντότητες δημόσιας ωφέλειας».
Στη χρηματοδότηση των κοινωνικών
επιχειρήσεων από εταιρείες, πέραν των
κοινωνικών κινήτρων, συνεισφέρει το γεγονός ότι τέτοιες δωρεές αφαιρούνται από
τον φόρο.
Πάντως η πλειονότητα των
οργανισμών που εξειδικεύονται στην απασχόληση και την κοινωνική ένταξη φαίνεται
να προτιμούν τη νομική μορφή του συλλόγου λόγω των λιγότερων τυπικών
διαδικασιών και του μικρότερου λειτουργικού κόστους.
·
Κάποιες παρατηρήσεις
αναφορικά με το μέλλον του τομέα είναι ότι κυριαρχείται από πολύ μικρές
επιχειρήσεις οι οποίες επιπρόσθετα δεν είναι δικτυωμένες μεταξύ τους. Έτσι, ο
τομέας δεν διαθέτει την ισχύ που θα μπορούσε να έχει και υπάρχει απώλεια των
συνεργιών που θα προέκυπταν.
·
Ίσως η μεγαλύτερη αδυναμία
διαπιστώνεται στο επίπεδο της διοίκησης και της διαχείρισης. Εκεί διαπιστώνεται
έλλειψη επαγγελματισμού, έλλειψη ουσιαστικών διαχειριστικών/διοικητικών
δεξιοτήτων, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι τέτοιες επιχειρήσεις πέραν της
οικονομικής πρέπει να διαχειριστούν και την κοινωνική τους πτυχή.
·
Ιδιαίτερο βάρος πρέπει να
δοθεί στην αυτοχρηματοδότηση και συνεπώς στην ικανότητα προσαρμογής στις νέες
συνθήκες που καθορίζονται από την αποδοτικότητα, την εταιρικότητα και την
καλλιέργεια της επιρροής[29].
3.5 ΙΤΑΛΙΑ
Η ιστορία του μη κερδοσκοπικού
τομέα στην Ιταλία έχει μια πολύ μακρά παράδοση αφού πρακτικά οι πρώτοι τέτοιοι
οργανισμοί παρουσιάζονται ήδη από τον 19ο αιώνα. Ωστόσο, όπως
δείχνουν τα στοιχεία, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες έτσι και στην Ιταλία,
τέτοιοι θεσμοί αρχίζουν να αναπτύσσονται μετά τη δεκαετία του 1970[30].
Πάντως η κοινωνική οικονομία αποκτά ιδιαίτερη αναγνώριση ως θεσμός κατά τη
δεκαετία του 1990. Και είναι από εκείνη την περίοδο και έπειτα που παρουσιάζει
μια αναπάντεχα ταχεία ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν απόρροια τόσο της
ενίσχυσης των ήδη υφιστάμενων οργανώσεων, αλλά της δημιουργίας τελείως
καινούργιων επιχειρήσεων, που δημιουργήθηκαν από όσους είχαν πίστη σε αυτές,
και οι οποίες μόνο αργότερα ενσωματώθηκαν στη νομοθεσία[31].
Μάλιστα, πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις ξεκίνησαν από μια ιδιάζουσα συμμαχία
μεταξύ παλιών συμμετεχόντων στο σπουδαστικό κίνημα της δεκαετίας του 1970 και
μερίδας της καθολικής εκκλησίας.
Η έκταση του τρίτου τομέα στην
χώρα είναι αρκετά μεγάλη αφού τουλάχιστον 220.000 επιχειρήσεις εντάσσονται σε
αυτόν και απασχολούν πάνω από 530.000 άτομα, συν 80.000 συμβασιούχους. (τα
στοιχεία είναι για το 2001). Οι κυριότερες ασχολίες αυτών των επιχειρήσεων
είναι στους τομείς της κουλτούρας, του αθλητισμού και της διασκέδασης ενώ το 10%
περίπου ασχολείται με κοινωνικά θέματα και το 5% δραστηριοποιείται στον τομέα
της υγείας.
Η σημαντικότερη ίσως πρόκληση που
συνάντησαν αυτές οι επιχειρήσεις είναι η μεταστροφή τους από φιλανθρωπικές
οργανώσεις, σε οργανώσεις των οποίων ο στόχος είναι η απασχόληση ατόμων με
δυσκολίες. Οι κρατικές επιδοτήσεις εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια
εισοδηματική πηγή όλων των «κοινωνικών» μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, σε
ποσοστό που μπορεί να αγγίζει το 70% περίπου.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις ήταν
υπεύθυνες για τις περισσότερες πρωτοβουλίες που έχουν παρθεί τα τελευταία
χρόνια. Αυτές αναλάμβαναν την πρωτοβουλία και αργότερα το κράτος τις
χρηματοδοτούσε.
Η απουσία αναγνώρισης που
συνοδευόταν από χαμηλή οργανωτική ανάπτυξη του τομέα οφείλεται σε ένα βαθμό και
στην κυριαρχία των πολιτικών κομμάτων και των συνδικάτων στην κοινωνική ζωή της
Ιταλίας, όπως επίσης και στον ιδιότυπο κρατισμό της Ιταλίας. Το κράτος είχε μια
αντιφατική στάση απέναντι στην ανάπτυξη του τρίτου τομέα. Αφενός, κάποιες
πολιτικές τον ενίσχυσαν (ρυθμίσεις, εμπλοκή κοινωνικών επιχειρήσεων στην παροχή
κοινωνικών υπηρεσιών). Αφετέρου, οι δημόσιες αρχές παρέμεναν καχύποπτες
απέναντι στις δραστηριότητες του τομέα με αποτέλεσμα τις αντιφάσεις στην
νομοθεσία, την μη απόδοση φορολογικών απαλλαγών στις κοινωνικές επιχειρήσεις, ή
τις πολύ αυστηρές ρυθμίσεις και τις προσπάθειες περιορισμού της αυτονομίας του
μέσω των όρων χρηματοδότησης[32].
Στην κατάσταση αυτή συνέβαλλε και το γεγονός ότι το ιταλικό κοινωνικό κράτος
είναι προσανατολισμένο στις κοινωνικές μεταβιβάσεις και όχι στην παροχή
κοινωνικών υπηρεσιών.
Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στη
σχέση κράτους και τρίτου τομέα στην Ιταλία που θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν για
την κατάσταση στην Ελλάδα. Παρατηρείται το φαινόμενο ότι ενώ τυπικά οι
επιχειρήσεις είναι ανεξάρτητες, να υπάρχει στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ κράτους
και κοινωνικού τομέα. Και αυτό συνυπάρχει με ένα πολύ αδύναμο νομοθετικό
ρυθμιστικό πλαίσιο εκ μέρους του κράτους. Το παράδοξο είναι ότι η υψηλή
εξάρτηση από την κρατική χρηματοδότηση δεν μεταφράζεται επίσης στο να θέτει το
κράτος στόχους και να απαιτεί επιχειρησιακό σχεδιασμό (όπως, π.χ, στην
περίπτωση του Βελγίου)[33].
Παρομοίως, σημαντικό για την
ελληνική περίπτωση είναι, όπως προαναφέρθηκε, το γεγονός ότι στην Ιταλία
κυριάρχησε το πελατειακό μοντέλο του κράτους πρόνοιας, με ιδιαίτερο βάρος στις
επιδοματικές παροχές. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των δαπανών κατευθύνονταν –και
κατευθύνονται ακόμα και σήμερα– στη χρηματοδότηση των συντάξεων. Όλα αυτά
επέδρασαν αρνητικά στην ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών. Έτσι, οι κοινωνικές
επιχειρήσεις του τρίτου τομέα διεύρυναν τις δυνατότητες ανάπτυξής τους μόνο με
την κρίση του συγκεκριμένου μοντέλου κατά τη δεκαετία του 1970 και λόγω της
παράλληλης ανάπτυξης νέων αναγκών (γήρανση του πληθυσμού, νέες ανάγκες από την
αλλαγή στην οικογενειακή ζωή, αύξηση της χρήσης ναρκωτικών, φαινόμενα
κοινωνικού αποκλεισμού κ.ά)[34].
Η νομική μορφή που εμφανίζεται
πιο συχνά στην Ιταλία για τις κοινωνικές επιχειρήσεις είναι αυτή του κοινωνικού
συνεταιρισμού. Ο σχετικός νόμος αναγνωρίζει ότι στόχος των συγκεκριμένων
επιχειρήσεων είναι να επιφέρουν ωφέλεια στην κοινότητα μέσω της βελτίωσης των
ανθρώπινων πόρων και της κοινωνικής ένταξης των πολιτών. Διακρίνει δύο τύπους
κοινωνικών συνεταιρισμών. Οι τύπου-Α που διαχειρίζονται κοινωνικές υπηρεσίες, υγείας
και εκπαίδευσης. Οι τύπου-Β που σκοπό έχουν την ενσωμάτωση μειονεκτούντων
ομάδων στην αγορά εργασίας μέσω ποικίλων δραστηριοτήτων.
3.6 ΠΟΛΩΝΙΑ
Στην Πολωνία ο τρίτος τομέας
συνίσταται από πολλές οργανώσεις, όπως ιδρύματα, ενώσεις, κοινωνικοί συνεταιρισμοί,
επιχειρήσεις κατάρτισης για ΑΜΕΑ, κέντρα κοινωνικής ένταξης και λέσχες. Οι
παράγοντες που συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του τρίτου τομέα είναι το θετικό
πολιτικό περιβάλλον, η ελευθερία του συνέρχεσθε και έκφρασης, η βασική
νομοθεσία για τα ιδρύματα, τις ενώσεις και την κοινωνική απασχόληση. Η
κοινωνική οικονομία στην Πολωνία απαρτίζεται από ενώσεις, ιδρύματα,
συνεταιρισμούς, κέντρα κοινωνικής ένταξης και λέσχες, κοινωνικούς συνεταιρισμούς,
συνεταιρισμούς για ΑΜΕΑ, κέντρα κατάρτισης για ΑΜΕΑ. Υπολογίζεται ότι αυτές οι
οργανώσεις ανέρχονται σε 84.000 περίπου[35].
Πάντως το σύνολο του τομέα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις κρατικές επιδοτήσεις,
είτε αυτές λαμβάνουν τη μορφή των άμεσων επιδοτήσεων είτε των απαλλαγών φόρων
και εισφορών. Για παράδειγμα, τα κέντρα κατάρτισης αναπήρων απαλλάσσονται από
την πλειονότητα των φόρων ενώ οι συνεταιρισμοί αναπήρων από τις εισφορές, ενώ
οι μισθοί των αναπήρων εργαζομένων χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο
Αποκατάστασης Αναπήρων. Τέλος, η πλειοψηφία των οργανώσεων του τρίτου τομέα
βρίσκονται εγκατεστημένες σε αστικές περιοχές.
Και στην περίπτωση της Πολωνίας
οι ενώσεις και τα ιδρύματα μπορούν να εμπλέκονται σε οικονομικές δραστηριότητες
αλλά το εισόδημα που δημιουργούν πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση
του σκοπού της οργάνωσης. Στην περίπτωση των κοινωνικών επιχειρήσεων,
τουλάχιστον το 40% του πλεονάσματος πρέπει να τοποθετείται στο κοινό ταμείο.
Στην περίπτωση της Πολωνίας
αξίζει να γίνει μια πιο αναλυτική συζήτηση αναφορικά με το νομικό πλαίσιο που
διέπει τις κοινωνικές οργανώσεις. Κατ’ αρχάς, το 2006 η χώρα υιοθέτησε τον Νόμο
για τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς. Ο νόμος ορίζει τις αρχές για τη δημιουργία
και λειτουργία τέτοιων επιχειρήσεων, εξαιρεί τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς
από το φόρο εισοδήματος, τους επιτρέπει να συμμετέχουν σε προκηρύξεις για
δημόσια έργα, να έχουν βοήθεια από εθελοντές και πρόσφατα αποφυλακισμένους και
όσοι εργάζονται εκεί εξαιρούνται των ασφαλιστικών εισφορών για ένα χρόνο. Η
χρηματοδότηση τους προέρχεται από το Ταμείο Εργασίας και την τοπική
αυτοδιοίκηση.
Ο νόμος ορίζει ότι ιδρυτικά μέλη
μπορούν να είναι άτομα μόνο από τις κατηγορίες των αστέγων, εθισμένων στο
αλκοόλ και τα ναρκωτικά, διανοητικά καθυστερημένοι, αποφυλακισμένοι, πρόσφυγες
και μακροχρόνια άνεργοι. Σε συζητήσεις για τροποποίηση του νόμου που
εγκαινιάστηκαν μόλις ένα χρόνο μετά, η τάση είναι το ποσοστό τέτοιων μελών να
καλύπτει το 50% τουλάχιστον των μελών του κοινωνικού συνεταιρισμού. Συζητείται
επίσης η αύξηση του ποσοστού του πλεονάσματος που πηγαίνει στο ταμείο του συνεταιρισμού
στο 80% και το ποσοστό των κερδών που μοιράζονται να μειωθεί στο 15%. Επιπλέον
έχει τεθεί τα αίτημα να αυξηθούν τα ποσά των επιδοτήσεων για όλα τα μέλη, σε
μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι προβλέπεται σήμερα. Η απαλλαγή από τις εισφορές να
γίνει 36 μήνες από 12 που είναι σήμερα. Η πρόσβαση των κοινωνικών επιχειρήσεων
σε δημόσιους διαγωνισμούς να γίνει πιο εύκολη μέσω της αναγνώρισης του
κοινωνικού σκοπού τους.
Όπως και σε κάποιες άλλες χώρες,
στην Πολωνία δεν υπάρχει επίσημος ορισμός των κοινωνικών επιχειρήσεων. Στην
Πολωνία οι κοινωνικές επιχειρήσεις βρίσκονται στο αρχικό στάδιο
χρηματοδοτούμενες κατά κύριο λόγο από το ΕΚΤ[36], δηλαδή
από προσκλήσεις της πρωτοβουλίας Equal.
Μια μορφή κοινωνικής επιχείρησης
είναι ο κοινωνικός συνεταιρισμός, μια ένωση προσώπων που διοικούν συλλογικά μια
επιχείρηση που βασίζεται στην ατομική τους εργασία και στοχεύει στην κοινωνική
και εργασιακή τους επανένταξη. Οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί δραστηριοποιούνται
σε περιβαλλοντικές, πολιτιστικές, εκπαιδευτικές δράσεις αλλά και δράσεις
«δημόσιας ωφέλειας» όπως αυτές ορίζονται από τον Νόμο για τις Δράσεις Δημόσιας
Ωφέλειας και Εθελοντισμού.
Σήμερα υπάρχουν δύο τρόποι για τη
δημιουργία κοινωνικών συνεταιρισμών. Η «ατομική» μέθοδος όπου οι ιδρυτές είναι
άνεργοι, ΑΜΕΑ και άλλα πρόσωπα που εκπληρούν τα κριτήρια του νόμου. Η «θεσμική»
μέθοδος, όπου ο συνεταιρισμός ιδρύεται με τη βοήθεια των Κέντρων Κοινωνικής
Ένταξης.
Οι συνεταιρισμοί μπορούν να
ιδρυθούν από άτομα που είναι άνεργοι, άστεγοι, εθισμένους στο αλκοόλ, ναρκωτικά
ή άλλες ουσίες αφού ολοκληρωθεί η ψυχοθεραπεία, διανοητικά καθυστερημένους,
αποφυλακισμένους, πρόσφυγες, ΑΜΕΑ. Ωστόσο, αυτά τα άτομα πρέπει να είναι σε
θέση να αναλάβουν αστική ή/και νομική ευθύνη.
Επίσης, άλλη μια μορφή κοινωνικής
επιχείρησης είναι τα ιδρύματα. Στα ιδρύματα απασχολούνται πάνω από 13.000 άτομα
έχουν κατά κύριο λόγο φιλανθρωπικές δραστηριότητες αλλά μεγάλος αριθμός από
αυτά δραστηριοποιείται σε κοινωνικά ζητήματα και την προστασία της υγείας.
Στην περίπτωση της Πολωνίας, ενδιαφέρον
παρουσιάζει ότι το 2006, η κυβέρνηση προχώρησε σε πρόσκληση προς όλες τις
κοινωνικές επιχειρήσεις για την ανάπτυξη Περιφερειακών Υποστηρικτικών Κέντρων
Κοινωνικών Συνεταιρισμών. Ο ρόλος τους είναι η παροχή συμβουλευτικής και δωρεάν
νομικών συμβουλών, καθώς και η παροχή οικονομικής υποστήριξης με τη μορφή
επιδοτήσεων, δανείων και εγγυήσεων.
Τα κύρια εμπόδια για την ανάπτυξη
των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Πολωνία είναι η έλλειψη νομικών λύσεων για
τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς και η απουσία οικονομικών ρυθμίσεων και
κινήτρων για την ανάπτυξη τέτοιου τύπου επιχειρήσεων.
Κέντρα Υποστήριξης για τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς
Το 2004, η κυβέρνηση
παρουσίασε μια πιλοτική δράση που στόχευε στην παροχή υπηρεσιών κατάρτισης,
οργανωτικής και οικονομικής υποστήριξης για την προώθηση κοινωνικών
συνεταιρισμών εργασιακής ένταξης. Αρχικά υπήρχαν πέντε Περιφερειακά Ταμεία για
την Κοινωνική Οικονομία που παρείχαν υποστήριξη για την δημιουργία κοινωνικών
συνεταιρισμών. Το 2006 τα περιφερειακά ταμεία μετασχηματίστηκαν σε
Υποστηρικτικά Κέντρα για Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς. Υπάρχουν 10 τέτοια κέντρα
στην Πολωνία, που παρέχουν υπηρεσίες στις κοινωνικές επιχειρήσεις σε όλες τις
περιφέρειες της χώρας. Κάθε συνεταιρισμός εργασιακής ένταξης λαμβάνει μια
επιδότηση για την δημιουργία μιας κοινωνικής επιχείρησης και κάποιες μικρές
επενδύσεις (προσαρμογή των εγκαταστάσεων, αγορά συσκευών, εργαλείων και
μηχανημάτων).
3.7 ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Η δημιουργία του τρίτου τομέα στη
Γερμανία ξεκινά ήδη από το 19ο αιώνα. Πολλοί συγγραφείς τονίζουν ότι
αποφασιστική συμβολή στην ανάπτυξή του είχαν οι εκκλησίες και το εργατικό
κίνημα[37].
Στην Γερμανία σημειώνεται το
παράδοξο ότι ενώ ο τρίτος τομέας αποτελεί από μόνος του ένα σημαντικό ποσοστό
της συνολικής απασχόλησης, εντούτοις στις πολιτικές για την απασχόληση έχει πολύ
περιθωριακή θέση[38].
Πάντως αναφορικά με το μέγεθος
του τρίτου τομέα στη χώρα αυτή πρέπει να αναφερθεί ότι μόνο ο τομέας των
κοινωνικών επιχειρήσεων για την εργασιακή ένταξη αγγίζει τις 4.500 τέτοιες
πρωτοβουλίες στη τέως Δυτική Γερμανία και τις 400 στην τέως Ανατολική Γερμανία.
Το σύνολο των απασχολουμένων αγγίζει τα 250.000 άτομα. Να σημειωθεί εδώ ότι στη
βιβλιογραφία οι παραπάνω πρωτοβουλίες θεωρούνται «περιθωριοποιημένες».
Το σύνολο των μη κερδοσκοπικών
οργανώσεων πλησιάζει το 1.000.000, με 2,1 εκατομμύρια εργαζόμενους, 17
εκατομμύρια εθελοντές και 41 εκατομμύρια μέλη. Ασφαλώς τα μεγέθη διαμορφώνουν
μια άλλη ποιότητα όταν εξετάζεται η συγκεκριμένη περίπτωση.
Οι πιο σημαντικοί τύποι
κοινωνικών επιχειρήσεων στη Γερμανία δραστηριοποιούνται, κατά κύριο λόγο, στους
τομείς της παιδικής φροντίδας, της υγείας,
τα σχολεία, τη βοήθεια προς τους ηλικιωμένους και την ένταξη των ΑΜΕΑ.
Στον τομέα της κοινωνικής
ενσωμάτωσης και της κατάρτισης το 2007 υπήρχαν 700 κοινωνικές επιχειρήσεις με
13.000 ΑΜΕΑ εργαζόμενους. Στο σύνολο τους, οι εργαζόμενοι έφταναν τους 25.000.
Στον τομέα της τοπικής ανάπτυξης, ο ρόλος των κοινωνικών επιχειρήσεων είναι πιο
περιορισμένος.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των
Γερμανικών κοινωνικών επιχειρήσεων είναι τα υψηλά επίπεδα μερικής εργασίας, καθώς
και η ιεραρχική δομή της διοίκησης. Οι νομικές μορφές που λαμβάνουν είναι
ενώσεις, εταιρίες και ιδρύματα.
Ιδιαίτερη μορφή έχουν και τα
έσοδα των κοινωνικών επιχειρήσεων με τις κρατικές επιδοτήσεις να κυμαίνονται
κάτω από το 50%, ένα μεγάλο ποσοστό (36%) να καλύπτεται από δωρεές και, ένα
ιδιαίτερο γερμανικό στοιχείο, το 22% προέρχεται από εισφορές.
Πάντως ενδιαφέρον παρουσιάζει η
θέση που απαντάται στη βιβλιογραφία ότι υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί στην
ανάπτυξη των κοινωνικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα βέβαια για τις επιχειρήσεις
εργασιακής ένταξης. Οι περιορισμοί αυτοί οφείλονται[39]
στους περιορισμούς από την φορολογική νομοθεσία, τα χρηματοδοτικά σχήματα, την
καθαρά κοινωνική προσέγγιση των αναγκών (που θεωρεί ότι οι ομάδες στόχος δεν
είναι παραγωγικές για μια επιχείρηση της αγοράς), την μικρή σημασία για την
αναπτυξιακή διάσταση τέτοιων επιχειρήσεων για το τοπικό κοινωνικό και
οικονομικό περιβάλλον.
3.8 ΣΟΥΗΔΙΑ
Παρ’ όλο που μια πρώτη ματιά θα
θεωρούσε ότι λόγω της ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους στη Σουηδία δεν θα
υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας σε αυτή τη χώρα τελικά ισχύει
το αντίθετο. Παραδοσιακά, ο τρίτος τομέας στη Σουηδία έχει ως κύριες
ενασχολήσεις τον πολιτισμό την αναψυχή την εκπαίδευση ενηλίκων και την
αντιπροσώπευση συμφερόντων.
Η Σουηδία γνώριζε την άνθηση του
τρίτου τομέα στα τέλη της δεκαετίας του 1990[40]. Ωστόσο,
όπως επισημαίνεται, αυτή η ανάπτυξη ήρθε ως αποτέλεσμα, ως ένα βαθμό, της
δημοσιονομικής κρίσης του κράτους και της οικονομικής κρίσης των δήμων. Έτσι,
καθώς όλο και περισσότερες υπηρεσίες έφευγαν από την κρατική μέριμνα, ο κύριος
ωφελούμενος ήταν ο ιδιωτικός τομέας αλλά και ο τομές της κοινωνικής οικονομίας.
Οι δραστηριότητες του τρίτου τομέα στη Σουηδία είναι ακόμα μικρές σε έκταση
στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών σε σύγκριση με άλλες χώρες. Όμως είναι
κρίσιμης σημασίας ιδιαίτερα για κάποιες ευπαθείς ομάδες και μέρη τομέων.
Πάντως εδώ αξίζει να σημειωθεί
ότι σύμφωνα με τον Vamstad:
- Οι εκτιμήσεις για τον τρίτο τομέα δεν λαμβάνουν
υπόψη τους σε ποια έκταση ο φαινομενικά μεγάλος τρίτος τομέας έχει μια
πραγματική επιρροή πάνω στο σουηδικό κοινωνικό κράτος.
- Οι εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι το παραδοσιακό,
συγκεντρωτικό προνοιακό μοντέλο που βασίστηκε στην δημόσια παροχή
υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας είναι ακόμα ζωντανό[41].
Σε σύγκριση με τις άλλες
Ευρωπαϊκές χώρες ο τρίτος τομέας παρουσιάζει ιδιαίτερη δυναμική στους τομείς
της εκπροσώπησης, του αθλητισμού, της αναψυχής ενώ είναι πιο αδύναμος αναφορικά
με τις κύριες λειτουργίες του κράτους πρόνοιας: υγεία, κοινωνικές υπηρεσίες,
εκπαίδευση[42].
Ένα σημαντικό σημείο στην εξέλιξη
του τρίτου τομέα ήταν η δεκαετία του 1940, την δεκαετία κατά την οποία
διαμορφώθηκε το κοινωνικό κράτος στη χώρα. Τότε, οι εξελίξεις ήταν αντίστροφες
απ’ ότι τη δεκαετία του 1980. Δηλαδή, το κράτος άρχισε να αναλαμβάνει όλο και
περισσότερες δραστηριότητες από αυτές που κάλυπτε ο τρίτος τομέας και μάλιστα
με την πλήρη συναίνεση των οργανώσεων του τελευταίου. Μάλιστα, τα επιχειρήματα
που χρησιμοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν αυτές τις κινήσεις ήταν ότι οι συγκεκριμένες
κοινωνικές υπηρεσίες ήταν τόσο σημαντικές που θα έπρεπε να διασφαλίζονται από
το κράτος. Επιπλέον τονίζονταν ότι η κρατικοποίησή τους θα διασφάλιζε την
ποιότητά τους[43].
Όπως και σε άλλες χώρες, η
δεκαετία του 1980 έδωσε το έναυσμα για τη γέννηση νέων οργανισμών στον τομέα
της κοινωνικής οικονομίας, μεγάλο μέρος των οποίων ασχολούνταν με την παροχή
υπηρεσιών μέριμνας για τα παιδιά και φροντίδας για τους αναπήρους[44].
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η συνεχής ιδιωτικοποίηση του
δημόσιου τομέα δημιούργησε καινούργιες ευκαιρίες για τις οργανώσεις του τρίτου
τομέα. Πάντως ο τρίτος τομέας στη Σουηδία στα τέλη της δεκαετίας του 1990
απασχολούσε περίπου 100.000 άτομα, το 2,3% του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Στη Σουηδία δεν χρησιμοποιείται ο
όρος κοινωνική οικονομία αλλά οι κοινωνικές επιχειρήσεις αποκαλούνται γενικά
«λαϊκό κίνημα»[45]. Πολλές φορές οι
κοινωνικές επιχειρήσεις λαμβάνουν την μορφή της εθελοντικής οργάνωσης[46].
Ωστόσο, οι επιρροές από την συζήτηση στην υπόλοιπη Ευρώπη έχουν οδηγήσει στην
υιοθέτηση των όρων αυτών[47]. Η
κύρια επιρροή ήταν από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και μέσω αυτού
χρησιμοποιήθηκε σε πρωτοβουλίες για την απασχόληση και την περιφερειακή
πολιτική.
Η προαναφερθείσα μελέτη έθετε το
ερώτημα κατά πόσον οι κοινωνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αναλάβουν ευθύνες
στην παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών που πριν παρείχε το κράτος. Η απάντηση ήταν
ότι αυτές θα πρέπει να αναλάβουν τέτοιες ευθύνες και ότι αποτελούν μια
εναλλακτική λύση στην ιδιωτικοποίησή τους.
Ο ορισμός της κοινωνικής
οικονομίας ήταν ο εξής:
«Κοινωνική
οικονομία σημαίνει οργανωμένες δράσεις με κυρίως κοινωνικούς σκοπούς που
βασίζονται σε δημοκρατικές αρχές και είναι οργανωτικά ανεξάρτητες από τον
δημόσιο τομέα. Αυτές οι κοινωνικές οικονομικές δράσεις κυρίως φέρονται εις
πέρας από ενώσεις, συνεταιρισμούς, ιδρύματα και άλλα παρόμοια σώματα. Οι
δράσεις μέσα στην κοινωνική οικονομία έχουν ως κινητήρια δύναμη την εξυπηρέτηση
του δημόσιου συμφέροντος ή των συμφερόντων των μελών, χωρίς κερδοσκοπικά
κίνητρα»[48].
Ίσως το πιο ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό στην περίπτωση της Σουηδίας είναι το γεγονός ότι οι
επιδοτούμενοι εργαζόμενοι δεν έπρεπε να εργάζονται σε επιχειρήσεις άλλες εκτός
από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Εάν οι επιδοτούμενοι εργαζόμενοι κατευθύνονταν
προς τον τρίτο τομέα θα στρέβλωναν τον ανταγωνισμό.
Η κύρια μορφή κοινωνικών
επιχειρήσεων για αυτούς που είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι είναι οι
«συνεταιρισμοί κοινωνικής εργασίας»[49].
Τέτοιες επιχειρήσεις απαρτίζονται, ή και εγκαινιάζονται, από τους ίδιους τους αποκλεισμένους.
Ο στόχος είναι η δημιουργία ενός συνεταιριστικού περιβάλλοντος εργασίας, που θα
βασίζεται στις ικανότητες των μελών του συνεταιρισμού και θα επιδιώκει τα ίδια
εργασιακά καθήκοντα για τους συμμετέχοντες έτσι ώστε να τους ενδυναμώνει και να
διευκολύνει την ένταξή τους στην κύρια αγορά εργασίας.
Εδώ υπάρχει μία σχετική κοινή
εμπειρία με την ελληνική περίπτωση, αφού και στη Σουηδία αυτοί οι συνεταιρισμοί
εγκαινιάστηκαν στα πλαίσια της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης (που στη Σουηδία έλαβε
χώρα το 1989).
Από τη στιγμή που ξεκαθαρίστηκε
το ζήτημα της χρηματοδότησης αυτών των συνεταιρισμών, ξεκίνησε η ευρύτερη
ανάπτυξή τους.
Οι «τοπικές κοινοτικές
επιχειρήσεις» είναι κοινωνικές επιχειρήσεις που συνδυάζουν κοινοτική ανάπτυξη
και δημιουργία θέσεων απασχόλησης για τους μακροχρόνια άνεργους της κοινότητας.
Έχουν αναπτυχθεί με βάση το μοντέλο της Σκωτίας και σε περιοχές όπου η ανάπτυξη
υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας, ευκαιριών απασχόλησης και κοινοτικής επιβίωσης
συναρθρώνονται.
Και οι δύο τύποι χρησιμοποιούν
την εγγύτητά τους στην περιοχή, την εξοικείωσή τους με το πρόβλημα, τις
δυνατότητες και τα μέσα της τοπικής κοινωνίας για να δημιουργήσουν
επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Οι τομείς δραστηριοποίησης
διαφοροποιούνται ανάλογα με την περιοχή (αστική-αγροτική).
Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές
τέτοιες επιχειρήσεις διαμορφώθηκαν σε προγράμματα κατάρτισης. Εκεί, στην
διάρκεια της κατάρτισης για την ανάπτυξη δεξιοτήτων για την λειτουργία των
κοινωνικών επιχειρήσεων, δημιουργήθηκαν ομάδες που προχώρησαν στην δημιουργία επιχειρήσεων.
Τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού προσελήφθηκαν αργότερα πολλές φορές μέσω
προγραμμάτων μαθητείας ή απόκτησης εργασιακής εμπειρίας.
Όλες οι κοινωνικές επιχειρήσεις
για την κοινωνική ένταξη προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες στην ελεύθερη αγορά.
Κατά κύριο λόγο εξυπηρετούν νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην
περιοχή τους. Σπανιότερα η εμπορική τους δραστηριότητα εξυπηρετεί μεγάλες
επιχειρήσεις. Κάποιες επιχειρήσεις έχουν σταθερές σχέσεις με τους δημόσιους
φορείς ιδιαίτερα στον τομέα της αποκατάστασης ατόμων.
Μεγάλο μέρος των πόρων τους
προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος. Μεταξύ άλλων αναφέρονται οι εξής
τρόποι: α) Μετατροπή των παροχών προς τα άτομα σε χρηματοδότηση της
επιχείρησης. β) Παροχή δωρεάν στέγασης της επιχείρησης (δημόσια ή δημοτικά
κτίσματα), ή παροχή προσωπικού για εκπαίδευση. γ) Επιχορηγήσεις για τους
μισθούς των απασχολουμένων, όπως άλλωστε και σε κάθε άλλη επιχείρηση που
προσλαμβάνει προσωπικό.
Αναφορικά με την κατάσταση αυτών
που απασχολούνται στις κοινωνικές επιχειρήσεις εργασιακής ένταξης, η μεγάλη
πλειοψηφία είναι μακροχρόνια άνεργοι, με την έννοια αυτών που έχουν παραμείνει
για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός εργασίας, ήταν ανενεργοί και ήταν πάρα πολύ
δύσκολο να ενεργοποιηθούν. Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό της τάξης του 8% ανήκουν
στην κατηγορία των «εύκολα απασχολήσιμων»[50].
Μαθήματα για το μέλλον
Η αποτυχία είναι το σημείο εκκίνησης. Η αποτυχία να απαντήσεις στις
ανάγκες των ανθρώπων της τοπικής κοινωνίας ή τις διακρίσεις σε βάρος μιας
ομάδας είναι το αίτιο για την ανάδυση μιας κοινωνικής επιχείρησης. Ο τρόπος της
απάντησης σε αυτές τις ανάγκες είναι το καινοτόμο στοιχείο. Η πρόκληση είναι οι
λύσεις να μην βασίζονται σε ανάγκες που οι πολιτικοί ή οι τοπικές αρχές
νομίζουν ότι έχουν οι αποκλεισμένοι αλλά σε πραγματικές ανάγκες.
Ισχύς στην ομάδα. Η ομάδα που αντιμετωπίζει το πρόβλημα βρίσκεται
επικεφαλής της διαχείρισης. Χωρίς δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να σπάσει η
περιθωριοποίηση. Προαπαιτούμενο για να επιτευχθούν οι κοινωνικοί στόχοι είναι η
ελεύθερη συμμετοχή όλων.
Υποστήριξη. Η υποστήριξη είναι αναγκαία για τη λειτουργία της
κοινωνικής οικονομίας. Στην περίπτωση της νέας επιχείρησης η τεχνογνωσία
μεταφέρθηκε από την μητρική εταιρεία. Ένας άλλος τρόπος για γίνει αυτό πιο
αποτελεσματικό είναι το κοινωνικό franchising. Επίσης, είναι αναγκαία η ύπαρξη ειδικευμένος φορέων
που θα παρέχουν υποστήριξη στις κοινωνικές επιχειρήσεις.
Ισορροπία μεταξύ κερδών και
κοινωνικών στόχων. Ο λόγος ύπαρξης μιας κοινωνικής επιχείρησης είναι ο
κοινωνικός της σκοπός. Αυτό όμως δεν πρέπει να περιορίζει την ζήτηση για κέρδη,
αφού αυτό διασφαλίζει την μακροχρόνια βιωσιμότητα της επιχείρησης. Υπάρχει η
ανάγκη ανάπτυξης της γνώσης για διαχείριση τέτοιων επιχειρήσεων. Η διαίρεση του
εκπαιδευτικού συστήματος μεταξύ διοίκησης επιχειρήσεων και κοινωνικών
δεξιοτήτων είναι ένα εμπόδιο για τον τομέα.
Η αξιοπιστία της κοινωνικής οικονομίας. Υπάρχει μια γενική αίσθηση
ότι η κοινωνική οικονομία δεν είναι αναγνωρισμένη και αξιόπιστη. Γι’ αυτό, οι
πιο αποτελεσματικές κοινωνικές επιχειρήσεις πρέπει να προωθηθούν για να δείξουν
τις δυνατότητες του τομέα. Π.χ. μπορεί να έχουν ένα πιστοποιητικό ποιότητας, ή
ένα εταιρικό όνομα ποιότητας. Η κοινωνική οικονομία πρέπει επίσης να καταμετρά
τις επιδράσεις της στην κοινωνία, όπως μέσω της κοινωνικής αναφοράς.
Αποζημίωση της παραγωγικότητας. Ένα καθήκον της κοινωνικής
οικονομίας είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας για άτομα που εκδιώχθηκαν από την
αγορά εργασίας. Επειδή όμως η κοινωνική επιχείρηση λειτουργεί στα πλαίσια του
ανταγωνισμού, πρέπει με κάποιο τρόπο να κλείσει το παραγωγικό χάσμα που
σχετίζεται με τις περιορισμένες δυνατότητες των ατόμων.
Συστάσεις πολιτικής
Ευρωπαϊκό επίπεδο
·
Η κοινωνική οικονομία και
οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν είναι ζητήματα με τα οποία πρέπει να
ασχολούμαστε μόνο μέσω των πολιτικών για την απασχόληση. Θα πρέπει να υπάρχει
αναγνώριση του ρόλου τους στα υψηλότερα επίπεδα και συνεπώς πολιτικές σε
διάφορες περιοχές όπως επιχειρήσεις, ανταγωνισμός, εκπαίδευση και κοινωνικές
υποθέσεις
·
Θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί
σε Ευρωπαϊκό επίπεδο το χάσμα παραγωγικότητας.
·
Η ανάπτυξη του τομέα
βασίζεται στην στάση που καλλιεργείται απέναντί του. Η ανάπτυξη του κοινωνικού
απολογισμού θα συνεισφέρει στη βελτίωση της ποιότητας του τομέα, αποδεικνύοντας
ότι οι επενδύσεις εκεί επιστρέφουν τα λεφτά τους.
Εθνικό επίπεδο
·
Υπάρχει η ανάγκη μέτρων για
τον συντονισμό διαφορετικών τομέων όπως οι επιχειρήσεις, τα κοινωνικά ζητήματα,
η εκπαίδευση και ο ανταγωνισμός, για την δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος.
·
Στην εκπαίδευση υπάρχει η
ανάγκη για εμπλουτισμό των εξειδικεύσεων μεταξύ κοινωνικών και επιχειρηματικών
δεξιοτήτων. Επίσης τα συστήματα κατάρτισης πρέπει να προμηθεύουν τον τομέα με
συνεκτικές κοινωνικές και επιχειρηματικές δεξιότητες. Οι κοινωνικοί εργαζόμενοι
χρειάζονται επίσης να κατανοήσουν την επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα την
κοινωνική επιχειρηματικότητα.
·
Η προώθηση της κοινωνικής
οικονομίας είναι πιο σημαντική από την διαμόρφωση συγκεκριμένων ρυθμίσεων.
·
Όλοι κατανοούν ότι υπάρχει
ανάγκη χρόνου και υπομονής στην δημιουργία μιας κοινωνικής επιχείρησης. Ωστόσο,
τα προγράμματα, η υποστήριξη και οι χρηματοοικονομικοί πόροι δεν είναι
σχεδιασμένοι με τέτοια οπτική. Η γραφειοκρατία κυριαρχεί στην
επιχειρηματικότητα.
Τοπικό επίπεδο
·
Στον σχεδιασμό πρέπει να
δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι υπάρχει ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ
κοινωνικής και οικονομικής τοπικής ανάπτυξης. Οι καινοτόμες δράσεις είναι
επίσης πιο εύκολο να σπάσουν τα δεσμά της στερεοτυπικής σκέψης.
·
Στο βαθμό που οι στόχοι
είναι κοινοί, ο σχεδιασμός μπορεί να λαμβάνει χώρα με τις δημόσιες αρχές.
·
Η εκτίμηση της κοινωνικής
αξίας και της επίδρασης των κοινωνικών επιχειρήσεων θα βελτιώσει τη
νομιμοποίησή τους, θα αυξήσει την υποστήριξη προς αυτές και θα βελτιώσει την
ισορροπία μεταξύ κέρδους και κοινωνικών αξιών.
·
Ενθάρρυνση της δικτύωσης
και συνεργασίας μεταξύ κοινωνικών και άλλων επιχειρήσεων για να αυξηθεί η
αποδοτικότητα των κοινωνικών επιχειρήσεων και η διάχυση των κοινωνικών αξιών.
·
Ίδρυση προσβάσιμων
υποστηρικτικών μηχανισμών με τις απαραίτητες δεξιότητες.
3.9 ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Μέχρι πρόσφατα, οι κύριοι όροι
για την περιγραφή του τομέα της κοινωνικής οικονομίας στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν
«εθελοντική δράση», «φιλανθρωπικό ίδρυμα» και «εθελοντικός τομέας»[51].
Η ανάπτυξη του τομέα είναι πολύ
μεγαλύτερη κατά τη δεκαετία του 1990 μετά από πολλές πρωτοβουλίες που πήρε η
ίδια η κυβέρνηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ομοιότητα της προσέγγισης με την
προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που φορές αγγίζει τα όρια της αντιγραφής.
Έτσι η κοινωνική οικονομία, σε ένα επίσημο κυβερνητικό έγγραφο, θεωρείται ότι:
Μπορεί να
είναι αποτελεσματική στην ανάπτυξη υπηρεσιών που μπορεί να μην είναι ελκυστικές
ή ακατάλληλες για τον ιδιωτικό τομέα, ή δεν μπορεί να παρέχει ο δημόσιος
τομέας. Μπορεί επίσης να είναι πολύτιμη στην εμπλοκή των τοπικών κατοίκων σε
οικονομικές δραστηριότητες με τρόπους που οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν βρει
δύσκολους. Η κοινωνική οικονομία δεν παρέχει απλώς υποκατάστατα για πραγματικές
θέσεις απασχόλησης και υπηρεσίες όπου υπάρχει αποτυχία της αγοράς. Βοηθά
επιπλέον στην ανάπτυξη μιας εντονότερης αίσθησης κοινότητας.
Οι πρωτοβουλίες στον τομέα της
κοινωνικής οικονομίας στο Ηνωμένο Βασίλειο αναπτύχθηκαν χωρίς μια φανερή
υποστήριξη από τις τοπικές ή τις εθνικές αρχές. Έτσι, όχι μόνο αναπτύχθηκαν
μέσα από διαφορετικές διαδικασίες αλλά έχουν επίσης λάβει πολύ διαφορετικές
νομικές μορφές. (εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, συνεταιρισμοί, πιστωτικές
ενώσεις, κοινοτικές ενώσεις, κ.λπ.)[52]. Παρ’
όλα αυτά, ο τομέας παρουσιάζεται να έχει μεγάλη ανάπτυξη. Ο επιβλέπων κυβερνητικός
οργανισμός διαθέτει τα παρακάτω στοιχεία:
- Την περίοδο 2004-5 ο τομέας των φιλανθρωπικών σωματείων
είχε ένα συνολικό εισόδημα γύρω στα 2,6 δις. λίρες, δηλαδή 2% του ΑΕΠ του
ΗΒ
- Ο αριθμός των εγγεγραμμένων φιλανθρωπικών σωματείων
έφθασε το 2005 τα 164.000.
- Υπάρχουν περί τις 55.000 κοινωνικές επιχειρήσεις.
- Από το 2004 η κυβέρνηση έχει επενδύσει πάνω από 350
εκατομμύρια λίρες για την παροχή υπηρεσιών από τον τρίτο τομέα.
- Οι συνολικές δημόσιες επιδοτήσεις για τον
εθελοντικό και κοινοτικό τομέα (κεντρικής κυβέρνησης και τοπικών αρχών)
ήταν περισσότερο από 10 δισεκατομμύρια λίρες την περίοδο 2004-2005.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια έκθεση
της εταιρείας Delta Economics
με τίτλο Social Entrepreneurship in the UK[53]. Οι
συντάκτες της έκθεσης δεν διστάζουν να φθάσουν στο συμπέρασμα ότι οι κοινωνικές
επιχειρήσεις αποτελούν κεντρικό στοιχείο όχι μόνο για την μεταρρύθμιση στην
παροχή δημόσιων υπηρεσιών αλλά και στην αναγέννηση υποβαθμισμένων περιοχών, την
οικονομική ανάπτυξη και την απάντηση σε μεγάλες περιβαλλοντικές προκλήσεις.
Επίσης τα τελευταία χρόνια έχουν
λάβει χώρα μια σειρά από κυβερνητικές πρωτοβουλίες όπως η δημοσίευση της
Εθνικής Στρατηγικής για τις Κοινωνικές Επιχειρήσεις. Παράλληλα υπήρξε μια
εξειδίκευση αυτής της στρατηγικής για το Λονδίνο, όπου άλλωστε υπάρχουν
πολυάριθμες τέτοιες επιχειρήσεις, καθώς και η ίδρυση του Δικτύου Κοινωνικών
Επιχειρήσεων του Λονδίνου. Στα πλαίσια της κυβέρνησης λειτουργεί επίσης η
Μονάδα Κοινωνικής Επιχείρησης[54].
Όπως αναφέρθηκε, η συγκέντρωση
των κοινωνικών επιχειρήσεων στο Λονδίνο είναι μεγάλη, φθάνοντας το 22%, όταν το
αντίστοιχο ποσοστό για τις άλλες επιχειρήσεις είναι 14%.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις στο
Ηνωμένο Βασίλειο είναι πλήρως προσανατολισμένες προς την αγορά για το εισόδημά
τους, αφού το 80% αυτού προέρχεται από εκεί και μόλις το 20% από επιδοτήσεις
και άλλους πόρους.
Στην πλειοψηφία τους είναι
προσανατολισμένες προς την παροχή υπηρεσιών προς τα άτομα, ενώ πολλές από αυτές
δραστηριοποιούνται σε περιβαλλοντικά ζητήματα. Η κατάρτιση και η εκπαίδευση
αποτελούν τον πρώτο τομέα δραστηριοποίησης και ακολουθούν η κοινωνική πρόνοια,
η στέγαση, η παιδική φροντίδα, ο αθλητισμός και οι κοινωνικές εγκαταστάσεις,
κοινοτικά κέντρα, φροντίδα ηλικιωμένων. Οι εμπορευματικές δραστηριότητες
συνακόλουθα σχετίζονται με τον τομέα της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας
(33%), άλλες κοινωνικές-προσωπικές-κοινοτικές υπηρεσίες (21%), τα κτηματομεσιτικά
γραφεία (20%), την εκπαίδευση (15%) και το λιανικό εμπόριο[55].
Οι νομικές μορφές που μπορούν να
πάρουν είναι πολλές. Μεταξύ άλλων ΕΠΕ, Βιομηχανικές και Προνοιακές Εταιρείες,
συνεταιρισμοί, αναπτυξιακά ταμεία, κοινωνικές εταιρείες, εμπορικοί κλάδοι
φιλανθρωπικών ταμείων, κοινοτικές επιχειρήσεις. Μια νέα μορφή, η Limited Liability Company στοχεύει να καλύψει
κυρίως τις κοινωνικές επιχειρήσεις.
Οι κυριότερες προκλήσεις για την
κοινωνική οικονομία και τις κοινωνικές επιχειρήσεις είναι
·
Η πολυπλοκότητα του
συστήματος παροχών και πώς αυτές συνδυάζονται με την εργασία σε κοινωνική
επιχείρηση
·
Η αύξηση της επίγνωσης των
ωφελημάτων των συμβάσεων με επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας
·
Η διασφάλιση της συμμετοχής
σε δημόσιες προμήθειες
·
Η εξεύρεση κατάλληλων
διοικητικών στελεχών
3.10 ΓΑΛΛΙΑ
Η Γαλλία χαρακτηρίζεται από μια
ιστορία συγκεντρωτισμού και συνεπώς εκπροσώπησης του «κοινού συμφέροντος» από το
ίδιο το κράτος. Οι ενώσεις εργατών και πολιτών είχαν απαγορευτεί από την
Γαλλική Επανάσταση, γι’ αυτό άλλωστε μόλις το 1830 άρχισαν και πάλι να κάνουν
την εμφάνισή τους εργατικές ενώσεις[56].
Όπως αναφέρθηκε ήταν στην Γαλλία
που για πρώτη φορά αναφέρεται ο όρος «κοινωνική οικονομία». Ο όρος διαμορφώθηκε
από δύο οικονομολόγους τον C.
Gide και
τον L. Walras.
Δεδομένης και της αρνητικής
στάσης της Δεύτερη Αυτοκρατορίας προς τις ενώσεις, η ουσιαστική τους ανάπτυξη
δεν ξεκίνησε παρά στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μάλιστα, αυτές οι εξελίξεις
αναφέρονται και στους τρεις τύπους οργανώσεων της κοινωνικής οικονομίας
(συνεταιρισμοί, ενώσεις, εταιρείες αμοιβαίας βάσης).
Όπως και στις άλλες περιπτώσεις
που έχουν αναφερθεί έως τώρα, ήταν η δεκαετία του 1970 και η συνακόλουθη κρίση
του κράτους πρόνοιας που συνοδεύτηκε με την επαναδραστηριοποίηση μορφών της
κοινωνίας των πολιτών με όρους όπως κοινωνική οικονομία, οικονομία βασισμένη
στην αλληλεγγύη, μη κερδοσκοπικός τομέας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι οργανώσεις
του τομέα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ανάδειξη νέων μορφών φτώχειας
και στην ανάπτυξη νέων κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ο τομέας σύμφωνα με μία
καταμέτρηση εμφανίζεται να απασχολεί το 9% του εργατικού δυναμικού (χωρίς την
αυταπασχόληση), ενώ υψηλό είναι το ποσοστό του και στο ΑΕΠ. Ο αριθμός των
κοινωνικών επιχειρήσεων φθάνει τις 167.000[57].
Ωστόσο αυτοί οι αριθμοί συμπεριλαμβάνουν τόσο συνεταιρισμούς που δεν σέβονται
τους ηθικούς κανόνες της κοινωνικής οικονομίας όσο και ενώσεις που δεν
δραστηριοποιούνται στην αγορά.
Οι επιχειρήσεις αυτές
δραστηριοποιούνται σε ένα ευρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων όπως κοινωνικές
υπηρεσίες, κοινωνικός τουρισμός, αθλητισμός, ασφάλιση, υγεία, εκπαίδευση,
κατάρτιση, ένταξη, πολιτισμός, αναπτυξιακή βοήθεια.
Μετά την κρίση της δεκαετίας του
1970, δημιουργήθηκαν πολλές επιχειρήσεις με δράσεις για την κοινωνική ένταξη,
όπως επιχειρήσεις ένταξης, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, κοινωνικά καταστήματα
και εστιατόρια κ.λπ. Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιες οργανώσεις θεωρούν ότι
ανήκουν στην «οικονομία της αλληλεγγύης».
Οι νομικές μορφές που παίρνουν οι
οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας ομοιάζουν με αυτές των υπολοίπων χωρών.
Δηλαδή είναι συνεταιρισμοί, εταιρείες αμοιβαίας βάσης, ενώσεις, ιδρύματα.
Η χρηματοδότησή τους βασίζεται
κατά 60% από τις κρατικές επιδοτήσεις, ιδιαιτέρως εκείνες οι επιχειρήσεις που
έχουν έμμισθους εργαζόμενους. Ένα μέρος των επιδοτήσεων προέρχεται από
ευρωπαϊκά κοινοτικά κονδύλια. Οι κρατικές επιδοτήσεις λαμβάνουν την μορφή των
άμεσων επιδοτήσεων, των κοινωνικών μεταβιβάσεων, των δημόσιων διαγωνισμών, και
των επιδοτήσεων για απασχόληση.
Οι ομάδες στόχοι που εξυπηρετούν
αυτές οι επιχειρήσεις είναι οι άνεργοι, πρόσωπα που απειλούνται ιδιαίτερα από
τον κοινωνικό αποκλεισμό, ΑΜΕΑ, ηλικιωμένοι, παιδιά, οικογένειες και άτομα από
τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι με
βάση τις οικονομικές δραστηριότητες, οι δράσεις των κοινωνικών οργανώσεων
επικεντρώνονται στις κύριες δράσεις κοινωνικής προστασίας (πολιτισμός-αναψυχή,
εκπαίδευση-έρευνα, υγεία-κοινωνικές υπηρεσίες). Επίσης, τομείς όπως οι
κοινωνικές υπηρεσίες, η εκπαίδευση παρουσιάζουν υψηλό βαθμό επαγγελματισμού και
ο ρόλος των εθελοντών είναι περιθωριακός. Αντιθέτως, σε τομείς όπως ο
αθλητισμός, η αναψυχή και ο πολιτισμός ο εθελοντισμός παίζει μεγάλο ρόλο[58].
Μια συνοπτική περιγραφή της
λειτουργίας κάποιων κοινωνικών επιχειρήσεων κοινωνικής ένταξης είναι
διαφωτιστική. Ο μισθός του εργαζόμενου, που είναι νέος ή μακροχρόνια άνεργος,
πληρώνεται από το κράτος. Ωστόσο για συμβολικούς λόγους δίδεται από την
οργάνωση που τον απασχολεί. Η θέση απασχόλησης δεν πρέπει να είναι
ανταγωνιστική με κάποια «κανονική» τέτοια. Η οργάνωση που απασχολεί τον άνεργο
μεριμνά για την κατάρτιση και την επίβλεψή του. Μέρος του χρόνου του
εργαζόμενου δαπανάται στην αναζήτηση εργασίας. Μετά το 1997, τέτοιες θέσεις
απευθύνονταν σε ακραίες κοινωνικές περιπτώσεις.
Στην Γαλλία, σε μια μελέτη των
κοινωνικών επιχειρήσεων εργασιακής ένταξης παρατηρήθηκαν μια σειρά ενδιαφέροντα
στοιχεία, τα οποία φαίνεται να προσομοιάζουν στην ελληνική περίπτωση. Η παραγωγή
αγαθών και υπηρεσιών φαίνεται να μην έχει πολύ υψηλή προτεραιότητα στη
λειτουργία τη επιχείρησης, η κύρια προτεραιότητα είναι ο αντικειμενικός στόχος
της ένταξης. Τα διοικητικά στελέχη, μολονότι γνωρίζουν πόσο σημαντική είναι η
λειτουργία της εκπροσώπησης και της προώθησης των συμφερόντων της επιχείρησης
καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνους στη διαχείριση και την επίβλεψη
της παραγωγής. Επίσης, μολονότι η δομή των επιχειρήσεων είναι δημοκρατική, τις
περισσότερες φορές οι αποφάσεις λαμβάνονται από ελάχιστα άτομα, τα οποία
διαθέτουν τεχνογνωσία ή από συγκεκριμένα άτομα του διοικητικού συμβουλίου. Οι
ίδιοι οι εργαζόμενοι που συμμετέχουν στη διαδικασία επανένταξης σπάνια
συμμετέχουν σε αυτές τις διαδικασίες[59].
Επίσης ένα χαρακτηριστικό
αποφασιστικής σημασίας για τη βιωσιμότητά τους είναι η ένταξή τους στο τοπικό
πλαίσιο. Αυτό έχει σημασία όχι μόνο στον προσδιορισμό των πραγματικών αναγκών
της τοπικής κοινωνίας, έτσι ώστε η επιχείρηση να προσανατολιστεί προς
αντίστοιχες δράσεις, αλλά και στην γνώση των ατόμων που έχουν τις μεγαλύτερες
ανάγκες. Τέλος, σημαντική είναι η διασύνδεση με τα τοπικά δίκτυα, πέραν των
προαναφερθέντων και στην κινητοποίηση προσωπικού (εργαζόμενοι-εθελοντές).
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα τελευταία χρόνια, σε Ευρωπαϊκό
επίπεδο παρατηρείται μια ανάπτυξη οργανώσεων που δεν ανήκουν ούτε στον δημόσιο
ούτε στον ιδιωτικό τομέα. Λόγω της ιδιαίτερης φύσης αυτών των οργανώσεων τα
κράτη έχουν υιοθετήσει διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις ή υποστηρικτικά εργαλεία
που εφαρμόζονται αποκλειστικά σε αυτό τον τομέα.
Σήμερα, σε όλη την Ευρώπη, οι
επιχειρήσεις ή τα προστατευμένα εργαστήρια που (επαν) εντάσσουν μειονεκτούντα
άτομα στην αγορά εργασίας ή που παρέχουν θέσεις απασχόλησης σε ΑΜΕΑ είναι ο
τύπος της κοινωνικής επιχείρησης που λαμβάνει τη μεγαλύτερη προσοχή από τους
πολιτικούς[60].
Από την μέχρι σήμερα Ευρωπαϊκή
εμπειρία φαίνεται να ισχύουν τα συμπεράσματα των Ash Amin και λοιπών ότι:
Α) δε υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο
υπόδειγμα κοινωνικής επιχείρησης ή φορέα της κοινωνικής οικονομίας, ακόμα
περισσότερο δε βέλτιστη πρακτική, που να μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια σε άλλη
περιοχή. Η επιτυχία όλων των παραδειγμάτων που παρατίθενται οφείλεται σε
τοπικούς παράγοντες
Β) Η κοινωνική οικονομία δεν
είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή, χωρίς αναφορά στις σχέσεις της με το κράτος
και την κύρια οικονομία. Εδώ ίσως πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία αφού αυτά
τα συμπεράσματα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη στις ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες
και δομές της Ελλάδας. Η εναλλακτική πρόταση που συνιστά η κοινωνική οικονομία
αναφορικά με το δημόσιο δεν είναι αυτή της παραγωγής πόρων με άλλο τρόπο αλλά η
κοινωνική οικονομία αποτελεί έναν άλλο τρόπο διαχείρισης δημόσιων πόρων[61].
Συνεχίζοντας τις γενικές
παρατηρήσεις για την κοινωνική οικονομία, μπορούν να αναφερθούν οι εξής
σημαντικοί παράμετροι, που κάθε πολιτικό σχέδιο δράσης για την ανάπτυξη της
κοινωνικής οικονομίας πρέπει να λάβει υπ’ όψιν:
- Στις διάφορες χώρες υπάρχουν εμπόδια και ενισχυτικές
ως προς την κοινωνική οικονομία δυνάμεις που επηρεάζουν την εξέλιξη των
κοινωνικών επιχειρήσεων. Ο πιο κρίσιμος παράγοντας φαίνεται να είναι η
δημόσια ή πολιτική στάση απέναντι στον τομέα. Συνεπώς ένα υποστηρικτικό
θεσμικό/κανονιστικό πλαίσιο και η εκπεφρασμένη πολιτική βούληση για την
υποστήριξη της ανάπτυξής της αποτελούν αποφασιστικούς παράγοντες για την
βιωσιμότητα των κοινωνικών επιχειρήσεων.
- Η σχέση της κοινωνικής οικονομίας με τον ιδιωτικό
τομέα δεν είναι ανταγωνιστική, όπως εκ πρώτης όψεως θα πίστευε κανείς.
Αυτό γιατί σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη, η κοινωνική οικονομία
φαίνεται να αναπτύσσεται καλύτερα σε περιοχές όπου η κυρίως οικονομία
είναι δυναμική. Σε τέτοια περιβάλλοντα, η κοινωνική οικονομία επωφελείται
από την άντληση προσωπικού από έναν δυναμικό τομέα, τις δωρεές, ενώ η
τοπική αγορά εργασίας μπορεί να απορροφά με μεγαλύτερη ευκολία αυτούς που
καταρτίζονται στις κοινωνικές επιχειρήσεις.
- Σε περιοχές με έντονα τα φαινόμενα του κοινωνικού
αποκλεισμού, για να αναπτυχθεί η κοινωνική οικονομία χρειάζεται να
«εισαχθούν» αρκετοί πόροι. Η παρατήρηση αυτή είναι εύλογη αν σκεφθεί κανείς
ότι τέτοιες περιοχές πάσχουν από έλλειψη πόρων. Επιπλέον, όσοι
διαμορφώνουν πολιτικές για την κοινωνική οικονομία δεν πρέπει να
παραβλέπουν ότι η ενεργός συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας εξαρτάται από
χαρακτηριστικά όπως ο υψηλός βαθμός κοινωνικής συνοχής και η ενεργός
εμπλοκή της ίδιας της κοινωνικής επιχείρησης με την τοπική κοινωνία.
- Οι έρευνες έχουν δείξει ότι όσο και εάν
χρησιμοποιούνται εκφράσεις για την εμπλοκή των ωφελουμένων, ή ζητείται η
συμβουλή τους, η πλειοψηφία των κοινωνικών επιχειρήσεων έχει συγκροτηθεί
από επαγγελματίες κοινωνικούς επιχειρηματίες.
- Επίσης, μολονότι η δομή τους είναι δημοκρατική, οι
αποφάσεις λαμβάνονται συνήθως από ελάχιστα άτομα. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι
που συμμετέχουν στη διαδικασία επανένταξης σπάνια συμμετέχουν σε αυτές
τις διαδικασίες[62].
- Η αποτυχία είναι το σημείο εκκίνησης μιας
κοινωνικής επιχείρησης. Η αποτυχία να απαντηθούν οι ανάγκες των ανθρώπων
της τοπικής κοινωνίας ή μιας συγκεκριμένης ομάδας είναι το αίτιο για την
ανάδυση μιας κοινωνικής επιχείρησης.
- Οι τεχνικές δεξιότητες είναι σημαντικές αλλά
πρέπει να συμπληρώνονται από την καλλιέργεια της εμπιστοσύνης, τον
αμοιβαίο σεβασμό, την αυτοπεποίθηση και το πάθος.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις
αντιμετωπίζουν μια σειρά από προκλήσεις. Συνακόλουθα, υποστήριξη απαιτείται στα
ακόλουθα πεδία:
Η πρώτη σημαντική πρόκληση είναι ότι ενώ όλοι κατανοούν ότι υπάρχει
ανάγκη χρόνου και υπομονής στην δημιουργία μιας κοινωνικής επιχείρησης. Ωστόσο,
τα προγράμματα, η υποστήριξη και οι χρηματοοικονομικοί πόροι δεν είναι
σχεδιασμένοι με τέτοια οπτική. Η γραφειοκρατία κυριαρχεί στην
επιχειρηματικότητα.
Η δεύτερη σημαντική πρόκληση είναι η χρηματοδότηση. Όπως όλες οι
επιχειρήσεις, οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί απαιτούν κεφάλαια-πιστώσεις για τη
βραχυπρόθεσμη λειτουργία τους και τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό τους. Ωστόσο λόγω
του γεγονότος ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές απαιτούν συγκεκριμένες
εγγυήσεις, οι κοινωνικές επιχειρήσεις συνήθως αναφέρουν τη δυσκολία στην
πρόσβαση σε πιστώσεις ως το πιο σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξή τους. Επίσης,
η εξάρτηση από εξωτερικούς χρηματοδότες, οι οποίοι συνήθως παρέχουν αυτά τα
χρήματα με συγκεκριμένους περιορισμούς αλλά και για συγκεκριμένα χρονικά
διαστήματα ή άτακτα, δημιουργεί προβλήματα στο μεσοπρόθεσμο με μακροπρόθεσμο
σχεδιασμό των δραστηριοτήτων των κοινωνικών επιχειρήσεων. Ένα επιπλέον
σημαντικό εμπόδιο είναι η χρηματοδότηση από τον δημόσιο τομέα, η οποία συνήθως
λαμβάνει χώρα σε ετήσια βάση. Έτσι, και αυτή συνιστά εμπόδιο στον μακροπρόθεσμο
σχεδιασμό της δραστηριότητας μιας κοινωνικής επιχείρησης.
Η τρίτη σημαντική πρόκληση είναι η ζήτηση για τα προϊόντα της
κοινωνικής επιχείρησης. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις μπορεί να λειτουργούν σε
πολλούς τομείς της οικονομίας ωστόσο ένας κύριος πελάτης τους είναι ο δημόσιος
τομέας. Έτσι, η ζήτηση καθορίζεται από πολιτικούς παράγοντες και είναι πολύ
δύσκολο να προβλεφθεί η εξέλιξή της. Συνεπώς είναι πολύ σημαντικό για την
κοινωνική επιχείρηση να εγκαθιδρύσει κανονικές σχέσεις με τα διάφορα
κυβερνητικά επίπεδα για την επίτευξη των κοινών στόχων. Επιπλέον, είναι σημαντικό
να διαφοροποιεί την πελατεία της έτσι ώστε να διασφαλίζει μια πιο ομαλή
πρόσβαση σε διάφορες αγορές.
Η τέταρτη σημαντική πρόκληση αναφέρεται στη διαθεσιμότητα ανθρώπινων
πόρων που να διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Οι κοινωνικές
επιχειρήσεις αναζητούν ειδικές δεξιότητες και επαρκείς ανθρώπινους πόρους που
μπορεί να υπάρχει έλλειψή τους, ειδικά όπου οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι
επιτυχείς. Ιδιαίτερα προβλήματα μπορεί να προκύψουν με τα διευθυντικά στελέχη
αφού τα συμβατικά στελέχη δεν διαθέτουν τις ικανότητες που απαιτούν οι
κοινωνικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η προσέγγισή τους δεν είναι κατάλληλη
για επιχειρήσεις όπου η εργασία είναι ο πιο σημαντικός πόρος, τόσο στο ατομικό
όσο και στο συλλογικό επίπεδο. Η έλλειψη διευθυντικών στελεχών πιθανόν να
συγκρατήσει την ανάπτυξη. Επιπλέον, οι ανθρώπινοι πόροι μπορεί να θέσουν σε
κίνδυνο την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται, παρά το γεγονός ότι είναι
ζωτικές για την κοινωνική οικονομία. Το πρόγραμμα αντιμετώπισε ορθά και αυτό το
πρόβλημα.
Επίσης, μία πέμπτη, κρίσιμη πρόκληση αποδείχθηκε το πλούσιο δίκτυο σχέσεων και
διασυνδέσεων. Τα διοικητικά στελέχη, μολονότι γνωρίζουν πόσο σημαντική
είναι η λειτουργία της εκπροσώπησης και της προώθησης των συμφερόντων της
επιχείρησης καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνους στη διαχείριση και την
επίβλεψη της παραγωγής.
Μία έκτη πρόκληση αποτελεί η διασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών και των
αγαθών.
Οι επιχειρήσεις της κοινωνικής
οικονομίας έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν, πέραν από την προσφορά θέσεων
απασχόλησης και δράσεων κοινωνικής ένταξης σε τομείς όπως:
·
Η αναδιάρθρωση επιχειρήσεων
για την αποτροπή του κλεισίματός τους ή για την επιβοήθηση των εργαζομένων σε
επισφαλείς επιχειρήσεις
·
Η μετατροπή αδήλωτων θέσεων
απασχόλησης σε νόμιμες (βλέπε περίπτωση Βελγίου)
·
Η διατήρηση τεχνών και η
καλλιέργεια δεξιοτήτων σε άτομα που είναι αποκλεισμένα από την αγορά εργασίας
·
Στην μετατροπή ανεκπλήρωτων
αναγκών σε ζήτηση, και στην ανάπτυξη αγορών εκεί όπου προηγουμένως υπήρχε μία
άτυπη και αδόμητη ζήτηση ή/και προσφορά[63].
·
Στην καλλιέργεια του
κοινωνικού κεφαλαίου. Αυτό λαμβάνει χώρα τόσο εντός των επιχειρήσεων, μέσω του πλούτου
των εργασιακών σχέσεων, όσο και έξω από αυτές μέσω της παραγωγής κοινωνικών
υπηρεσιών που έχουν υψηλή αξία και ενισχύουν την συνεργασία.
Τέλος, από την Ευρωπαϊκή εμπειρία
αναδεικνύονται μια σειρά από γενικότερα ζητήματα, τα οποία όμως πρέπει να
ληφθούν σοβαρά υπόψη στην ανάπτυξη του τομέα της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Έτσι, δεν πρέπει
να ξεχνιέται ότι η χρηματοδότηση, η ζήτηση και οι δεξιότητες είναι εν μέρει
εσωτερικά και εν μέρει εξωτερικά εμπόδια για τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Είναι
τόσο οργανωτικά όσο και πολιτικά προβλήματα. Οι μελέτες κατέδειξαν ότι η
επίλυσή τους απαιτεί να αντιμετωπιστούν
όλα μαζί.
Η επίτευξη συμφωνίας με την
τοπική κυβέρνηση για τη διεύρυνση της δυνητικής αγοράς της κοινωνικής
επιχείρησης καθιστά πιο εύκολο το να πειστούν οι χρηματοοικονομικοί φορείς για
την αξιοπιστία της κοινωνικής οικονομίας και συνεπώς καθιστά την πρόσβασή της
σε δανειοδοτήσεις πιο εύκολη. Από την άλλη, η πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις και
μια ευρύτερη αγορά βοηθά στην ανάπτυξη καλύτερων δεξιοτήτων για την παροχή των
απαιτούμενων υπηρεσιών με την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων μιας πιο
ορθολογικής εσωτερικής οργάνωσης που δικαιολογείται από τη διεύρυνση της αγοράς
και την «μάθηση από την πράξη». Όλα αυτά δημιουργούν έναν «ενάρετο κύκλο» και έχουν
ως συνέπεια την διεύρυνση των ωφελημάτων για την κοινωνία, όπως καλύτερες και
πιθανότατα φθηνότερες υπηρεσίες.
Τρία στοιχεί που κάθε πλαίσιο
πολιτικής για την κοινωνική οικονομία πρέπει να αντιμετωπίζει είναι
·
Η πολυπλοκότητα του
συστήματος παροχών και πώς αυτές συνδυάζονται με την εργασία σε κοινωνική
επιχείρηση
·
Η αύξηση της επίγνωσης των
ωφελημάτων των συμβάσεων με επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας
·
Η διασφάλιση της συμμετοχής
σε δημόσιες προμήθειες
Τέλος, ένα χαρακτηριστικό
αποφασιστικής σημασίας για τη βιωσιμότητά τους είναι η ένταξή τους στο τοπικό
πλαίσιο. Αυτό έχει σημασία όχι μόνο στον προσδιορισμό των πραγματικών αναγκών
της τοπικής κοινωνίας, έτσι ώστε η επιχείρηση να προσανατολιστεί προς
αντίστοιχες δράσεις, αλλά και στην γνώση των ατόμων που έχουν τις μεγαλύτερες
ανάγκες. Τέλος, σημαντική είναι η διασύνδεση με τα τοπικά δίκτυα, πέραν των
προαναφερθέντων και στην κινητοποίηση προσωπικού (εργαζόμενοι-εθελοντές).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Απόφαση του Συμβουλίου, Περί των κατευθυντήριων γραμμών για τις
πολιτικές των κρατών μελών για την απασχόληση το 2000, 2000/228/ΕΚ, 13
Μαρτίου 2000.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή
των Περιφερειών, Σχετικά με την προώθηση
των συνεταιριστικών εταιρειών στην Ευρώπη, COM(2004)18, Βρυξέλλες, 23.02.2004.
Ζιώμας Δημήτρης, Προσεγγίζοντας τον Τομέα της Κοινωνικής
Οικονομίας στην Ελλάδα: Υφιστάμενη κατάσταση και προοπτικές.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1081/2006
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2006 για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και την
κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/1999.
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Απόφαση του Συμβουλίου για τις
κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών-Κοινές
κατευθυντήριες Γραμμές, 10205/05, Βρυξέλλες, 5 Ιουλίου 2005.
Χρυσάκης Μ., Δ. Ζιώμας, Ν. Καραμητοπούλου,
Δ. Χατζαντώνης, Προοπτικές απασχόλησης
στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας, Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας, 2002.
Esping-Andersen Gosta, Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της ευημερίας, Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα, 2006.
Equal, Συνθετική παρουσίαση των μεθόδων χρηματοδότησης των φορέων της
κοινωνικής οικονομίας, Ομάδα Εργασίας ΙΙΙ, «Εργαλεία και μέθοδοι μόχλευσης
οικονομικών πόρων», Αύγουστος 2008.
Ferrera Maurizio, «Η ανασυγκρότηση
του κοινωνικού κράτους στη Νότια Ευρώπη», στο Μάνος Ματσαγγάνης (επιμέλεια), Προοπτικές του κοινωνικού κράτους στη νότια
Ευρώπη, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999.
Ξενόγλωσση
Amin A., A Cameron, R. Hudson, «Welfare as work? The potential of the UK
social economy», Environment and Planning, 1999, volume 31, σελ.2033-2051
Amin Ash, Angus Cameron and Ray Hudson, Placing the Social Economy, Routledge, Λονδίνο, 2002.
Archambault Edith, «The Third Sector in France and the Labour Market Policy» στο Annette Zimmer και Christina Stecker, Strategy mix for Nonprofit Organizations-Vehicles
for Social and Labour Market Integration, Springer, 2004.
Borzaga Carlo, «From suffocation to re-emergence: the evolution of the Italian third
sector», στο Adalberte Evers
και Jean-Louis
Laville (ed.), The Third Sector in
Europe, Edward Elgar,
2004.
Bucolo Elisabetta, «French social enterprises: a common ethical framework to balance various
objectives» στο Marthe Nyssens, Social Enterprise , Routledge.
CEC, Communication from the Commission to the
council, Businesses in the “Economie
Sociale” Sector, Europe ’s frontier-free market,
SEC(89)2187 final, Βρυξέλλες, 18 Δεκεμβρίου
1989.
CEC, Communication form the Commission to the
Council, the European Parliament, the Economic and Social Committee and the
Committee of Regions, Acting Locally for
Employment. A Local dimension of the European Employment Strategy,
COM(2000)96 Final, Βρυξέλλες, 07.04.2000.
CEC, Communication to the Council and the
European Parliament, the European Economic and Social Committee and the
Committee of the Regions, Action Plan:
The European Agenda for Entrepreneurship, COM(2004)70 final, Βρυξέλλες, 11.02.2004.
CIRIEC, The
Social Economy in Europe , The European
Economic and Social Committee, No CESE/COMM/05/2005, 2005.
Council Resolution, The Employment Guidelines 1998, 13200/97, 15 Δεκεμβρίου 1997.
Defourny Jacques και Martha Nyssens (ed.), Social Enterprise
n Europe : Recent Trends and Developments,
EMES, WP no. 08/01.
Defourny Jacques και Marthe Nyssens, «Defining social enterprise», στο Marthe Nyssens (ed.), Social enterprise, Routledge, 2006.
ECOTEC Research and Consulting Ltd, Evaluation of the Τhird System and Employment Pilot Action-Final Report-Αύγουστος 2001.
Equal Italia, Lessons learnt by the European Mainstreaming Platform on Social
Economy. How can Social Economy contribute to local development, Τίβολι (Ρώμη), 4-5 Δεκεμβρίου 2006,
http://www.equalitalia.it/documenti/pdf/inglese_eq_web.pdf
European Commission, First Report on Local Development and Employment Initiatives. Lessons
from Territorial and Local Employment Pacts, Working Paper, SEC(96)2061, Νοέμβριος 1996.
European Commission-Ministero del Lavoro e della Previdenza Sociale, How can social economy contribute to local
development? Lessons learnt by the European Mainstreaming
Platform on Social Economy, Τίβολι, Δεκέμβριος 2006.
European Commission-DG Enterprise-Industry, Study on practices and policies in the
Social Enterprise Sector in Europe-Country Fiche-Poland, Austrian Institute
for SME Research, Βιέννη,
2007.
Evers Adalbert και Matthias Schulze-Boing, «Germany : Social enterprises and
transitional employment», στο Carlo Borzaga και Jacques Defourny, The Emergence of
Social Enterprise, Routledge, Λονδίνο 2001.
David C. Hammack, «Introduction: Growth, Transformation, and Quiet Revolution in the
Nonprofit Sector Over Two Centuries», Nonprofit and Voluntary Sector Quarterly, Volume 30, Number 2, Ιούνιος 2001, σελ.
157-173.
Harding Rebecca και Dennis Harding, Social Entrepreneurship in the UK, A Delta Economics Report, 2008, στο http://www.socialenterprise.org.uk/pages/research.html.
Hulgard Lars, «Danish social enterprises: a public-third
sector partnership» στο Marthe Nyssens (ed.), Social Enterprise . At the
crossroads of market, public policies and civil society, Routledge, Λονδίνο, 2006.
Fraisse Laurent, The third sector and the
policy process in France :
The centralized horizontal third sector community faced with the
re-configuration of the state-centred republican model, TSEP Working Paper no.
7, Οκτώβριος 2005.
Laville Jean-Louis, Benoit Levesque και Marguerite Mendell, «The Social
Economy: Diverse Approaches and Practices in Europe and Canada », στο Antonella Noya και Emma Clarence (ed.), The Social Economy. Building inclusive economies, OECD, 2007.
Mallaghan Α., M. Hart, R. Mac Farlane και Ε. Connolly, A study of community
businesses within the social economy in Ireland, Report of a Study of Area
Development Management Ltd, Δουβλίνο, 1996.
Montagut Teresa, The third sector and the policy process in Spain , TSEP Working Papers
Number 2, Ιούνιος 2005.
OECD, Social
Enterprises, OECD, Παρίσι, 1999.
O’Hara Patricia, «Ireland : social enterprises and local
development», στο Carlo Borzaga και Jacques Defourny, The emergence of Social Enterprise ,
Routledge, 2001.
Noya Antonella και Emma Clarence, The social economy.
Building inclusive economies, OECD, 2007.
Olsson Lars-Erik, Marie Nordfeldt, Ola Larsson και Jeremy Kendall, The third sector
and policy processes in Sweden :
A centralized horizontal third sector policy community under strain, TSEP Working
Papers Number 3, Οκτώβριος 2005.
O’ Shaughnessy Mary, National profiles of work integration social enterprises: Ireland ,
EMES, WP no. 02/05, 2005.
O’ Shaughnessy Mary, «Irish social enterprises: challenges in mobilizing resources to meet
multiple goals», στο Marthe Nyssens (ed.), Social Enterprise . At the crossroads of market, public policies
and civil society, Routledge, 2006.
Pestoff Victor, The Third Sector and Service Quality: meeting the challenges of the 21st
Century in Sweden ,
παρουσίαση στο Conference on the Alternative Paradigms in Third Sector Research, 15-16 Δεκεμβρίου, 2001, Τρέντο, Ιταλία.
Ranci Costanzo, Mauro Pellegrino και Emmanuele Pavolini,
The third sector and the policy process in Italy : Between mutual accommodation and new forms of
partnership, TSEP
Working Papers Number 4, Ιούνιος 2005.
REGERINGSKANSLIET, Social Economy. A report of the Swedish Government Office’s work on a
new concept, Ministry of Industry, Employment and Communication, Άνοιξη 2001.
Salamon et al, Global Society. Dimensions of
the Non Profit Sector , The Johns Hopkins
Comparative Nonprofit Project, Βαλτιμόρη, 1999.
Social Inclusion, Peer Review and Assessment in
Social Inclusion, The social economy from
the perspective of active inclusion-Employment opportunities for people far
from the labour market, Host Country Report, Belgium 2008.
Social Inclusion, Peer Review and Assessment in
Social Inclusion, The social economy from
the perspective of active inclusion-Employment opportunities for people far
from the labour market, Short Report, Belgium 2008.
Stryjan Yohanan, «The emergence of work-integration social enterprises», στο Carlo Borzaga και Jacques Defourny, The Emergence of
Social Enterprise, Routledge, Λονδίνο 2001.
Stryjan Yohanan, Work integration social enterprises in Sweden , EMES, WP no. 04/02,
2002.
Stryjan Yohanan, «Sweden : social enterprises within a
universal welfare state model», στο Marthe Nyssens (ed.), Social
Enterprise, Routledge, Λονδίνο, 2006
Taylor Marilyn, «The welfare mix in the United
Kingdom », στο Adalbert Evers και Jean-Louis Laville, The Third
Sector in Europe, Edward Elgar, 2004.
The Third System, Employment and Local
Development, Volume 3- Tools to Support
the Development of the Third System.
Third System Approaches, Recycling and the IT Sector. European Best Practice In the Social Economy
Sector: A Study.
Vamstad Johan, The third sector and centralization in the Swedish welfare state, παρουσίαση στο
συνέδριο EGPA, στη Βέρνη, 2005.
Vidal Isabel, «Social enterprises as a response to employment policy failure», στο Carlo Borzaga και Jacques Defourny, The Emergence of
Social Enterprise, Routledge, Λονδίνο 2001.
Παρουσίαση
συμπερασμάτων από την δράση της κοινωνικής επιχείρησης BARKA στην Σουηδία
Σημαντικά στοιχεία για την επιτυχία του
προγράμματος
- Αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των φορέων
- Η επικέντρωση όλων των δραστηριοτήτων στις τοπικές
ανάγκες και τις ανάγκες των αποκλεισμένων ατόμων
- Η συνεχής και συγκεκριμένη συνεργασία μεταξύ των
φορέων της περιοχής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του κοινωνικού
αποκλεισμού
- Το κατάλληλο μίγμα δεξιοτήτων για το Κέντρο
Κοινωνικής Οικονομίας έτσι ώστε να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις του
- Η κοινή ταυτότητα και οι αντικειμενικοί στόχοι για
να αντιμετωπιστούν οι διάφορες προσδοκίες. Το Κέντρο πρέπει να έχει σαφώς
καθορισμένες αρμοδιότητες, συνεταιριστική στάση και να είναι ενταγμένο
στην τοπική ανάπτυξη
- Οι ηγετικές δεξιότητες είναι σημαντικές τόσο για
τον δημόσιο τομέα όσο και για τον τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Οι
ηγέτες πρέπει να είναι ικανοί να προκαλέσουν την υφιστάμενη κατάσταση και
να επινοήσουν νέες μεθόδους για την καταπολέμηση του κοινωνικού
αποκλεισμού
- Το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο είναι αποφασιστικής
σημασίας για τη διασφάλιση μακροπρόθεσμα της βιωσιμότητας και
αυτό-βιωσιμότητας. Επιπλέον επιτρέπει την διαμόρφωση καινοτόμων και
πειραματικών προσεγγίσεων
- Η οικονομική υποστήριξη είναι απαραίτητη και πρέπει
να προέρχεται από ποικίλες πηγές (δημόσιος τομέας, τοπικές αρχές, αγορά,
δωρεές, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επιχειρήσεις)
Συστάσεις πολιτικής
Δευτεροβάθμιες υποστηρικτικές
δομές είναι απαραίτητες και χρειάζονται με στόχο την διασφάλιση και την
ενίσχυση της ανάπτυξης μιας βιώσιμης κοινωνικής οικονομίας. Τέτοιες δομές
μπορούν να έχουν διάφορες νομικές προσωπικότητες και συνθέσεις. Παρ’ όλα αυτά
είναι απαραίτητη η ευρεία συμμετοχή όσων εμπλέκονται στο συγκεκριμένο
πρόγραμμα. Οι υποστηρικτικές δομές πρέπει να εντάσσονται πλήρως στην τοπική
κοινωνία και πρέπει να επενδύουν στην τοπική ανάπτυξη. Έχουν τη δυνατότητα να
παίξουν σημαντικό ρόλο σε πολλά ζητήματα όπως ανάπτυξη επιχειρήσεων, κατάρτιση,
προσδιορισμός μερίδων της αγοράς πρόσφορων για την κοινωνική επιχείρηση,
χρηματοδότηση, κοινωνικό auditing,
και δημόσιοι διαγωνισμοί. Αποφασιστικής σημασίας είναι οι κυβερνήσεις να
παρέχουν το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για τέτοιες υποστηρικτικές δομές. Το
πλαίσιο αυτό πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά των
οργανώσεων της κοινωνικής οικονομίας.
Βιωσιμότητα
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις πρέπει
να είναι βιώσιμες από μόνες τους, για να παρέχουν μακροπρόθεσμη απασχόληση σε
αποκλεισμένους. Η δημόσια χρηματοδότηση και κίνητρα είναι αναγκαία για να
γεφυρώσει το χάσμα παραγωγικότητας των επιχειρήσεων ένταξης. Οι ευκαιρίες σε
δημόσιους διαγωνισμούς είναι επίσης μια μέθοδος προώθησης της
χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Η οικονομική βιωσιμότητα των
υποστηρικτικών δομών πρέπει να προέρχεται από πολλαπλές πηγές. Μπορεί να είναι
χρηματοδοτούμενες από το δημόσιο, όμως είναι υποχρεωμένες να παραμένουν
αυτόνομες για να εκπροσωπούν τα συμφέροντα και τις ανάγκες της κοινωνικής
οικονομίας. Η συνέχεια έχει επίσης μεγάλη σημασία, καθώς η ανάπτυξη των
κοινωνικών επιχειρήσεων είναι μια μακρά διαδικασία που απαιτεί μακροπρόθεσμο
στρατηγικό όραμα.
Εταιρικότητα
Η εταιρικότητα είναι ουσιαστική
στο τυπικό και στο άτυπο επίπεδο. Η συνεργασία με την κυβέρνηση, τα συνδικάτα,
και τις τοπικές αρχές είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η τυπική αναγνώριση
και για να μετατραπούν οι πρωτοποριακές δράσεις σε αναγνωρισμένους οικονομικούς
οργανισμούς.
Στο τοπικό επίπεδο πρέπει να
είναι συνεχής ο διάλογος για να συζητούνται όλα τα βήματα και τα συστατικά
στοιχεία της ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας. (Προσδιορισμός αναγκών,
προσδιορισμός και επιλογή ομάδων στόχου, κατάρτιση, έναρξη επιχείρησης,
προωθητικό πλαίσιο, δημόσιες πολιτικές, χρηματοοικονομικά και υποστηρικτικά
εργαλεία, επίδραση των κοινωνικών επιχειρήσεων στην τοπική ανάπτυξη).
Διοίκηση και άλλες δεξιότητες
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις
τείνουν να υποφέρουν από χαμηλό κύρος, αφού προσφέρουν απασχόληση σε πρόσωπα
που δεν διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα. Ωστόσο η απασχόληση σε αυτές δεν είναι
εύκολη υπόθεση αφού απαιτεί ευελιξία και πολλαπλές δεξιότητες. Κάποιες
μειονεκτούσες ομάδες έχουν τη δυνατότητα για επαγγελματικές εργασίες, ωστόσο,
επειδή συνήθως έχουν διακόψει την εκπαίδευσή τους απαιτούν τόσο κατάλληλα
προσαρμοσμένη κατάρτιση όσο και κατάλληλα προσαρμοσμένες εργασιακές συνθήκες.
Οι δεξιότητες και τα κατάλληλα
προσόντα που απαιτούνται αφορούν:
- Διοίκηση ανθρωπίνων πόρων, με δεδομένο ότι οι
κοινωνικές επιχειρήσεις στηρίζονται στα κίνητρα των συμμετεχόντων.
- Διοίκηση κοινωνικού κεφαλαίου των κοινωνικών
επιχειρήσεων. Συνεπώς εδώ περιλαμβάνονται όχι μόνο οι εργαζόμενοι αλλά οι
προμηθευτές, οι χρήστες, οι πελάτες τόσο από το δημόσιο όσο και τον
ιδιωτικό τομέα[64].
- Οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν βασίζονται στο
ανώνυμο μάρκετινγκ, αλλά στο κοινωνικό μάρκετινγκ που βασίζεται στην
εγγύτητα, την προσωπική επαφή και την εμπιστοσύνη.
- Η χρηματοδότηση είναι ένας συνδυασμός ιδιωτικής
χρηματοδότησης, δημόσιας χρηματοδότησης, εθελοντικών εισφορών χρήματος και
χρόνου. Η διοίκηση αυτού του μίγματος χρειάζεται συγκεκριμένες δεξιότητες.
- Οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν ανάγκη ειδικής
απογραφής, παρακολούθησης και τεχνικών αξιολόγησης που λαμβάνουν υπ’ όψιν
τους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν
χρησιμοποιήσει τους πόρους του ΕΚΤ για την κατάρτιση και αναβάθμιση των
δεξιοτήτων των ομάδων στόχου. Αλλά οι όροι του ΕΚΤ δεν είναι αρκετά ευέλικτοι
για να προσαρμοστούν σε διάφορες μεθοδολογίες όπως συμβουλευτική,
φροντιστηριακά μαθήματα, peer-to-peer μάθηση,
υποστήριξη για την έναρξη της επιχείρησης κ.λπ.
Πρόσβαση στη χρηματοδότηση
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις
αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Οι τράπεζες είναι
απρόθυμες να τις δανείσουν, καθ’ ότι δεν μπορούν να παρέχουν συγκεκριμένες
εγγυήσεις. Οι δημόσιες αρχές πρέπει να υποστηρίξουν επενδύσεις σε κοινά
κατέχουσες μετοχές, εγγυήσεις, δάνεια και επιδοτήσεις. Διαρθρωτικά ταμεία
μπορεί να είναι ένας ενδιαφέρον τρόπος δημιουργία μικρο-πιστωτικών/venture capital σχημάτων.
Οι ιδιώτες χρηματοδότες μπορούν να παρέχουν χρήσιμους πόρους. Ιδιαίτερο ρόλο
παίζουν οι τοπικές αρχές ως μεσολαβητές μεταξύ τοπικών και εθνικών φορέων.
Αιτιογνωσία (Know-why)
Ο κύριος στόχος της κοινωνικής
οικονομίας είναι να αλλάξει τις αντιλήψεις και να μεταφέρει αξίες. Η
«αιτιογνωσία»[65] είναι συχνά πιο σημαντική
από την τεχνογνωσία. Οι τεχνικές δεξιότητες είναι σημαντικές αλλά πρέπει να
συμπληρώνονται από εμπιστοσύνη, αμοιβαίο σεβασμό, αυτοπεποίθηση και πάθος.
Παράγοντες επιτυχίας
Ένα σημαντικό εμπόδιο ήταν η
χρηματοδότηση. Όπως όλες οι επιχειρήσεις, οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί απαιτούν
κεφάλαια-πιστώσεις για τη βραχυπρόθεσμη λειτουργία τους και τον μακροπρόθεσμο
σχεδιασμό τους. Ωστόσο λόγω του γεγονότος ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές
απαιτούν συγκεκριμένες εγγυήσεις, οι κοινωνικές επιχειρήσεις συνήθως αναφέρουν
τη δυσκολία στην πρόσβαση σε πιστώσεις ως το πιο σημαντικό εμπόδιο για την
ανάπτυξή τους.
Το δεύτερο εμπόδιο είναι η ζήτηση
για τα προϊόντα της κοινωνικής επιχείρησης. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις μπορεί
να λειτουργούν σε πολλούς τομείς της οικονομίας ωστόσο ο κυριότερος πελάτης
τους είναι ο δημόσιος τομέας. Έτσι, η ζήτηση καθορίζεται από πολιτικούς
παράγοντες και είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί η εξέλιξή της. Συνεπώς είναι
πολύ σημαντικό για την κοινωνική επιχείρηση να εγκαθιδρύσει κανονικές σχέσεις
με τα διάφορα κυβερνητικά επίπεδα για την επίτευξη των κοινών στόχων.
Το τρίτο εμπόδιο αναφέρεται στη
διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων που να διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Οι
κοινωνικές επιχειρήσεις αναζητούν ειδικές δεξιότητες και επαρκείς ανθρώπινους
πόρους που μπορεί να υπάρχει έλλειψή τους, ειδικά όπου οι κοινωνικές
επιχειρήσεις είναι επιτυχείς. Ιδιαίτερα προβλήματα μπορεί να προκύψουν με τα
διευθυντικά στελέχη αφού τα συμβατικά στελέχη δεν διαθέτουν τις ικανότητες που
απαιτούν οι κοινωνικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η προσέγγισή τους δεν είναι
κατάλληλη για επιχειρήσεις όπου η εργασία είναι ο πιο σημαντικός πόρος, τόσο
στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο. Η έλλειψη διευθυντικών στελεχών πιθανόν
να συγκρατήσει την ανάπτυξη. Επιπλέον, οι ανθρώπινοι πόροι μπορεί να θέσουν σε
κίνδυνο την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται, παρά το γεγονός ότι είναι
ζωτικές για την κοινωνική οικονομία. Το πρόγραμμα αντιμετώπισε ορθά και αυτό το
πρόβλημα.
Χρηματοδότηση, ζήτηση και
δεξιότητες είναι εν μέρει εσωτερικά και εν μέρει εξωτερικά εμπόδια για τις
κοινωνικές επιχειρήσεις. Είναι και οργανωτικά όσο και πολιτικά προβλήματα. Το
πρόγραμμα κατέδειξε ότι η επίλυσή τους απαιτεί να αντιμετωπιστούν όλα μαζί δια μιας.
Το μυστικό για τη διάδοση του προγράμματος είναι το γεγονός ότι κατόρθωσε να
υφάνει έναν ιστό στον οποίο όλοι μπορούσαν να δραστηριοποιούνται με ευκολία,
στο βαθμό που αποτελούσαν μέρος του.
Η επίτευξη συμφωνίας με την
τοπική κυβέρνηση για τη διεύρυνση της δυνητικής αγοράς της κοινωνικής
επιχείρησης καθιστά πιο εύκολο το να πειστούν οι χρηματοπιστωτικοί φορείς για
την αξιοπιστία της κοινωνικής οικονομίας. Συνεπώς η πρόσβαση των οργανώσεων της
κοινωνικής οικονομίας σε δανειοδοτήσεις καθίσταται πιο εύκολη. Από την άλλη, η
πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις και μια ευρύτερη αγορά βοηθά στην ανάπτυξη
καλύτερων δεξιοτήτων για την παροχή των απαιτούμενων υπηρεσιών με την
εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων μιας πιο ορθολογικής εσωτερικής οργάνωσης που
δικαιολογείται από τη διεύρυνση της αγοράς και την «μάθηση από την πράξη». Όλα
αυτά έχουν ως συνέπεια την διεύρυνση των ωφελημάτων για την κοινωνία, όπως
καλύτερες και πιθανότατα φθηνότερες υπηρεσίες.
Ένα σημαντικό ζήτημα
ήταν οι συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκαν οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί. Τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλες χώρες είναι ότι αλλού είναι δύσκολο για τις κοινωνικές
επιχειρήσεις να χειριστούν χρηματοοικονομικούς πόρους λόγω της έλλειψης
αντιστοίχων δεξιοτήτων και μάλιστα ενίοτε αυτό γίνεται μεγαλύτερο πρόβλημα από
την απροθυμία των χρηματοοικονομικών φορέων να χρηματοδοτήσουν τις οργανώσεις.
Είναι επίσης ιδιαίτερης σημασίας αυτοί οι φορείς να λαμβάνουν υπ’ όψη τους τις ιδιαιτερότητες
των κοινωνικών συνεταιρισμών και οι
τράπεζες να έχουν ένα ιδιαίτερο σύστημα υπολογισμού του επιχειρηματικού
κινδύνου.
Ένα κρίσιμο ζήτημα
αποδείχθηκε επίσης το πλούσιο δίκτυο σχέσεων και διασυνδέσεων. Ιδιαίτερα η διασύνδεση
μεταξύ των κοινωνικών επιχειρήσεων αποδείχθηκε κρίσιμης σημασίας. Μπορεί να βοηθήσει
την διάδοση της κουλτούρας της κοινωνικής οικονομίας και μπορεί να παρέχει ένα σύστημα
ασφάλειας για τα μέλη της. Επιπλέον μπορεί να βοηθήσει την διαπραγματευτική δύναμη
κάθε κοινωνικής επιχείρησης τόσο στις σχέσεις της με την αγορά όσο και με την
κυβέρνηση στα διάφορα επίπεδά της.
Ένα άλλο σημαντικό
πλεονέκτημα των κοινωνικών επιχειρήσεων είναι η παραγωγή υπηρεσιών όπου η
εργασία είναι ο κύριος παραγωγικός συντελεστής. Αυτό το πλεονέκτημα προκύπτει από
την ικανότητά τους να εκμαιεύουν το μέγιστο της απόδοσης των εργαζομένων λόγω
των ιδιαίτερων εργασιακών σχέσεων που υπάρχουν μέσα στην κοινωνική επιχείρηση.
Εδώ έγκειται ένας λόγος για την υποστήριξη της κοινωνικής οικονομίας και ένας
στενός δεσμός μεταξύ κοινωνικής οικονομίας και της τοπικής ανάπτυξης.
Ένα διακριτό χαρακτηριστικό
των κοινωνικών επιχειρήσεων είναι η συνεισφορά τους στην παραγωγή κοινωνικού
κεφαλαίου. Αυτό λαμβάνει χώρα τόσο εντός των επιχειρήσεων, μέσω του πλούτου των
εργασιακών σχέσεων, όσο και έξω από αυτές μέσω της παραγωγής κοινωνικών
υπηρεσιών που έχουν υψηλή αξία και ενισχύουν την συνεργασία.
Συστάσεις πολιτικής
Με βάση την εμπειρία του προγράμματος συνάγονται μια
σειρά από συστάσεις. Αυτές διακρίνονται σε συστάσεις προς την κυβέρνηση και
προς τους εμπλεκόμενους στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας.
Συστάσεις
προς την κυβέρνηση
Αξιολόγηση κοινωνικής οικονομίας. Οι λόγοι για την
προώθηση της κοινωνικής οικονομίας πρέπει να είναι σαφείς και προσεκτικά μελετημένοι.
Θα πρέπει να σχετίζονται τόσο με την κοινωνική δικαιοσύνη όσο και με την
αποδοτικότητα. Αυτή, με τη σειρά της συνίσταται στην παραγωγή κοινωνικού
κεφαλαίου και κοινωνικών υπηρεσιών υψηλής αξίας για την κοινωνική ένταξη καθώς
και για την απασχόληση μειονεκτούντων προσώπων και στην ιδιαίτερη προσοχή που
δίδεται στις εργασιακές σχέσεις. Η αποδοτικότητα ενισχύεται από τους
κοινωνικούς συνεταιρισμούς όχι μόνο μέσω των έμμεσων αποτελεσμάτων του
κοινωνικού κεφαλαίου αλλά και μέσω του συγκριτικού πλεονεκτήματος που
απολαμβάνουν στην παραγωγή υπηρεσιών εντάσεων εργασίας. Η κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα
πρέπει να εμμένει σε αυτές τις αρχές και θα πρέπει να τις υιοθετεί με μια
πρόσφορη τεχνική για να αξιολογήσει τη συνεισφορά που μπορεί να έχει η
κοινωνική οικονομία στην κοινωνική ευημερία (social welfare). Η χρήση μιας τέτοιας αξιολόγησης είναι επίσης η καλύτερη
εγγύηση ότι η βοήθεια προς τις κοινωνικές επιχειρήσεις δεν είναι μια μορφή
προστασίας αλλά ο καλύτερος τρόπος για να αγοράσεις ένα κοινωνικό πλεονέκτημα.
- Μέτρο
πολιτικής 1: Να ληφθούν πρωτοβουλίες που επιτρέπουν την περαιτέρω ανάπτυξη
της κοινωνικής οικονομίας και στο να καταστεί αυτή ένα σύστημα που θα
υιοθετεί έναν επιχειρηματικό τρόπο διοίκησης. Αυτό θα πρέπει να γίνεται επιλεκτικά
και με βάση τον τομέα δραστηριότητας αλλά τόσο η κοινωνική δικαιοσύνη όσο και
αποδοτικότητα θα βγουν κερδισμένες στο βαθμό που η κοινωνική οικονομία
κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Η νομοθεσία θα πρέπει να διευκολύνει
την εξάπλωση της κοινωνικής οικονομίας σε νέους τομείς και να προωθεί την
καινοτόμα δράση της.
- Μέτρο
πολιτικής 2: Συγκεκριμένα μέτρα πρέπει να ληφθούν αναφορικά με τη
χρηματοδότηση των κοινωνικών επιχειρήσεων. Όπως έδειξε το πρόγραμμα η χρηματοδότηση
μιας τέτοιας επιχείρησης είναι αναγκαία σε τακτική βάση και πρέπει να
θεωρείται μια κανονική διαδικασία της ίδιας της επιχείρησης. Συνεπώς περιστασιακή
χρηματοδότηση δεν είναι επιθυμητή. Η μικρο-πιστώσεις δεν αποτελούν λύση για
το ζήτημα. Θα πρέπει να υπάρχει σταθερή χρηματοδότηση. Συνεπώς οι τράπεζες
πρέπει να βελτιώσουν τις ικανότητές τους ώστε να εκτιμούν με κατάλληλο τρόπο
τους κινδύνους που αναδύονται στην κοινωνική οικονομία όπου τα κεφαλαιακά
αποθέματα σπάνια παρέχουν τις ασφαλιστικές δικλίδες που αυτές αναζητούν.
Συνεπώς είναι αναγκαία η διερεύνηση της δυνατότητας να παρέχει το κράτος εγγυήσεις
σε τράπεζες που δανείζουν κοινωνικές επιχειρήσεις.
Συστάσεις προς τις κοινωνικές επιχειρήσεις
- Καλλιέργεια
δεξιοτήτων: Η κοινωνική οικονομία χρειάζεται ευρύ φάσμα δεξιοτήτων,
καθώς και πιστοποίηση αυτών των δεξιοτήτων. Στο βαθμό που οι κοινωνικές
επιχειρήσεις προσομοιάζουν με επιχειρήσεις της ανοικτής αγοράς,
διευρύνονται οι ανάγκες για διαπραγματευτικές δεξιότητες,
χρηματοοικονομικές δεξιότητες, δεξιότητες προώθησης συμφερόντων, δικτύωσης
και διοίκησης. Για την καλλιέργεια αυτών των δεξιοτήτων πρέπει να υπάρξει
ειδική μέριμνα. Έτσι, είναι απαραίτητη η συνεργασία με την κυβέρνηση για
την παροχή τέτοιων δεξιοτήτων. Η καλλιέργεια τέτοιων δεξιοτήτων μπορεί να επιτευχθεί
με αύξηση της κινητικότητας από παραδοσιακούς τομείς προς την κοινωνική
οικονομία και με την χρηματοδότηση των κατάλληλων προγραμμάτων κατάρτισης.
- Επενδύσεις
σε δίκτυα: Οι κοινωνικές επιχειρήσεις χρειάζονται δικτύωση. Η
μεγέθυνσή τους θα ενισχυθεί από οριζόντια δίκτυα που θα παράσχουν τα οφέλη
που συνήθως απορρέουν από οικονομίες κλίμακας. Επίσης μέσω των δικτύων
εμπλέκουν πιθανούς εταίρους και άλλους φορείς που δραστηριοποιούνται σε
παρεμφερείς τομείς. Μεταξύ αυτών μπορεί να είναι και επιχειρήσεις από τον
κερδοσκοπικό τομέα.
- Εξελισσόμενες
σε επιχειρήσεις ενώ παραμένουν κοινωνικές: Η ευρύτερη κοινωνία μπορεί να
κερδίσει από μια κοινωνική οικονομία που εξελίσσεται όλο και περισσότερο, μολονότι
εκλεκτικά, σε ένα επιχειρηματικό σύστημα που διοικείται αναλόγως. Ωστόσο τέτοια
κέρδη θα εξαφανιστούν εάν οι επιχειρήσεις απωλέσουν την κοινωνική τους διάσταση.
Αυτή είναι μια πραγματική πρόκληση. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις πρέπει να χρησιμοποιούν
την «κοινωνική λογιστική» και τον οικονομικό έλεγχο για να μετρούν και να
εκθέτουν την ποιότητα τους και τον αντίκτυπο της δράσης τους.
[1] Ο
συγγραφέας υιοθετεί μια χρηστική προσέγγιση του όρου, χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι δεν δίνεται σημασία στην επιστημονική προσέγγιση. Απλώς, η τελευταία θα
πρέπει να ξεφύγει από την τάση της υπερτόνισης επιμέρους λεπτομερειών που
οδηγούν τελικά σε έναν πολλαπλασιασμό όρων και, συνεπακόλουθα, σε σύγχυση. Για
την παραπάνω συζήτηση βλέπε μεταξύ άλλων, Antonella Noya και Emma Clarence (επιμ.), The Social Economy. Building inclusive
economies, OECD,
2007, σελ. 27-31 και Adalbert Evers και Jean-Louis Laville (ed.), The Thrid Sector in Europe, Edward
Elgar, 2004, σελ.
11-42.
[2] Για τους τέσσερις τύπους
κοινωνικού κράτους βλέπε Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος
[3] David C. Hammack, «Introduction: Growth,
Transformation, and Quiet Revolution in the Nonprofit Sector Over Two Centuries», Nonprofit and
Voluntary Sector Quarterly, Volume 30, Number 2, Ιούνιος 2001, σελ. 157-173.
[4] Βλέπε
Jean-Louis Laville, Benoit Levesque και Marguerite Mendell, «The Social Economy:
Diverse Approaches and Practices in Europe and Canada», στο Antonella Noya και Emma Clarence (ed.), The Social Economy. Building inclusive economies, OECD, 2007, σελ. 157.
[5] CIRIEC, The Social Economy in the
European Union, The European Economic and Social Committee, No
CESE/COMM/05/2005, 2005, σελ. 11-13.
[6] Βλέπε Ingo Bode και Adalbert Evers «From institutional fixation to
entrepreneurial mobility? The German third sector and its contemporary
challenges», στο Adalberte Evers και Jean-Louis Laville (ed.), The Third Sector in Europe, Edward Elgar, 2004. Επίσης CIRIEC,
όπ.παρ. σελ 15-16.
[8] Antonella Noya και Emma Clarence, The social economy. Building inclusive economies, OECD, 2007, σελ. 10.
[9]
http://ec.europa.eu/enterprise/entrepreneurship/coop/social-cmaf_agenda/social-enterprises.htm
[10] Για
τα τρία μοντέλα του κράτους πρόνοιας βλέπε Gosta Esping-Andersen,
Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της
ευημερίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2006.
[11] Αναφορικά
με την έννοια του νοτιοευρωπαϊκού μοντέλου βλέπε Maurizio Ferrera, «Η ανασυγκρότηση του
κοινωνικού κράτους στη Νότια Ευρώπη», στο Μάνος Ματσαγγάνης (επιμέλεια), Προοπτικές του κοινωνικού κράτους στη νότια
Ευρώπη, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999.
[12] Η επιλογή των χωρών έλαβε υπ’ όψιν και την
κατηγοριοποίηση της μελέτης του CIRIEC σύμφωνα
με την οποία υπάρχουν δύο ομάδες χωρών στην Ευρώπη: α) χώρες με εγκατεστημένη
κοινωνική οικονομία (Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία), β) χώρες με αναδυόμενη κοινωνική
οικονομία (Δανία, Σουηδία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία,
Ελλάδα).
[13] Βλέπε Social Inclusion, Peer Review and
Assessment in Social Inclusion, The
social economy from the perspective of active inclusion-Employment
opportunities for people far from the labour market, Host Country Report,
Belgium 2008, σελ. 4
[14] Βλέπε Social Inclusion, Peer Review and
Assessment in Social Inclusion, The
social economy from the perspective of active inclusion-Employment
opportunities for people far from the labour market, Short Report, Belgium
2008, σελ. 2
[16] Hulgard Lars, «Danish social enterprises: a public-third sector partnership» στο Marthe Nyssens
(ed.), Social Enterprise . At the crossroads of market,
public policies and civil society, Routledge, Λονδίνο, 2006. σελ. 50.
[18] Mary O’ Shaughnessy, National profiles of work integration social enterprises: Ireland ,
EMES, WP no. 02/05, 2005.
[20] Α. Mallaghan, M. Hart, R. Mac Farlane και Ε. Connolly, A study of community businesses within the
social economy in Ireland, Report of a Study of Area Development
Management Ltd, Δουβλίνο,
1996.
[21]
http://www.fas.ie/en/PubDocs/AnnualReports/annual_report00/communities.html
[22] Patricia O’Hara, «Ireland : social enterprises and local
development», στο Carlo Borzaga και Jacques Defourny, The emergence of Social Enterprise ,
Routledge, 2001, σελ.
152.
[23] Mary O’ Shaughnessy, «Irish social
enterprises: challenges in mobilizing resources to meet multiple goals», στο Marthe Nyssens
(ed.), Social Enterprise . At the crossroads of market, public policies and civil society, Routledge, 2006, σελ. 138.
[24] Teresa Montagut, The third sector
and the policy process in Spain ,
TSEP Working Papers Number 2, Ιούνιος 2005, σελ. 8.
[25] Isabel Vidal, «Social enterprises as a response to employment
policy failure», στο Carlo Borzaga και Jacques Defourny, The Emergence of Social Enterprise,
Routledge, Λονδίνο
2001, σελ.203.
[27] Isabel Vidal και Nuria Clavel, «Spain : weak public support for social
enterprises», στο Marthe Nyssen (ed.), Social
Enterprises, Routledge, Λονδίνο, 2006, σελ.144.
[28] Isabel Vidal, «Social enterprises as a response to employment
policy failure», στο Carlo Borzaga και Jacques Defourny, The Emergence of Social Enterprise,
Routledge, Λονδίνο
2001, σελ.210.
[29] Study on practices and policies in
the social enterprise sector in Europe .
Country Fiche-Spain.
[30] Costanzo Ranci, Mauro Pellegrino και Emmanuele
Pavolini, The third sector and the policy process in Italy : Between mutual accommodation and new forms of
partnership, TSEP
Working Papers Number 4, Ιούνιος 2005, σελ. 1.
[31] Carlo Borzaga, «From suffocation to re-emergence:
the evolution of the Italian third sector», στο Adalberte Evers και Jean-Louis Laville (ed.), The Third Sector in Europe, Edward Elgar, 2004, σελ. 45.
[36] European Commission-DG
Enterprise-Industry, Study on practices
and policies in the Social Enterprise Sector in Europe-Country Fiche-Poland,
Austrian Institute for SME Research, Βιέννη, 2007.
[37] Ingo Bode και Adalbert Evers, «From institutional fixation to entrepreneurial
mobility? The German third sector and its contemporary challenges», στο Adalberte Evers
και Jean-Louis
Laville (ed.), The Third Sector in
Europe, Edward
Elgar, 2004, σελ. 104.
[38] Adalbert Evers και Matthias Schulze-Boing, «Germany : Social enterprises and
transitional employment», στο Carlo Borzaga και Jacques Defourny, The Emergence of
Social Enterprise, Routledge, Λονδίνο 2001, σελ.121.
[39] Adabelrt Evers και Matthias Schlze-Boing, «Germany . Social enterprises and
transitional employment»,
στο Carlo Borzaga και Jacques
Defourny, The Emergence of Social
Enterprise, Routledge, Λονδίνο 2001.
[40] Olson et al, «The Third Sector and Policy
Processes in Sweden :
A centralized horizontal third sector policy community under strain», TSEP Working Papers Series Number 3, Οκτώβριος 2005.
[41] Johan Vamstad, The third sector and centralization in the
Swedish welfare state, παρουσίαση στο συνέδριο EGPA, στη Βέρνη, 2005.
[42] Lars-Erik Olsson, Marie Nordfeldt, Ola Larsson και Jeremy Kendall, The third sector
and policy processes in Sweden :
A centralized horizontal third sector policy community under strain, TSEP
Working Papers Number 3, Οκτώβριος 2005, σελ. 2.
[43] Lars-Erik Olsson, Marie Nordfeldt, Ola Larsson και Jeremy Kendall, The third sector
and policy processes in Sweden :
A centralized horizontal third sector policy community under strain, TSEP
Working Papers Number 3, Οκτώβριος 2005, σελ. 5.
[44] Yohanan Stryjan, «The emergence of work-integration
social enterprises», στο Carlo Borzaga και Jacques Defourny, The Emergence of
Social Enterprise, Routledge, Λονδίνο 2001, σελ.220.
[45] Αξίζει
να επισημανθεί ότι ακόμα και ο Ερυθρός Σταυρός αποκαλείται στη Σουηδία «λαϊκό
κίνημα».
[47] Βλέπε REGERINGSKANSLIET,
Social Economy. A report of the Swedish
Government Office’s work on a new concept, Ministry of Industry, Employment
and Communication, Άνοιξη
2001.
[49] Yohanan Stryjan Work Integration Social Enterprises in Sweden ,
EMES, WP no. 04/02, 2002.
[50] Yohanan Stryjan, «Sweden : social enterprises within a universal welfare
state model», στο Marthe Nyssens
(ed.), Social Enterprise, Routledge, Λονδίνο, 2006, σελ. 210.
[51] Marilyn Taylor, «The welfare mix in the United Kingdom », στο Adalbert Evers και Jean-Louis Laville, The Third
Sector in Europe, Edward Elgar, 2004, σελ. 122.
[52] A. Amin, A Cameron, R. Hudson, «Welfare as work?
The potential of the UK
social economy», Environment and Planning, 1999, volume 31, σελ.2033-2051
[53] Rebecca Harding και Dennis Harding,
Social Entrepreneurship in the UK, A Delta Economics Report, 2008, στο http://www.socialenterprise.org.uk/pages/research.html.
[54] Study on Practices and Policies in the Social Enterprise
Sector in Europe, Country
Fiche-United Kingdom .
[55] Όπ. παρ.
[56] Laurent Fraisse, The third sector and the policy process in France :
The centralized horizontal third sector community faced with the
re-configuration of the state-centred republican model, TSEP Working Paper no.
7, Οκτώβριος 2005.
[57] Study on Practices and Policies in
the Social Enterprise Sector in Europe , Country Fiche-France.
[58] Edith Archambault, «The Third
Sector in France and the Labour Market Policy» στο Annette Zimmer και Christina Stecker, Strategy mix for Nonprofit
Organizations-Vehicles for Social and Labour Market Integration, Springer,
2004.
[59] Elisabetta Bucolo, «French social
enterprises: a common ethical framework to balance various objectives» στο Marthe Nyssens, Social Enterprise , Routledge, 2006, σελ. 63-70.
[61] Αυτή η σειρά συμπερασμάτων από το
Ash Amin, Angus Cameron
and Ray Hudson, Placing the Social
Economy, Routledge, Λονδίνο, 2002, σελ. Viii-x.
[62] Elisabetta Bucolo, «French social
enterprises: a common ethical framework to balance various objectives» στο Marthe Nyssens, Social Enterprise , Routledge, 2006, σελ. 63-70.
[63] ECOTEC Research and Consulting Ltd, Evaluation of the Τhird System and Employment Pilot Action-Final Report-Αύγουστος 2001
[64] Το
κοινωνικό κεφάλαιο αποτελείται από τα επίπεδα εμπιστοσύνης, την αμοιβαιότητα,
τους κανόνες συμπεριφοράς, την αίσθηση του ανήκειν, και τα δίκτυα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.