ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ:
Θεωρία, εμπειρία, προοπτικές
Επιμέλεια:
Κωνσταντίνος Γεώρμας
Συγγραφείς: Κωνσταντίνος Γέώρμας, Δημοσθένης Κασσαβέτης,
Αντώνιος Κώστας, Ιωάννης
Νασιούλας, Νίκος Ντάσιος,
Χαράλαμπος Οικονόμου, Κυριάκος Σουλιώτης,
Θανάσης
Στραβοσκούφης, Ειρήνη Σωτηροπούλου
Έτος
Έκδοσης: 2013, σελ. 214
Εναλλακτικές
Εκδόσεις, σειρά Δοκίμιο 20
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Εισαγωγικό σημείωμα
Α Μέρος: Θεωρία και πράξη της κοινωνικής οικονομίας
2. Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, Η κοινωνική οικονομία στην
Ευρώπη. Ορισμοί, εμπειρία και προοπτικές
Β Μέρος: Η Ελληνική εμπειρία της κοινωνικής οικονομίας και οι Ευρωπαϊκές
εξελίξεις
3. Δημοσθένης
Κασσαβέτης, Η κοινωνική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα
4. Αντώνιος Κώστας, Οργανώσεις
της κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα
5. Ειρήνη Σωτηροπούλου, Η
περίπτωση των εναλλακτικών οικονομικών δομών στην Ελλάδα: θεωρητικά ερωτήματα
που η πραγματικότητα θέτει στην οικονομική επιστήμη
6. Ιωάννης Νασιούλας, Η
Κοινωνική Οικονομία στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Γ Μέρος: λειτουργικά ζητήματα και κοινωνικό-πολιτικές προσεγγίσεις
7. Θανάσης Στραβοσκούφης και Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας,
Κοινωνική Οικονομία & Κοινωνική Επιχειρηματικότητα
8. Χαράλαμπος Οικονόμου και Κυριάκος Σουλιώτης, Ο «Τρίτος
Δρόμος» στην υγεία. Η ελληνική περίπτωση
9. Νίκος Ντάσιος, Η συμβολή του Τρίτου Τομέα στην τοπική
ανάπτυξη
Επίλογος
10. Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, Η πρόκληση της κοινωνικής
οικονομίας και η συμβολή της στο Ελληνικό παραγωγικό μοντέλο του μέλλοντος
Εισαγωγικό σημείωμα
Η οικονομική κρίση
του 2008 αποδεικνύεται βαθύτερη απ’ ότι ανέμεναν οι αναλυτές, αλλά και οι
κυβερνήσεις. Ιδιαίτερα για τη χώρα μας, η κρίση όχι μόνο οδήγησε στον υπέρμετρο
εκτροχιασμό του δημοσιονομικού χρέους, αλλά είχε καταστροφικά αποτελέσματα σε
όλους τους τομείς: την οικονομία, την απασχόληση, την κοινωνία, τον κοινωνικό
αποκλεισμό. Η κρίση, πέραν των άλλων ανέδειξε τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα
μίας παρασιτικής, καταναλωτικής, πελατειακής, κρατικοδίαιτης οικονομίας.
Η κρίση αποτελεί
προϊόν της αποτυχίας κάποιων εργαλείων που χρησιμοποιούσαμε έως σήμερα.
Αποτελεί λοιπόν ευκαιρία για αναστοχασμό επί των εργαλείων αυτών και απαιτεί
για την διέξοδο από αυτήν, νέα εργαλεία. Παράλληλα, η κρίση στη χώρα μας
αποτελεί μια καλή ευκαιρία για έναν ώριμο διάλογο περί της κοινωνίας και της
οικονομίας που θέλουμε για το αύριο.
Οι συνεισφέροντες
στον παρόντα τόμο θεωρούν ότι ο ρόλος της κοινωνικής οικονομίας είναι κρίσιμος για
την διέξοδο της χώρας μας από την κρίση. Κατ’ αρχάς αποτελεί ένα από τα
καλύτερα οικονομικά εργαλεία για τη δημιουργία ποικίλων επιχειρηματικών μορφών.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις συνιστούν νέες ευκαιρίες επιχειρηματικότητας για
πληθυσμιακές ομάδες που έως σήμερα ήταν είτε ανενεργές είτε αδυνατούσαν να
προωθηθούν στην αγορά εργασίας (μακροχρόνια άνεργοι, άτομα από ευπαθείς
κοινωνικές ομάδες, ΑμεΑ, κ.ά.). Έχουν τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν σε καινούργιους
τομείς που έχει ανάγκη η χώρα όπως τα πράσινα επαγγέλματα αλλά και καινούργιους
τομείς στον τομέα των υπηρεσιών. Η συμβολή τους στην δραστηριοποίηση της
τοπικής κοινωνίας είναι αποφασιστικής σημασίας αφού λόγω του κοινωνικού τους
χαρακτήρα κινητοποιούν πολλαπλούς τοπικούς πόρους όπως η εθελοντική εργασία, οι
δωρεές, κεφάλαια που δεν αποσκοπούν στο κέρδος, παροχές σε είδος, κ.λπ. Είναι
ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην ανάπτυξη των επιπέδων κατάρτισης εργαζομένων που
ως τότε παρέμεναν αποκλεισμένοι, αναβαθμίζοντας έτσι το συνολικό επίπεδο
δεξιοτήτων των εργαζομένων μιας περιοχής, γεγονός που συμβάλει θετικά στην
ανάπτυξη της τοπικής επιχειρηματικότητας. Να σημειωθεί επιπλέον ότι επιδοτώντας
έναν άνεργο για τη δημιουργία μιας κοινωνικής επιχείρησης, δημιουργούνται μακροπρόθεσμα
πολλαπλά οφέλη για την οικονομία και την χώρα, αλλά και για τη βιωσιμότητα του
συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Για τη χώρα μας,
ιδιαίτερα, οι κοινωνικές επιχειρήσεις μπορούν επιπλέον να συνεισφέρουν στην
καταπολέμηση της παραοικονομίας, αλλά και στη διάσωση επιχειρήσεων που
αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Γύρω από αυτό τον
προβληματισμό κινούνται, με τον ένα ή άλλο τρόπο, τα κείμενα του παρόντος
τόμου. Όχι τυχαία, όλοι οι συντελεστές του παρόντος τόμου, κάποιοι μέσα από την
ακαδημαϊκή δραστηριότητά τους, άλλοι μέσα από τις ερευνητικές δραστηριότητές
τους, άλλοι μέσα από την δημοσιοϋπαλληλική τους δράση, άλλοι μέσα από την ίδια
την κοινωνική οικονομία, βρέθηκαν, γνωρίστηκαν,
κινητοποιήθηκαν, σε δράσεις που σχετίζονταν με την προώθηση, την
καλλιέργεια και την υλοποίηση των ιδεών και των πρακτικών της κοινωνικής
οικονομίας.
Στον παρόντα τόμο, η
κοινωνική οικονομία θεωρείται ως ένα φαινόμενο σε πλήρη εξέλιξη και δυναμική. Συνεπώς, ο
ενδεικνυόμενος τρόπος διερεύνησής του δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από αυτόν
της πολυπρισματικής προσέγγισης. Από τα κείμενα καταβάλλεται προσπάθεια για
συγκρότηση ενός συνεκτικού ιστού που συνδέει τις επιμέρους προσεγγίσεις. Έτσι
προκειμένου να διευκολυνθεί ο αναγνώστης, επιλέξαμε να αρθρώσουμε τις
διαφορετικές προσεγγίσεις γύρω από τρεις θεματικούς άξονες.
Στο πρώτο μέρος,
παρουσιάζεται μια ανάλυση του ιστορικού, των εμπειρικών εκφάνσεων και του
επιστημολογικού πεδίου που καλύπτει η έννοια της κοινωνικής οικονομίας. Ο
Κωνσταντίνος Γεώρμας καταγράφει τους
διαφορετικούς παράγοντες που οδήγησαν σε μια διαφορετική αντίληψη περί
κοινωνικής οικονομίας στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Στη συνέχεια περιγράφει την
ιστορική εμπειρία της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρώπη, η οποία διακρίνεται σε
τρεις βασικές περιόδους. Την ανάδυση της κοινωνικής οικονομίας, 19ος
έως αρχές του εικοστού αιώνα, η οποία προκλήθηκε από κοινωνικές δυνάμεις όπως
τα λαϊκά στρώματα, η εκκλησία και μερίδες των ανωτέρων τάξεων. Η δεύτερη
περίοδος επηρεάζεται αποφασιστικά από την ανάδυση του κοινωνικού κράτους, που
επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη της κοινωνικής οικονομίας. Η τρίτη περίοδος χαρακτηρίζεται
από την συρρίκνωση του ρόλου του κοινωνικού κράτους, την επέλαση της
νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και, παράλληλα, από την επέκταση και πάλι της
κοινωνικής οικονομίας και την ανάδυση των κοινωνικών επιχειρήσεων. Ο συγγραφέας
παρουσιάζει παράλληλα την εμπειρία σε μια σειρά από χώρες όπως η Γερμανία, η
Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία.
Το δεύτερο μέρος
του εγχειριδίου είναι αφιερωμένο στην ανάλυση της Ελληνικής εμπειρίας και στις
ευρωπαϊκές εξελίξεις. Εδώ, ιδιαίτερη μνεία σε δύο θεσμικές εκφάνσεις της
κοινωνικής επιχειρηματικότητας κάνει ο Δημοσθένης Κασσαβέτης. Στη συμβολή του
επικεντρώνεται στις Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις και τους
Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς Περιορισμένης Ευθύνης. Στο κείμενό του παρουσιάζει
τη σημασία, το ρόλο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο αυτών θεσμών.
Επιπλέον, προχωρά σε μια ενδελεχή ανάλυση όλων των παραμέτρων για τη σύσταση,
τη λειτουργία και τη λύση των δύο αυτών μορφών συνεταιρισμού. Το κείμενο είναι
ιδιαίτερα χρήσιμο τόσο αναφορικά με το ότι διαφωτίζει πτυχές της λειτουργίας των
δύο αυτών μορφών συνεταιρισμών, όπως αυτές απορρέουν από τους αντίστοιχους
νόμους που τους διέπουν, όσο και από το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα χρηστικό
για όσους σκοπεύουν να προχωρήσουν στη σύσταση ή λειτουργούν ήδη αντίστοιχους θεσμούς.
Με τη σειρά του, ο Αντώνης Κώστας προσπαθεί, μέσα από
την επισκόπηση μιας σειράς μελετών, αλλά και μέσα από εμπειρικά στοιχεία να
ανιχνεύσει τους λόγους για τους οποίους ο θεσμός των οργανώσεων κοινωνικής
οικονομίας και των κοινωνικών επιχειρήσεων δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος
στην Ελλάδα, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο
συγγραφέας τονίζει ότι το ελληνικό
«κρατικοκεντρικό» μοντέλο ανάπτυξης και η καθυστέρηση της εμφάνισης ενός
στοχευμένου θεσμικού πλαισίου για την
κοινωνική οικονομία και την κοινωνική επιχειρηματικότητα περιόρισαν και
εμπόδισαν την εμφάνιση τέτοιων δραστηριοτήτων. Ο συγγραφέας παρουσιάζει
την εμπειρία και τα προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί στην δράση των οργανώσεων
της κοινωνικής οικονομίας στη χώρα μας, με ιδιαίτερη έμφαση στο θεσμό των
κοινωνικών επιχειρήσεων. Επισημαίνει το γεγονός ότι, παρ’ όλα τα σημαντικά
βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια,, ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας
βρίσκεται ακόμα σε στάδιο πειραματισμού και αναζήτησης ταυτότητας. Σημαντικούς
παράγοντες για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας θεωρεί την επίλυση των
θεσμικών, φορολογικών και χρηματοδοτικών ζητημάτων που άπτονται της κοινωνικής
οικονομίας, καθώς και την διασαφήνιση της
σχέσης της Πολιτείας με τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας.
Η Ειρήνη
Σωτηροπούλου αναλύει ένα φαινόμενο καινούργιο για τα ελληνικά δεδομένα, αυτό
των παράλληλων νομισμάτων και των δικτύων ανταλλαγής. Στο κείμενό της
παρουσιάζει τη λειτουργία και τη διάρθρωση αυτών των σχημάτων. Εξετάζει τη δομή
των χρονοτραπεζών αλλά και των ανταλλακτικών δικτύων σε μία προσπάθεια να
καταδειχθούν οι καινούργιες αντιλήψεις που διέπουν αυτές τις πρωτοβουλίες. Ενώ
στο τέλος προχωρά σε μια συζήτηση που ανακύπτει από την εμπειρία αυτών των σχημάτων
και έχει να κάνει με την αξία, το χρήμα και την αγορά. Το κύριο συμπέρασμα για
την συγγραφέα είναι ότι η μελέτη αυτών των σχημάτων καταδεικνύει ότι βρισκόμαστε
μπροστά σε οικονομικά φαινόμενα που αναιρούν την λογική «πόσο κάνει (σε ευρώ);
πόσα (ευρώ) διαθέτω;» και μεταθέτουν τα ερωτήματα σε άλλο επίπεδο, όπως «τι
χρειάζομαι; ποιος μπορεί να το προσφέρει; τι μπορώ να προσφέρω εγώ;».
Ο Ιωάννης Νασιούλας
μας μεταφέρει τους προβληματισμούς αναφορικά με την κοινωνική οικονομία σε
Ευρωπαϊκό επίπεδο. Όντας μέλος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για την Κοινωνική
Επιχειρηματικότητα, μας μεταφέρει τις εξελίξεις που θα διαμορφώσουν τον τομέα
της κοινωνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Κεντρικό στοιχείο αυτών των
εξελίξεων είναι η Πρωτοβουλία για τις Κοινωνικές Επιχειρήσεις, μια πρωτοβουλία
που συνδυάζει μια πλειάδα ευρωπαϊκών πολιτικών, αναπτύσσοντας ισορροπημένα τη
θεσμική και χρηματοδοτική πλευρά. Η πρωτοβουλία αυτή επιδιώκει να ενσωματώσει
την κοινωνική συνοχή στις πολιτικές επιχειρηματικότητας και απασχόλησης. Ο
συγγραφέας παρουσιάζει μια σειρά από άλλες σημαντικές πρωτοβουλίες όπως η
Υπο-ομάδα για τη μέτρηση των κοινωνικών επιπτώσεων, το Πρόγραμμα για την
Κοινωνική Αλλαγή και την Καινοτομία και τα Ευρωπαϊκά Ταμεία Κοινωνικής
επιχειρηματικότητας.
Το τρίτο μέρος διαρθρώνεται σε δύο
άξονες. Ο πρώτος αναλύει κάποια λειτουργικά ζητήματα ενώ τα δύο επόμενα άρθρα
προσεγγίζουν κοινωνικο-πολιτικά το ζήτημα της κοινωνικής οικονομίας. Οι Θανάσης
Στραβοσκούφης και Κωνσταντίνος Γεώρμας αναλύουν ένα ζήτημα που έχει αναδειχθεί
ως κεντρικό από την βιβλιογραφία περί κοινωνικής οικονομίας. Το ζήτημα αυτό
αφορά τη σύνδεση των οργανισμών της κοινωνικής οικονομίας με την εκπαίδευση και
την κατάρτιση και, συνακόλουθα, με την απασχόληση. Η μελέτη δείχνει ότι η
κοινωνική οικονομία και οι κοινωνικές επιχειρήσεις ενισχύουν την απασχόληση με
τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Τα στελέχη των κοινωνικών επιχειρήσεων,
προκειμένου να ανταποκριθούν στον πολύπλευρο ρόλο αυτών των οργανώσεων και να
τους προσδώσουν νέα δυναμική, πρέπει να εκπαιδευτούν και να καταρτιστούν κατάλληλα.
Μελλοντικά, οι φορείς κοινωνικής οικονομίας θα μπορέσουν να ενισχυθούν εάν και
εφόσον τα θεωρητικά και επίκτητα ζητήματα που ανακύπτουν αντιμετωπιστούν
ανάλογα από τις υιοθετούμενες ανά περίπτωση πολιτικές αλλά και από το
βαθμό κοινωνικής αποδοχής - συμμετοχής
των εμπλεκόμενων φορέων.
Οι Οικονόμου και Σουλιώτης αναφέρονται στην
πλήρη παραμέληση των ευκαιριών που παρουσιάζει ο τρίτος τομέας στον τομέα των
υπηρεσιών υγείας. Οι συγγραφείς αναλύουν τις δυνατότητες που προσφέρει η
κοινωνική οικονομία έτσι ώστε να ξεπεραστεί η παροχή υπηρεσιών υγείας από τον
ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα. Οι συγγραφείς θεωρούν ότι μια τέτοια προοπτική θα
βοηθούσε να αντιμετωπιστούν μια σειρά αδυναμιών τόσο του δημόσιου όσο και του
ιδιωτικού τομέα. Η προοπτική αυτή θα μπορούσε να προσφέρει μια εναλλακτική
βιώσιμη πρόταση σε ένα σύστημα υγείας που δείχνει να βρίσκεται στα όριά του.
Ο Νίκος Ντάσιος καταπιάνεται με τη σχέση της
κοινωνικής οικονομίας και της τοπικής ανάπτυξης. Η παγκοσμιοποίηση έχει
επιφέρει τον περιορισμό της τοπικής ανάπτυξης, αποστερώντας από το τοπικό
πόρους. Η τοπικότητα, σύμφωνα με το συγγραφέα, αποτελεί τον όρο που συμπυκνώνει
τη φύση και τα χαρακτηριστικά των τοπικών κοινοτήτων πάνω στα οποία μπορεί να
βασιστεί η τοπική ανάπτυξη. Η τελευταία πρέπει να βασιστεί στην ανάπτυξη του
κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο με τη σειρά του συνδέεται άμεσα μα τις έννοιες
της κοινότητας, της κοινοτικής ανάπτυξης και του εθελοντισμού. Στη συνέχεια ο
συγγραφέας παρουσιάζει συνοπτικά τον διάλογο για τον ελληνικό κοινοτισμό και
παρουσιάζει κάποια παραδείγματα τοπικής ανάπτυξης, όπως το παράδειγμα του Μοντραγκόν
στη χώρα των Βάσκων, στην Ισπανία, το εγχείρημα του Μπρίστολ, αλλά και
παραδείγματα από την Ελλάδα. Στις προτάσεις του για την Ελλάδα ο συγγραφέας
καταλήγει τονίζοντας ότι η επανασύνδεσή μας με τη μεγάλη μας κοινοτική παράδοση
αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την τοπική ανάπτυξη στη χώρα μας.
Σήμερα, εν μέσω
μίας από τις σημαντικότερες κρίσεις, η συζήτηση για την φύση, τις εμπειρίες και
τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας είναι ιδιαίτερης
σημασίας, τόσο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και για τη χώρα μας. Αυτό γιατί η
κοινωνική οικονομία, τόσο στο απώτερο παρελθόν όσο και κατά τις τελευταίες
δεκαετίες, έχει αποδείξει ότι διαθέτει την ικανότητα να προσφέρει λύσεις σε κοινωνικά,
πολιτικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που προκύπτουν. Επίσης, η εμπειρία έχει
καταδείξει ότι αποτελεί ένα αποτελεσματικό εργαλείο για σταθερή και βιώσιμη τοπική
οικονομική ανάπτυξη, για μια δικαιότερη διανομή του κοινωνικού πλούτου, για την
αντιμετώπιση νέων κοινωνικών αναγκών και για την εμβάθυνση της κοινωνικής και
οικονομικής δημοκρατίας. Ακόμα περισσότερο, η κοινωνική οικονομία αποτελεί το
μέσο για την διαμόρφωση μιας κοινωνίας και
μιας πολιτείας όπου οι έννοιες της αλληλεγγύης, της ηθικής επιχειρηματικότητας,
της αλληλοβοήθειας, της συνεργασίας, της περιεκτικής δημοκρατίας, του γενικού καλού, του συλλογικού εθελοντισμού, του μικρο-τοπικού, θα
καταστούν κυρίαρχες. Το βιβλίο αυτό στοχεύει στον εμπλουτισμό του διαλόγου και
της πρακτικής προς μια τέτοια προοπτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.