Το βιβλίο του Άντονι Γκίντενς Η πολιτική των κλιματικών αλλαγών δεν είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς που εντρυφεί σε τέτοια ζητήματα. Πριν από πέντε χρόνια εκδόθηκε στη σειρά μας το βιβλίο του Τζον Μπέλαμι Φόστερ Οικολογία και καπιταλισμός. Για μια σειρά που διαπραγματεύεται τις αναμετρήσεις που διαμορφώνουν τον τρέχοντα αιώνα, το ζήτημα της φύσης και της σχέσης ανθρώπινου πολιτισμού και φύσης είναι σίγουρα ένα από τα κεντρικά ζητήματα.
Το βιβλίο του Γκίντες αποτελεί μια πρώτη εισαγωγή, όχι σε αυτό καθεαυτό το θέμα των κλιματικών αλλαγών, αλλά στο ποιες είναι οι αναγκαίες πολιτικές και, θα συμπληρώναμε, οι αναγκαίες κοινωνικές αλλαγές, έτσι ώστε η ανθρωπότητα να αποτρέψει το φαινόμενο των κλιματικών αλλαγών.
Το γενικότερο εγχείρημα και το κύριο ερώτημα του συγγραφέα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και επείγον. Πώς διαμορφώνεται μια πολιτική για τις κλιματικές αλλαγές; Πώς μπορεί να καταστεί αποδεκτή στο ευρύ κοινό και να συμπαρασύρει ως θετικό όραμα κοινό, ΜΚΟ, κράτη, πολιτικές δυνάμεις; Πώς μπορώ να αλλάξω την καθημερινότητα, τους ανθρώπους, το κράτος, τα κόμματα, αλλά και τις ίδιες τις εταιρείες; Για να απαντήσει και για να διαμορφώσει το επιχείρημά του, ο Γκίντενς αντλεί από την πολιτική επιστήμη, την οικονομική επιστήμη, την εμπειρία των κοινωνικών κινημάτων, την τοπική ανάπτυξη, την διεθνή εμπειρία, την γεωπολιτική, τις θεωρίες του μάρκετινγ και άλλων τομέων.
Στην αρχή ο συγγραφέας παρουσιάζει το ζήτημα των κλιματικών αλλαγών και της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, διασυνδέει αυτό το ζήτημα με το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας και την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτό, γιατί από τη μια το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι αποτέλεσμα της αλόγιστης χρήσης ορυκτών καυσίμων για την διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου παραγωγής ενέργειας. Από την άλλη, η κυριαρχία πάνω στα υφιστάμενα αποθέματα ορυκτών καυσίμων αποτελεί έναν από τους κεντρικούς παράγοντες των γεωπολιτικών συγκρούσεων τόσο του περασμένου αιώνα όσο και του αιώνα που διανύουμε. Εάν σε αυτά, συνυπολογιστεί η εξάντληση των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων, οι οιωνοί για τον αιώνα μας δεν είναι οι πιο θετικοί.
Στη συνέχεια ο Γκίντενς περνά σε μια, άλλοτε εύστοχη και άλλοτε αδόκιμη, κριτική των ιδεών του περιβαλλοντικού κινήματος. Παραδέχεται ωστόσο ότι είναι αυτό το κίνημα που έχει συνεισφέρει ώστε να αυξηθεί η επίγνωση γύρω από τη σημασία του ζητήματος των κλιματικών αλλαγών. Πέραν των άλλων, από το πράσινο κίνημα δανείζεται μια κεντρική ιδέα των πολιτικών του: την ιδέα «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Αποφασιστικός πολιτικός παράγοντας στη διαμόρφωση και υλοποίηση των πολιτικών για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών είναι το διασφαλίζων κράτος. Η επιστροφή στο κράτος και το σχεδιασμό είναι απαραίτητα στοιχεία έτσι ώστε το τοπικό να συνδεθεί με το παγκόσμιο, να διασφαλισθεί η ομαλή, και πέρα από τις πολιτικές εναλλαγές, υλοποίηση των πολιτικών, αλλά και να υπάρχουν δράσεις στις οποίες το κράτος θα λειτουργεί ως πρότυπο. Επιπλέον, τομείς δράσεις στους οποίους το κράτος θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη, είναι η προώθηση των νέων τεχνολογιών, της έρευνας, των νέων περιβαλλοντικών φόρων που είναι απαραίτητοι και της καινοτομίας. Ένας άλλος σκοπός της δημόσιας πολιτικής είναι να διασφαλίσει, όποτε είναι δυνατό, ότι τα εξωτερικά κόστη θα εσωτερικοποιούνται – δηλαδή, ότι θα εντάσσονται στη λειτουργία της αγοράς. Φυσικά το «κράτος» περιλαμβάνει πολλά επίπεδα. Συμπεριλαμβάνει, πέραν της κεντρικής κυβέρνησης, τις περιφέρειες, τις πόλεις και τις τοπικές κυβερνήσεις.
Ασφαλώς, το κράτος δεν είναι ο μόνος φορέας περιβαλλοντικών πολιτικών. Για να μπορέσει η ανθρωπότητα να αντιμετωπίσει τις κλιματικές αλλαγές απαιτείται η κινητοποίηση και η αλλαγής στις συμπεριφορές όλων. Τα πολιτικά κόμματα, πρέπει να έρθουν, τουλάχιστον στο θέμα αυτό, σε μια συμφωνία έτσι ώστε η πολιτική εναλλαγή να μην εμποδίζει την υλοποίηση πολιτικών. Η επιχειρηματική κοινότητα έχει επίσης σημαντικό ρόλο. Μέσω της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, μέσω της αλλαγής αντιλήψεων για το περιβάλλον, την προώθηση της περιβαλλοντικής καινοτομίας αλλά και στην προώθηση νέων προϊόντων, νέων τρόπων παραγωγής και νέων επενδύσεων σε αυτό τον τομέα. Τέλος, ιδιαίτερο ρόλο έχουν και οι ΜΚΟ, οι οποίες πέραν των πολιτικών παρεμβάσεών τους, παίζουν σημαντικό ρόλο στην πληροφόρηση του κοινού αλλά και την κινητοποίηση της επιστημονικής κοινότητας στα ζητήματα των κλιματικών αλλαγών.
Το βιβλίο του Γκίντενς βρίθει προτάσεων πολιτικής. Ο συγγραφέας περιγράφει πληθώρα πολιτικών που ξεκινούν από τον τομέα της ενέργειας, τον οικιστικό τομέα, τα αυτοκίνητα, τα προϊόντα. Σε ένα γενικότερο επίπεδο, περιγράφονται οι μηχανισμοί των φόρων του άνθρακα, του δελτίου άνθρακα, του εμπορίου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, καθώς και οι υφιστάμενες φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες. Όσο περίεργο και εάν ακούγεται αυτό, εδώ αναδεικνύονται κάποια από τα προβλήματα της επιχειρηματολογίας του.
Η οπτική του Γκίντενς τείνει να είναι τεχνοκρατική από δύο όψεις. Πρώτον, λόγω της απουσίας των σχέσεων εξουσίας, τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο και στο διεθνές επίπεδο, που απαγορεύουν τη χρήση όλων αυτών των νέων δράσεων. Για το λόγο αυτό, στον προσεκτικό αναγνώστη, γεννιέται το εύλογο ερώτημα: αφού η ανθρωπότητα και οι κυβερνήσεις έχουν στην διάθεσή τους μια τέτοια πληθώρα μέσων, γιατί δεν τα χρησιμοποιούν; Το πρόβλημα προκύπτει γιατί ο Γκίντενς θεωρεί a priori ότι οι κυβερνήσεις και τα κόμματα είναι θετικά διακείμενοι στις πολιτικές για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών και ότι όλοι θα βγουν κερδισμένοι –πολιτικά – από την υιοθέτησή τους. Όμως, η πράξη δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο. Σε ένα πιο αναλυτικό επίπεδο, θα λέγαμε ότι το πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών προέρχεται από ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Για να επιλυθεί λοιπόν απαιτείται, θα έλεγε ένας κοινωνιολόγος, η αλλαγή του συγκεκριμένου συστήματος.
Η δεύτερη όψη της τεχνοκρατικής προσέγγισης του Γκίντενς βρίσκεται στην μεγάλη εμπιστοσύνη που έχει στην τεχνολογία ως το μέσο για την επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Ωστόσο, η τεχνολογία αποτελεί, όπως και ο ίδιος σημειώνει, εργαλείο που χρησιμοποιείται από μια κοινωνία σύμφωνα με την αντίληψή της για τον κόσμο. Ως γνωστόν, μια συστατική και συστημική ιδέα των κοινωνιών μας είναι η ιδέα της κυριαρχίας επί της φύσης. Αυτό άλλωστε έχουν ως στόχο τους η επιστήμη και η τεχνολογία έως σήμερα. Συνεπώς, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι πολιτισμικό και δευτερευόντως τεχνολογικό. Και παρ’ όλο που ο συγγραφέας έχει επίγνωση αυτού του ζητήματος δεν απαντά στο, δύσκολο βέβαια, ερώτημα του πώς αλλάζει ένας πολιτισμός.
Το παρόν βιβλίο βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού για τα κρίσιμα ζητήματα του αιώνα που διανύουμε. Το γεγονός ότι ο Γκίντενς, ο οποίος έχει διατελέσει σύμβουλος με ιδιαίτερη βαρύτητα στις κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, καταπιάστηκε με το συγκεκριμένο ζήτημα καταδεικνύει και τη σημασία του. Στο βιβλίο αυτό ο Γκίντενς προσπαθεί να διαμορφώσει ένα θετικό όραμα για ένα μέλλον με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, με άλλα λόγια ενός μέλλοντος απεξαρτημένο από τα ορυκτά καύσιμα και τις γεωπολιτικές τους, με χαμηλά επίπεδα κατανάλωσης ενέργειας και αγαθών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βιβλίο αποτελεί ένα μανιφέστο «του ριζοπαστικού κέντρου για τις πολιτικές των κλιματικών αλλαγών». Όχι τυχαία περιέχει πληθώρα πληροφοριών, πολιτικών και δράσεων για όσους θέλουν να υλοποιήσουν ένα τέτοιο όραμα.
Η μετάφρασή του πολλές φορές μας δημιούργησε μια θλίψη. Γιατί, ακόμα και εάν κάποιος έχει ενστάσεις με σημεία του βιβλίου, δεν μπορεί παρά να αποδεχθεί ότι αποτελεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προσπάθεια διαμόρφωσης προτάσεων για ένα κρίσιμο ζήτημα για την ίδια την ύπαρξή μας. Ατυχώς, όπως συμβαίνει και με άλλα κεντρικά πλανητικά ζητήματα, στη χώρα μας το ζήτημα καταλαμβάνει ελάχιστο τμήμα του δημόσιου, ακαδημαϊκού, πολιτικού ή δημοσιογραφικού λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.